Μέγας Κωνσταντῖνος καί ἁγία Ἑλένη. Δύο μεγάλες μορφές ἁγίων πού τιμοῦμε μέσα στόν μήνα Μάιο καί πού ὁ λαός μας ἰδιαίτερα συνδέεται μαζί τους.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ γιός τοῦ ἑλληνοϊλλυρικῆς καταγωγῆς ρωμαίου ἀξιωματούχου καί μετέπειτα Καίσαρος καί Αὐγούστου Κωνστάντιου τοῦ Χλωροῦ καί τῆς ἁγίας Ἑλένης, διακρινόταν γιά τήν ὡραιότητα τοῦ σώματός του, τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς του καί τά ἐξαιρετικά πνευματικά καί φυσικά χαρίσματα. Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του (306) ὁ στρατός τόν ἀνακήρυξε αὐτοκράτορα τῆς Δύσης.
Ἀπό τίς πρῶτες του ἐνέργειες ἦταν νά σταματήσει τόν φοβερό διωγμό τῶν χριστιανῶν μέ τό περίφημο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» (313). Ἀφοῦ προηγουμένως κατατρόπωσε τόν Λικίνιο, ἔγινε μονοκράτορας σέ ὅλη τήν ἀπέραντη αὐτοκρατορία (324) καί προχώρησε στό μεγαλειῶδες μεταρρυθμιστικό του ἔργο. Εἶναι ὁ πρῶτος αὐτοκράτορας πού προσχωρεῖ στό ἀνακαινιστικό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, ἀγκαλιάζει τήν Ἐκλησία του καί δημιουργεῖ μιά νέα προοπτική πολιτισμοῦ.
Ἔγινε προστάτης ὅλων τῶν πολιτῶν, ἀνεξάρτητα ἀπό τή θρησκευτική τους πίστη, ἀποφυλάκισε τούς χριστιανούς πού εἶχε φυλακίσει ὁ Λικίνιος, καί ἀπέδωσε στήν Ἐκκλησία τούς ναούς καί τά κατασχεθέντα κτήματα. Αὐτός πρῶτος καθιέρωσε τήν Κυριακή ἀργία. Κατήργησε τή δουλεία, τήν ποινή τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, τίς θηριομαχίες καί τίς μονομαχίες. Καταδίκασε τή μοιχεία, προστάτεψε τά παιδιά ἀπό τήν κατάχρηση τῆς πατρικῆς ἐξουσίας. Ρύθμισε ζητήματα διαζυγίου, κληρονομιᾶς καί προίκας. Ἀπαγόρευσε τόν στιγματισμό (=σημάδεμα) στά πρόσωπα τῶν δούλων καί τούς ἔδωσε τή δυνατότητα νά γίνουν ἀπελεύθεροι. Ἐγκαινιάζοντας ἕναν νέο τρόπο διακυβέρνησης τῆς Ἐκκλησίας, ἀπόλυτα δημοκρατικό καί σύμφωνο μέ τήν ἀποστολική παράδοση, συγκάλεσε τήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο (325), προκειμένου νά ἠρεμήσει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Πρίν ἀπό τήν ἱστορική νίκη του στόν Τίβερη ποταμό κατά τοῦ Μαξεντίου, ὁ ἀήττητος στρατηλάτης εἶδε ἐκείνη τήν καταπληκτική θεοσημία «Τούτῳ νίκα» ἤ «Ἐν τούτῳ νίκα» καί στή συνέχεια κατασκεύασε τό λάβαρο τοῦ Σταυροῦ μέ τό χριστόγραμμαγιά τίς ἀσπίδες τῶν στρατιωτῶν του. Ἀντιλαμβανόμενος ὅτι τό μέλλον τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν στήν Ἀνατολή, «ὁ πατέρας τῆς Ρωμιοσύνης» μετέφερε τήν πρωτεύουσά της στό Βυζάντιο, ἔχτισε τή Νέα Ρώμη καί ἔβαλε τά θεμέλια γιά τή νέα χριστιανική αὐτοκρατορία, γεγονός πού δέν τοῦ τό συγχώρεσαν ποτέ οἱ Δυτικοί. Τότε ἡ ἁγία Ἑλένη μέ δικά της ἔξοδα πῆγε στήν Ἰερουσαλήμ καί ἀνακάλυψε τόν Τίμιο Σταυρό.
Ἐπειδή ποθοῦσε νά λάβει τό βάπτισμα στόν Ἰορδάνη ποταμό, ὁ Κωνσταντῖνος καθυστέρησε νά βαπτισθεῖ. Βαπτίσθηκε λίγο πρίν πεθάνει. Ἔζησε 63 χρόνια.
Καί ὅλα αὐτά σέ ἐποχές πού μόνον τό 8-10% τῶν ὑπηκόων ἦταν χριστιανοί. Οἱ ἐπιλογές του ἦταν πράγματι κατάθεση ψυχῆς καί ὄχι προϊόν πολιτικῶν συμφερόντων, γιατί ἡ μεγαλοσύνη του πήγαζε ἀπό τήν καρδιά του. Ἔβαλε τήν Εὐρώπη σέ μία νέα τροχιά πολιτισμοῦ, ἀφοῦ μέ τήν εἰσαγωγή τῆς χριστιανικῆς πίστης εὐεργέτησε τήν ἀνθρωπότητα.
Ὡστόσο, κάποιοι κατηγοροῦν τόν λαμπρό αὐτό αὐτοκράτορα γιά τόν φόνο τοῦ γιοῦ του Κρίσπου καί τῆς συζύγου του Φαύστας. Τί ἀκριβῶς συνέβη; Ὁ δεκαεπτάχρονος Κρίσπος -γιός ἀπό τόν πρῶτο γάμο τοῦ Κωνσταντίνου μέ τή Μινερβίνα- εἶχε περιβληθεῖ ἀνώτατα στρατιωτικά ἀξιώματα. Λόγῳ μάλιστα τῶν αὐξημένων προσόντων του ἦταν καί ἀρχηγός τοῦ στόλου τῆς αὐτοκρατορίας, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπισύρει τόν φθόνο τῆς Φαύστας, ἐπειδή ὑπερεῖχε τῶν δικῶν της υἱῶν. Χρησιμοποιώντας ψευδομάρτυρες ἡ Αὐγούστα τοῦ ἀπέδωσε τήν κατηγορία ὅτι τάχα ὁ Κρίσπος εἶχε «συλλάβει ἔρωτα ἄθεσμον πρός αὐτήν» καί ὅτι συνωμοτοῦσε κατά τοῦ πατέρα του. Τότε, λοιπόν, ὁ Κωνσταντῖνος φυλάκισε τόν Κρίσπο. Ὁ νέος βρέθηκε στή συνέχεια δολοφονημένος μέ ἄγνωστο τρόπο, χωρίς ποτέ νά ὑπάρξει καταδικαστικό διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα. Οἱ ἱστορικοί λένε ὅτι μόνον ἡ γυναίκα τοῦ αὐτοκράτορα μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει τή σφραγίδα του καί σέ αὐτήν ἀποδίδεται ἡ δολοφονία. Στό μεταξύ ἡ μητέρα του Ἑλένη πληροφορήθηκε τή συνωμοσία τῆς Φαύστας καί ἀποκάλυψε τήν ἀλήθεια στόν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος καί διέταξε τή σύλληψή της. Ὁ Ζώσιμος, εἰδωλολάτρης συγγραφέας, ἰσχυρίζεται αὐθαίρετα ὅτι ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νά πνιγεῖ ἡ Φαύστα σέ λουτρό μέ καυτό νερό. Ἀλλά τόν μύθο αὐτόν καταρρίπτει ὁ Ἱερώνυμος, ἐκκλησιαστικός συγγραφέας καί ἄριστος ἑλληνιστής, ὁ ὁποῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ θάνατος τῆς Φαύστας ἐπῆλθε τρία ἤ τέσσερα ἔτη μετά τόν θάνατο τοῦ Κρίσπου. Περισσότερο φῶς δέν μπορεῖ νά χυθεῖ στήν ὑπόθεση· ὁ Κωνσταντῖνος, λόγῳ τοῦ ἀνεξίκακου καί τοῦ εὐγενοῦς χαρακτήρα του, θέλησε διά τῆς σιωπῆς νά καλύψει ἀπό τά περίεργα καί κακεντρεχῆ βλέμματα τήν ἐνοχή τῶν ἀγαπημένων του προσώπων.
Ἀσφαλῶς, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δέν ἀνήκει στίς τυπικές μορφές τῶν «ἁγίων» τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐρευνώντας, ὅμως, τό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, βλέπουμε ὅτι φιλοξενεῖ πολλές μορφές, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦνται στή λυτρωτική μετάνοια καί στό βάπτισμα πού καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία: Π.χ. Ὁ εὐγνώμων ληστής, ὁ ὁποῖος πρῶτος κέρδισε τόν παράδεισο· ὁ ρωμαῖος ἑκατόνταρχος Λογγῖνος, ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος, πού σταύρωσε τόν Χριστό· ὁ ὅσιος Μωυσῆς ὁ Αἰθίοψ, ὁ ὁποῖος, πρίν βαπτισθεῖ, ἦταν ἀρχιληστής· ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος.
Ἀναντίρρητα, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀποτελεῖ τό σύνορο μεταξύ δύο κόσμων: τοῦ εἰδωλολατρικοῦ, πού πέθαινε, καί τοῦ χριστιανικοῦ, πού γεννιόταν. Ἡ Ἐκκλησία μας ἀναγνωρίζοντας τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες του τόν ἀνακήρυξε ἰσαπόστολο καί ἅγιο καί ἡ ἱστορία μέγα. Κανείς ἄλλος, μετά τούς ἀποστόλους, δέν ἔκανε περισσότερα γιά τήν ἑδραίωση τῆς πίστης μας. Λέγει σχετικῶς ὁ ἱστορικός Παπαρρηγόπουλος: «Δικαίως ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία ἀπεκάλεσεν αὐτόν ἰσαπόστολον καί κατέταξεν μεταξύ τῶν ἁγίων... παραβλέψασα μέν τά ἁμαρτήματα, ὧν ἐθεώρησεν αὐτόν ἀνεύθυνον, διότι ὑπῆρξαν προϊόν ἀλλοτρίας ἀνατροφῆς καί ἕξεως, ἀποβλέψασα δέ εἰς μόνην τήν ὑπέρ τοῦ χριστιανισμοῦ προαίρεσιν, ἥτις ὑπῆρξεν ἀναμφισβήτητος».
Εὐ. Αὐγουστίνου
Φιλόλογος, Θεολόγος