Εἶναι ψυχές πού ἀγαποῦν τά γήινα μά ἡ ἀγάπη τους, μιά ἀγάπη πήλινη, εἶναι εὔθραυστη· καί ὅταν «σπάσει», τά κομμάτια της εἶναι αἰχμηρά• πονοῦν ὅσους ἀγάπησαν καί ἀγαπήθηκαν γήινα. Κι εἶναι ψυχές πού ἀγαποῦν τά οὐράνια, γι’ αὐτό ἡ ἀγάπη τους εἶναι πύρινη, δέν σπάει, δέν πληγώνει, ἀλλά θεραπεύει, παρηγορεῖ καί δείχνει οὐρανό, ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ὄντως Ἀγάπη.
Τέτοιες ψυχές, ψυχές πού ἀγάπησαν τά οὐράνια, ὑπῆρξαν οἱ τρεῖς τῆς Τριάδος ἐραστές Ἅγιοι, αὐτοί πού ἡ Ἐκκλησία μας τούς στεφάνωσε μέ τό ἐπίθετο «Θεολόγος». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, πού βίωσε ὡς ἀγάπη τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πού «ἔφευγε» ἀναζητώντας τήν Ἀγάπη, καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, πού καλοῦσε τή μόνη Ἀγάπη νά συντροφεύσει τή μόνη ψυχή του. Καί κλείστηκε ὁ θεῖος ἔρωτας μέσα στήν ἁπλότητα τοῦ Ἰωάννη, στήν εὐφυῆ εὐαισθησία τοῦ Γρηγορίου καί στήν ποιητική ἔκφραση τοῦ Συμεών.
Ἰωάννης, ὁ ἠγαπημένος τοῦ Ἰησοῦ, ὁ μαθητής «ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς»· ἕνας τίτλος πού ἀποτελοῦσε τό κρυφό καύχημά του, πίσω ἀπό τό ὁποῖο σεμνά κρυβόταν ἡ δική του ἀγάπη γιά τόν μόνο ἠγαπημένο του Κύριο. Σάν ἀνταπόδομα αὐτῆς του τῆς ἀγάπης τοῦ ᾽δωσε ὁ Θεός τήν ἀετήσια τή ματιά κι ἀγνάντεψε ὄχι ἀπό ψηλά ἀλλά τά ὑψηλά. Εἶδε καί λούστηκε στό φῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀποτυπώνοντας μέ τό ἀπέριττο τῆς πένας του τά λόγια τοῦ «Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου».
Γρηγόριος, ὁ ἅγιος τῆς φυγῆς… Ἐκεῖνος πού ἔφευγε ἀπ’ τά γήινα γιά νά λουφάξει ἡ σκέψη, ὁ νοῦς κι ἡ εὐαίσθητη καρδιά του στά θεϊκά σκηνώματα. Καί κεῖ, στό ἅγιο καταφύγιο, ἀγνάντεψε τά τοῦ Θεοῦ, λούστηκε στό φῶς Του καί ἔγραψε γιά τήν Τριάδα, τήν «ἠγαπημένη του Τριάδα». Ἀπέθεσε τήν ἀνθρώπινη εὐαισθησία στό κατώφλι τοῦ Οὐρανοῦ καί προχώρησε… καί συνάντησε τόν Θεό καί ἡ Τριάδα ἡ «ἠγαπημένη» ἀποδείχθηκε «ὁ μέγας πλοῦτος» τῆς ζωῆς του.
Αἰῶνες μετά, ἕνας τρίτος ἐραστής τῆς Τριάδος, ὁ Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, ὕφανε τήν ποίησή του μέ τά θεϊκά του βιώματα, μεταποιώντας τή μυστική του ἀγάπη γιά τόν Θεό σέ στίχους. Βυθισμένος στήν ἁγία σιωπή του, καλοῦσε τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό «ἀνεκφώνητον πρᾶγμα», νά συντροφεύσει τή μοναξιά του, κι ἀναφωνοῦσε σιωπώντας: «ἐλθὲ ὁ μόνος πρὸς μόνον, ὅτι μόνος εἰμί». Ἔβρισκε τόν Θεό στήν ἀπουσία τῶν πάντων. Ἡ μοναξιά του ἦταν τόπος συνάντησης μέ τόν Θεό καί ἡ σιωπή του ἡ μόνη γλῶσσα νά μιλήσει γιά τά θεῖα.
Τά βιώματα τῶν ἐραστῶν τῆς Ἀγάπης ἐξιστοροῦν τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας ἀπό αὐτούς μέ τά δικά του ἰδιαίτερα χρώματα ζωγράφισαν λές μιά βυζαντινή εἰκόνα τῆς Τριάδος λουσμένη στό ἱλαρό φῶς τῆς ἁγιότητας. Συνάντησαν τήν Τριάδα στήν ἁπλότητα, στή φυγή ἀπό τά ἀνθρώπινα, στή μόνωση, στή σιωπή, στήν ἀφθονία τῶν πνευματικῶν βιωμάτων... ἐκεῖ πού βρίσκει ὁ ἁπλός καί ταπεινός τήν οὐράνια πληρότητα, ὁ εὐαίσθητος καί ἐσωστρεφής τό ἅπλωμα στόν ἀδελφό καί ὁ μόνος τή συντροφιά τῆς Τριάδος, πού εἶναι «ὁ ἕνας, τά πάντα καί κανείς».
Δ. Καλογεράκη
Δρ Θεολογίας