Ἡ πιό ὑπέροχη ὀμορφιά...

 Κάψα... Τό μεσημέρι πυρακτωνόταν στήν ἀνελέητη καλοκαιριά τ᾿ Αὐγούστου· παραλυμένη ἡ ζωή μέσα στή νάρκη τοῦ ἥλιου. Λαμποκοπούσανε τά χρώματα τῆς γῆς, ἀστράφταν στό χρυσό. Μιά ὀμορφιά ἐξαίσια, φτιαγμένη ὁλάκερη ἀπό φῶς. Μά κεῖ, στό μίσχο πού ἔγερνε ἀπότιστος ἀπό τίς κρῆνες τ᾿ οὐρανοῦ, ἐτούτη ἡ ὀμορφιά γινόταν ἀπειλή... νάρκη ἀόρατη πού παγιδεύει τή ζωή.
 Πάνω ἀπ᾿ τή γῆ πού ἔσκαγε πυρωμένη στραφτάλιζε δοξαστικά τό πεντακάθαρο γαλάζιο τ᾿ οὐρανοῦ. Μά ξάφνου στό βάθος του μιά ἀδιόρατη κηλίδα γκρίζο κι ὕστερα κι ἄλλη κι ἄλλη... Πυκνώσανε τά σύννεφα· κι ἀπό τίς κοῖτες τους ξέχυσαν τό νάμα τοῦ οὐρανοῦ στή διψασμένη γῆ.
 Νερό, νερό, νερό... ἄγριο, ἀκατάπαυστο, ἀσυγκράτητο· μαστίγωνε ἀλύπητα τό χῶμα. Τό τίναζε ὁ ἀέρας ἀπάνω στά κλαριά πού λύγιζαν στό βάρος του. Τό πέταγε στίς φυλλωσιές πού ξεμαλλιάζονταν στό σφυροκόπημά του. Ἀνατριχιάζανε οἱ τρυφεροί βλαστοί στά ἐκκωφαντικά βεγγαλικά τῆς ἀστραπῆς. Τά χρώματα τυλίχτηκαν στό γκρίζο. Ἄγρια, ἀναπάντεχη, τρομακτική ἡ νεροποντή κατάπινε τό φῶς στά ὀργισμένα δάκρυά της. Ξέσπαγε τή μανία της στήν τρομαγμένη φύση, ὥσπου σιγά-σιγά νά ξεθυμάνει σέ κάτι καθυστερημένες στάλες, πού ἀφήνανε νωχελικά τό γδοῦπο τους πάνω στό πληγωμένο χῶμα.
Rainbow1 

Ὁ ἥλιος πρόβαλε δειλά πίσω ἀπ᾿ τά σύννεφα· τύλιξε στοργικά τήν ταλαιπωρημένη φύση μές στό γαλήνιο θάλπος του. Θαρρεῖς γιά νά τήν ἠρεμήσει, τῆς χάρισε τήν πιό ἀκριβή του ὀμορφιά: μιά ἑφτάχρωμη καμάρα φῶς ζωγραφισμένη στό γαλάζιο τ᾿ οὐρανοῦ. Κάτω ἀπ᾿ τούς μαγικούς ἰριδισμούς της τό νοτισμένο χῶμα σπαρταροῦσε ἑτοιμόγεννο νά ξετινάξει ἀπό ἐντός του τή ζωή. Μιά ὀμορφιά φτιαγμένη ὁλάκερη ἀπό δακρυσμένο φῶς· μά τώρα ἐκεῖ, στόν ὑγραμένο μίσχο ἐτούτη ἡ ὀμορφιά γινότανε ὑπόσχεση ζωῆς.
 Ὥρα πολλή ἔβλεπα σιωπηλά νά ξεδιπλώνεται στά μάτια μου τ᾿ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς φύσης· ἐκείνη ἡ ἐναλλαγή στούς τόνους τοῦ φωτός, πού τώρα θώπευε εὐεργετικό τήν πλάση· ἐκείνη ἡ μεταλλαγή τῆς ὀμορφιᾶς ἀπό ἀπειλή σέ εὐλογία, πού ᾿χε συντελεστεῖ τόσο ἐπώδυνα μέσα ἀπό τούς λυγμούς τῆς καταιγίδας. Τοῦτοι οἱ λυγμοί πού γλίστραγαν σάν κρύσταλλα ἀπό ἥλιο πάνω στίς ἄκρες ἀπ᾿ τά φύλλα, ἔνιωθα νά σταλάζουνε τό ἀκριβό τους μυστικό σέ κάποια ἄλλα δάκρυα... κεῖνα τοῦ πόνου, πού αὐλακώνουνε συχνά μέ τόσα ἀνεξήγητα «γιατί» τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου...
 Κάποτε ἡ ὀμορφιά γίνεται ἐντός μας ἀπειλή· νάρκη πού παγιδεύει τή ζωή ἐκεῖ στό μίσχο τῆς ψυχῆς μας. Στραγγίζουν οἱ χυμοί τῆς προσευχῆς μές στήν ἡλιόλουστη εὐτυχία μας. Τό φῶς της ἐκτυφλωτικό κρύβει ἀπ᾿ τά μάτια μας τό δάκρυ τ᾿ ἄλλου ἀνθρώπου. Κλείνει τά βλέφαρά μας κάθε πού λέμε ν᾿ ἀτενίσουμε λιγάκι οὐρανό, νά νοσταλγήσουμε ἔστω λίγο τή χαμένη πατρίδα τοῦ Παραδείσου. Ἡ ὀμορφιά τοῦ πρόσκαιρου θαμπώνει μέσα μας τό κάλλος τοῦ αἰώνιου, καταχωνιάζει στίς φθαρτές μαρμαρυγές της τήν πιό ἀνυπότακτη λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας. Ἀνοίγουνε τότε ρωγμές στή χωματένια ὕπαρξή μας σάν χείλια διψασμένα, πού ἱκετεύουνε σπαρακτικά τόν Θεό τοῦ οὐρανοῦ: «Κύριε, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι».
Κι ὁ οὐρανός ἀποκρίνεται στήν ἐναγώνια κραυγή μας· κρύβει τό φῶς πίσω ἀπό τήν ἀχλύ τῆς καταιγίδας. Ξεχύνει ἀπό τά σπλάχνα του τό ζωογόνο νάμα του στή διψασμένη γῆ μας.
 Δάκρυα πόνου... σταλάζουνε καυτά μέσα στά χέρια μας, πού ὥς πρίν κλεῖναν σφιχτά τήν εὐτυχία τους σάν λάφυρο πού τό κερδίσανε σέ μάχη. Ἀνοίγουνε ἀναγκεμένα ἀπό τή θλίψη νά ζητιανέψουν μιά ἀνθρώπινη ἀγκαλιά, γιά νά θωπεύσει τίς πληγές τους, μήπως καί τό μπορέσουνε κι αὐτά πιά ν᾿ ἀγκαλιάσουνε τώρα πού ξέρουν... τώρα πού κοινωνῆσαν στήν ἀνθρώπινη ὀδύνη.
 Δάκρυα πόνου... σμιλεύουνε ἀργά κι ἐπώδυνα τό ἀκατέργαστο “ἐγώ” μας, πού πέτρωσε στήν ἀλαζονική αὐτάρκειά του, γιά νά μπορέσουνε τά χείλη μας νά ψιθυρίσουνε ἔστω μιά προσευχή, μήπως καί κάποτε τό μάθουμε νά γαντζωνόμαστε ἀπό τό θεῖο ἔλεος.
 Δάκρυα πόνου... ὀργώνουνε βαθιά τό χέρσο χῶμα τῆς ψυχῆς μας, γιά νά καρπίσει μέσα ἀπό τοῦτες τίς σκαφτές πληγές ἡ ὑπομονή, φύτρα τῆς ἁγιότητας πού μᾶς μπολιάζει στό σταυρό τοῦ σαρκωμένου μας Θεοῦ· συσταυρούμενοι, συνοδοιπόροι του στό Γολγοθᾶ ἐμεῖς οἱ ἐλάχιστοι, πού ὅμως μᾶς διάλεξε μαζί του στό Θαβώρ.
 Μᾶς πῆρε ἐκεῖ, κάτω ἀπ᾿ τή σκέπη τῆς νεφέλης, νά μεταγγίσει μεταμόρφωση στήν ὕπαρξή μας, γιά ν᾿ ἀτενίσουμε κατόπι τό σταυρό τῆς θλίψης λουσμένο στή θαβώριο λάμψη. Ἔτσι, καθώς παλεύουμε νά τόν σηκώνουμε ἀγόγγυστα, μέσα στή θεία του ἀγκαλιά διυλίζει τά πονεμένα δάκρυά μας τό φῶς τῆς μεταμόρφωσης. Γράφει στόν οὐρανό πού ὑπάρχει μέσα μας τήν πιό ὑπέροχη ὀμορφιά: ἐκείνην πού ἀτενίσανε οἱ τρεῖς του μαθητές ἀπάνω στό Θαβώρ· τό ἄρρητο κάλλος τῆς μορφῆς του· μία ὀμορφιά αἰώνια, φτιαγμένη ὁλάκερη ἀπό φῶς...
 Ἐτούτη ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ἡ σπάνια, ἡ ἀτίμητη ὀμορφιά πού ὑφαίνει ὁ Θεός μέσα ἀπό τούς λυγμούς τῆς καταιγίδας στή ζωή μας· δῶρο στούς ἐκλεκτούς του, πού ξέρουνε νά δέχονται εὐγνώμονα στό χῶμα τῆς ψυχῆς τό νάμα τῶν δακρύων· δῶρο σ᾿ αὐτούς, πού τάξανε νά μένουνε κοντά του στά «ὡσαννά» μά καί στά «σταυρωθήτω», πού μάθανε νά τοῦ ψελλίζουνε μ᾿ ἀγάπη· «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι», ἀδιάφοροι, ἄν μένουνε δίχως σκηνή πάνω σ᾿ ἕνα ξεσκέπαστο βουνό· φθάνει πού τούς χαρίστηκε νά βλέπουνε τή θεία του ὀμορφιά. Καί ξέρουνε νά ψιθυρίζουνε τούτη τή φράση ἀδιάκριτα ἀπάνω στό Θαβώρ ἤ κάτω ἀπ᾿ τό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ. Εἶναι οἱ ἅγιοι πού πρόσθεταν στό «Δόξα σοι» τό «πάντων ἕνεκεν», οἱ ἅγιοι πού ἔκλαιγαν, γιατί ὁ Θεός δέν τούς δοκίμασε.
 Ἄς ἤτανε νά κοινωνήσουμε καί μεῖς οἱ ἐλάχιστοι μέσα ἀπό τήν ὀδύνη μας στό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τους. Ἄς ἦταν νά προσφέρουμε στόν Κύριό μας ταπεινά δίχως «γιατί» καί «πῶς» τά θρύμματα τουλάχιστον τῶν συντριμμένων μας ὀνείρων• νά γράψει μ᾿ αὐτά στόν οὐρανό του μέσα μας τή θεία του ὀμορφιά. Ἔτσι, ἀτενίζοντας τό κάλλος του, μεταμορφούμενοι μές στό θαβώριο φῶς του, ἄς ἤτανε νά τοῦ χαρίσουμε ἔστω γιά μιά φορά τό πιό εὐάρεστο «εὐχαριστῶ» μας, ἐκεῖνο, πού ᾿χει τή δύναμη νά τοῦ ψελλίζει μιά φωνή, σάν τή ραγίζουνε τά δάκρυα τοῦ πόνου.

«Ζηναΐδα»