Οἱ φυσικοί νόμοι καί οἱ ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου

Space sunrise c

Ἡ νομοτέλεια τῶν φυσικῶν νόμων

 Ὁ ἄνθρωπος, πέρα ἀπό τήν ὑλική συνι­στῶ­σα του, εἶναι προικισμένος μέ ψυχή, πού ἀποτελεῖ τήν πιό οὐσιαστι­κή διαφορά του ἀπό ὅλα τά ἄλλα ἔμβια ὄντα τῆς γῆς.  Ἡ ἀνθρώπινη Ἐπιστήμη, πού εἶναι ἐκ θεμελίων ἀγνωστική (δηλαδή ἀγνοεῖ τήν ὕπαρξη ἤ μή-ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ), δέν ἔχει οὔτε τή γνώση οὔ­τε τή μεθοδολογία οὔτε τά ἀπα­ραίτη­τα ἐργαλεῖα γιά νά διερευνήσει καί νά μελετήσει πνευματικά θέματα. Κατά συνέπεια δέν εἶναι σέ θέση νά κατανοήσει καί νά περιγράψει τίς ἰδιότητες καί τή λειτουργία τῆς ψυχῆς, ὅπως τό κάνει μέ τούς νόμους τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Μποροῦμε νά βροῦμε μερικές ἐμπειρικές διαπιστώσεις γιά τήν ἐπίδραση τοῦ λεγό­μενου «ψυχισμοῦ», οἱ ὁποῖες μπορεῖ νά εἶναι ταξινομημένες καί μεθοδοποιημένες ἐπιστημονικά, ἀλλά ὅμως τό τί ἀκριβῶς εἶναι ψυχή (πού μᾶλλον ἐπικαλύπτεται ἤ ἐμπερικλείει ἄλλες ἔννοιες, ὅπως συνείδηση, θυμικό, λογική) εἶναι στήν οὐσία ἄγνωστο.
 Οἱ ἐκφράσεις τοῦ ψυχισμοῦ, ἐπει­δή ἐλέγχονται ἀπό τά χαοτικά νευρωνικά δίκτυα τοῦ ἐγκεφάλου καί τά πιθανολογούμενα κβαντικά φαινόμε­να πού λαμβάνουν χώρα στίς συν­­άψεις, εἶναι κατά βάση μή-ντετερμινιστικά φαινόμενα. Ἐπιπλέον, διαπιστώνουμε ὅτι δέν ὑ­­- πάρχει ἕνας σαφής ἐπιστημονικός ὁρισμός τῆς ψυχῆς, ἀ­πο­δε­κτός ἀπό τήν πλειοψηφία τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητας. Στήν Ἐπιστήμη χρησι­μο­ποιεῖται ὁ ὅρος «ψυχή» (ἤ «ψυχισμός») γιά νά ἀναφερθοῦμε κα­τά τρόπο μᾶλλον ἀόριστο καί συχνά ἀρκετά ἀσαφῆ σέ κάτι πού ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη λογική. Τό μόνο βέ­βαι­ο, τό ὁποῖο προκύπτει ἀπό πολλαπλές ἐπιστημονικές πειραματικές καί κατά βάση ἐμπειρικές διαπιστώσεις, εἶναι ὅτι ὁ ψυχισμός ἐπιδρᾶ στήν ὑλική συνιστῶσα τοῦ ἀν­θρώπου, καί ἀντίστρο­φα. Ποιοί εἶναι, ὅμως, οἱ θεμελιώδεις νόμοι ἀπό τούς ὁποίους διέπεται αὐτή ἡ ἀλληλεπίδραση; Πῶς μπορεῖ ὁ ἄν­θρωπος νά εἶναι εἰρηνικός καί εὐτυχισμένος μέσα στό (ἀδιαπραγμάτευτα) αὐστηρό φυσικό περιβάλλον στό ὁ­­ποῖο ἔχει καθοριστεῖ νά ζῆ;  Ἡ  Ἐπιστή­μη, ἐνῶ ἀποκαλύπτει τή λειτουργία τοῦ κτιστοῦ κόσμου καί τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δέσμιος τῶν φυσι­κῶν νόμων, τόν ἀφήνει ἀκάλυπτο μέ­σα στή νομοτέλεια τοῦ φυσικοῦ κό­σμου.

Ὁ ρόλος τοῦ Εὐαγγελίου
 Ἐκεῖνος, ὅμως, πού δημιούργησε τόν ἄνθρωπο στή βάση τῶν πανάρχαιων φυσι­κῶν νόμων πού καθόρισε, καί τόν προίκισε μέ τήν ψυχή, φρόντισε νά δώσει ἁπλούς κανόνες• τηρώντας τους ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶ­ναι εἰρηνικός καί εὐτυχισμένος. Αὐ­τοί οἱ κανόνες περιέχονται στό Εὐαγγέλιο καί παρουσιάζονται μέσα ἀπό ἁ­πλά παραδεί­γματα, παραβολές καί διδαχές πού εἶναι κατανοητά σέ ὅ­λους. Στήν οὐσία, στό Εὐ­αγγέλιο βρίσκουμε σοφά «πορίσματα» πού δείχνουν πῶς μπορεῖ νά πραγματοποιεῖται ἡ ὀρθή ἀλληλεπίδραση τῶν (μερικά γνω­στῶν) φυσικῶν νόμων μέ τούς (ἄγνωστους ἐπι­στημονικά) νόμους τῆς ψυχῆς, γιά τήν ἁρμονική συνύπαρξη τοῦ κτιστοῦ καί τοῦ μή-κτιστοῦ μέσα στό συγκεκριμένο γήινο περιβάλλον.
 Βέβαια, τό Εὐαγγέλιο δέν ἀναφέρεται στούς φυσικούς νόμους, ἐπειδή πρέπει νά ἀποτελεῖ ἕναν ὁδηγό κατανοητό σέ ὅλους καί νά μήν ἐξαρτᾶται ἀπό τή γνώση (ὀρθή ἤ ἐσφαλμένη) καί κατανόηση (μικρή ἤ μεγάλη) τῶν φυ­σι­κῶν νόμων καί τοῦ ρόλου τους. Ἡ ἀνθρώπινη ἐπιστημονική γνώση καί γλῶσ­σα, ἀκόμα καί οἱ ἐπιστημονικές ἔν­νοιες διαρκῶς ἀλλάζουν (βελτιώνονται) καί ὁ τρόπος κατανόησης τῆς φύσεως διαρ­κῶς ἀνανεώνεται. Κατά συνέπεια, κά­θε ἀναφο­ρά σέ φυσικούς νόμους θά ἔδινε στό Εὐαγγέλιο περιορισμένη χρονική καί ποιοτική ἰσχύ.

Ἡ νομοτέλεια τοῦ Εὐαγγελίου
 Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψη ὅτι (α) ὁ ἄν­θρω­πος δημιουργήθηκε ἀπό γήινα ὑ­λι­κά καί ἡ ζωή ἐπάνω στή γῆ ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπό τούς φυσικούς νόμους, (β) οἱ ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου ἔχουν ὡς σκοπό νά παρουσι­άσουν τήν ὀρθή ἀλληλεπίδραση τῆς κτι­στῆς καί τῆς μή-κτιστῆς συνιστώσης τοῦ ἀνθρώ­που, μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὅτι αὐτές οἱ ἐντολές εἶναι πορίσματα πού ἐμπερικλείουν τούς φυσικούς νόμους, καί κατά συν­έπεια τήν αὐστηρή νομοτέλειά τους. Εἶναι διαχρονικές, ἀπαραβίαστες καί ἀπόλυτα καθοριστικές.
 Ἡ νομοτέλεια τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐ­αγ­γελίου δέν προκύπτει ἀπό τήν ἰδι­ορ­ρυθ­μία ἤ αὐστηρότητα ἤ τήν ἰδιοτροπία τοῦ Δημιουργοῦ, ἀλλά ἀπό τό γεγονός ὅτι χωρίς τούς φυσικούς νόμους τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἡ δομή, ἡ ὀργάνωση, ἡ φύση καί ζωή εἶναι ἀ­δια­νόητα, ὅπως αὐτό ὁμολογεῖται ἀπό τήν ἀνθρώπινη καί ἀγνωστική Ἐπιστήμη. Βέβαια, ἐπαφίεται στό αὐτεξούσιο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας νά τηρήσει τίς ἐν­τολές τοῦ Εὐαγγελίου ἤ νά τίς ὑποτιμήσει ἤ νά τίς ἀγνοήσει. Τό νά παραβιάζει κά­ποιος αὐτές τίς ἐντολές, ἐνῶ ταυτόχρονα θέλει νά εἶναι εἰρηνικός καί εὐτυχισμένος, εἶναι σάν νά ἀπαιτεῖ νά διαφορο­ποιήσει κάποιον ἀπό τούς φυσικούς νόμους ἤ ἕναν ἀπό τούς πολύπλοκους συν­δυ­ασμούς τους. Μέ μία τέτοια παραβίαση εἶναι ὡς νά ἀπαιτεῖ π.χ. νά ἀλλάξει τήν κίνηση τῶν δικῶν του ἠλεκτρονίων γιά νά μπορέσει νά μεταβάλει τή φυσικοχημική συμπεριφορά τῶν δικῶν του ἀμινοξέων οὕτως ὥστε τά ἔνζυμά του νά ἔ­χουν μία πιό «λογική» ἤ πιό «συμφέρουσα» συμπεριφορά. Αὐτό ὅμως ἀντιτίθεται (ἐκ θεμελί­ων) στή νομοτελειακή φύση τῶν φυσικῶν νόμων.

Συμπεράσματα
 Ἡ ἀγνωστική Ἐπιστήμη ἀποδεικνύ­ει  καί ὁμολογεῖ τή διαχρονικότητα, τό ἀπαραβίαστο καί τόν ἀπόλυτα νομοτελειακό ρόλο τῶν φυσικῶν νόμων. Ξεκινώντας, λοιπόν, ἀπό μία ἀγνωστική βάση (αὐτή τῆς Ἐπιστήμης), ἀλλά λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψη ὅτι οἱ ἐν­τολές τοῦ Εὐαγγελίου ἐμπερικλείουν ἀ­ναγκα­στικά αὐτούς τούς φυσικούς νόμους (καθώς ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀλληλεπιδρᾶ μέ τήν ὑλική συνιστῶσα του πού διέπεται ἀπό αὐτούς τούς νόμους), καταλήγουμε μέ βεβαιότητα στή νομοτελειακή ἰσχύ τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἐντολές πού περιέχει εἶναι ἀπαραβίαστες, διαχρονικές καί ἀπόλυτα καθοριστικές γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή. Τό αὐ­τεξούσιο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας δίνει τή δυνατότητα στόν ἄν­θρω­πο νά ἀκολουθήσει ἤ ὄχι τόν δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Μέ­σα σέ αὐτό τό πλαίσιο, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό Εὐαγγέλιο δέν περιέχει ἐντολές ἀλ­λά συμβουλές. Ἡ παραβίαση ὅμως αὐ­τῶν   τῶν συμβουλῶν συνεπάγεται τήν ἀγνόηση ἤ τήν ὑποτίμηση κάποιου γνωστοῦ ἤ ἄγνωστου φυσικοῦ νόμου. Γι’ αὐτό ἡ παραβίαση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, ἀργά ἤ γρήγορα, καί μέ νομοτελειακή βεβαιότητα θά ὁδηγήσει σέ κάποια μικρή ἤ μεγάλη ἀνωμαλία.
 Ἡ Οἰκονομία τοῦ Δημιουργοῦ προκαθόρισε πρίν ἀπό ἑκατοντάδες ἑκατομμύρια χρόνια τούς φυσικούς νό­­μους, χωρίς τούς ὁποίους (ὅπως ἀποδεικνύει ἡ Ἐπιστήμη)  δέν εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει ὀργάνωση, δο­μή, εὔρυθμη λειτουργία, καί γενικότερα φυσικός κόσμος. Κατά συνέπεια, ὁ Δημι­ουργός δέν τιμωρεῖ, ἀλλά εἶναι ἡ ἀπερισκεψία τῆς παραβίασης τῶν φυσικῶν νόμων (ὅπως συμβαίνει π.χ. μέ τήν παραβίαση τοῦ κατανοητοῦ ἀπό ὅλους νόμου τῆς βαρύτητας) ἐκείνη πού θά δημιουργήσει περιβάλλουσες συνθῆκες, τέτοιες ὥστε τελικά ὁ ἄνθρωπος νά μήν εἶναι εἰρηνικός καί εὐτυχισμένος καί γενικά νά ὑποφέρει.
 Συνεπῶς, ἡ ἀποδοχή καί ἡ ὑπακοή στίς συμβουλές (ἤ ἐντολές) τοῦ Εὐαγγελίου εἶ­ναι θέμα αὐτοσυντήρησης. Η ἔμφυτη ἀν­θρώπινη αὐτοσυντήρηση μᾶς ὑπαγορεύει νά μήν ἀγνοοῦμε καί νά μήν ὑποτιμοῦμε τήν ὕπαρξη τῶν νόμων τῆς φύσεως, καί κατά συν­έ­πεια τῶν σοφῶν πορισμάτων τοῦ Εὐ­αγγελίου πού ἐμπερικλείουν αὐ­τούς τούς νόμους.

Παντ. Καραφίλογλου
Καθηγητής Χημείας Α.Π.Θ.