Πολλοί τόν θαύμασαν καί τόν ἀγάπησαν μέ ἀφοσίωση. Ἄλλοι τόν μίσησαν καί τόν πολέμησαν μέ μανία. Ὅλοι τόν παραδέχτηκαν!
Ὁ ὑπεραιωνόβιος (104 ἐτῶν) ἐπίσκοπος π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ τό Σάββατο -ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων- 28 Αὐγούστου 2010 -ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ ὁμωνύμου του ἁγίου Αὐγουστίνου ἐπισκόπου Ἱππῶνος (†28-8-430)- τήν ὥρα πού στό ἁγιώνυμο ῎Ορος τέλειωνε ἡ ἀγρυπνία γιά τήν μνήμη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κατά τό πάτριο (παλαιό) ἡμερολόγιο. Ἡ προσωπικότητά του σφράγισε τόν 20ό αἰώνα. Ἐπηρέασε ὄχι μόνο τά ἐκκλησιαστικά πράγματα τῆς πατρίδος μας, ὄχι μόνο τήν ἱστορία καί τήν κοινωνική κατάσταση τῶν πόλεων καί περιοχῶν στίς ὁποῖες ἔδρασε (Μεσολόγγι, Ἰωάννινα, Ἔδεσσα, Γιαννιτσά, Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Βέροια, Νάουσα, Φλώρινα, Κοζάνη, Γρεβενά, Κύμη, Ἀθήνα) καί μάλιστα τῆς Φλώρινας, ὅπου ὡς ἐπίσκοπος ἔμεινε 44 χρόνια -33 ἐν ἐνεργείᾳ καί 11 ἐν σιωπῇ καί προσευχῇ. Ἐπηρέασε καί τήν γενικότερη ζωή πολλῶν χριστιανῶν, στήν χώρα μας καί στό ἐξωτερικό.
Τί ἦταν, λοιπόν, ἐκεῖνο πού τόν ἀνέδειξε καί τόν καθιέρωσε ὡς μεγάλο στήν συνείδηση ὅλων, καί αὐτῶν τῶν ἀντιφρονούντων ἀκόμη;
Τρία πράγματα διακρίνουν τόν μεγάλο: Ἡ πλούσια μόρφωση, ἡ ἁγία ζωή, ἡ ἐπιτυχής ἀνταπόκριση στίς συγκυρίες τῆς ἐποχῆς του. Τά γνωρίσματα αὐτά σάν τρία ἄστρα λαμπρά στόλισαν τήν μεγαλόπνοη προσωπικότητα τοῦ ἀοιδίμου ἱεροκήρυκος καί ἱεράρχου καί σηματοδότησαν τήν ἁγία καί κοινωφελῆ πορεία του.
Λίγοι ἄνθρωποι διαθέτουν τήν μόρφωση τοῦ π. Αὐγουστίνου. Προικισμένος ἀπό τόν Θεό μέ εὐφυΐα καί φιλομάθεια, ἐπιμέλεια καί θέληση, ἀποτέλεσε ἕνα εὔφορο πνευματικό χωράφι, ὅπου ἡ διδασκάλισσα μητέρα του Σοφία ἔσπειρε μέ σοφία τά πρῶτα σπέρματα τῆς γνώσης. Μέ ἄριστα ἀποφοίτησε ἀπό τό Δημοτικό Σχολεῖο τῆς γενέτειράς του (Λεῦκες Πάρου). Μέ ἄριστα καί ἀπό τό Γυμνάσιο Σύρου, ὅπου εὐτύχησε νά ἔχει γυμνασιάρχη τόν καταξιωμένο φιλόλο γο Ἰω. Ρώσση. Μέ ἄριστα πῆρε τό πτυχίο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου, ὅπου τά μέγιστα ὠφελήθηκε ἀπό τίς παραδόσεις τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Ἀνδρούτσου.
Πνεῦμα σπινθηροβόλο μέ δίψα γιά γνώση, μελέτησε καί ἀφομοίωσε ἀπέραντες σελίδες ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καί ἀπό τήν θύραθεν παιδεία. Ἐντρύφησε στήν ἁγία Γραφή καί στά πατερικά συγγράμματα, ἰδιαίτερα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τόν ὁποῖο ἐξαιρετικά θαύμαζε καί προσπαθοῦσε νά μιμηθεῖ. Μελέτησε ἐπίσης τά κείμενα τῶν κλασικῶν συγγραφέων καί τήν ἑλληνική ἱστορία.
Ὡστόσο ἡ μελέτη καί ἡ γνώση δέν ἦταν γιά τόν πατέρα Αὐγουστῖνο μία εὐχάριστη ἐνασχόληση γιά τήν προσωπική του ἱκανοποίηση. Ἦταν τό μέσον γιά νά προσεγγίσει τήν πραγματικότητα, νά μελετήσει καί νά ἀντιμετωπίσει σωστά τήν καθημερινότητα, ὥστε νά ὁδηγήσει κάθε ψυχή στόν Θεό. Γι᾽ αὐτό φρόντιζε πάντοτε νά ἐνημερώνεται στήν τρέχουσα ἐπικαιρότητα. Παρακολουθοῦσε μέ ἐνδιαφέρον τήν εἰδησεογραφία τῶν ἐφημερίδων. Ἐκεῖ ἔβλεπε τήν φωτογραφία τῆς κοινωνίας, μελετοῦσε τήν κατάσταση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου γιά νά δεῖ τί τοῦ χρειάζεται καί ἐπινοοῦσε τόν κατάλληλο τρόπο γιά νά τοῦ τό προσφέρει. Καί ἦταν καταπληκτικά ἐπινοητικός, διότι ἐκτός ἀπό τήν ἐμφανῆ χάρη τοῦ Θεοῦ διέθετε πλούσια διανοητική ἀλλά καί πνευματική μόρφωση.
Στήν πνευματική κατάρτιση τοῦ π. Αὐγουστίνου συντέλεσαν ἐξαιρετικές προσωπικότητες. Καί πρῶτα-πρῶτα ὁ σεβάσμιος ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Λογγοβάρδας Φιλόθεος Ζερβάκος. Μέ νοσταλγία καί θαυμασμό ὁ π. Αὐγουστῖνος μιλοῦσε γιά τήν ἱστορική μονή, «τόν φάρο τοῦ νησιοῦ, πού ἐξακοντίζει τίς ἀκτῖνες του ὥς τά ἄκρα τῆς πατρίδος, ὅπου πάλλουν καρδιές ὀρθοδόξων Ἑλλήνων», ὅπως ἔγραφε σέ εἰδική «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ».
Σέ ὅλους τούς Ἕλληνες καί σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἤθελε νά φθάσει τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Διψοῦσε τήν ἱεραποστολή ἡ εὐαίσθητη ψυχή του καί ἤδη ἀπό τά ἐφηβικά του χρόνια εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν Ἀδελφότητα τῆς «ΖΩΗΣ». Τόν εἶχε ὁδηγήσει ἐκεῖ ὁ εὐλαβέστατος πατέρας του Νικόλαος, ἔνθερμος συνδρομητής καί ἀντιπρόσωπος τοῦ χριστιανικοῦ περιοδικοῦ «ΖΩΗ» καί θαυμαστής τῆς γεραρᾶς Ἀδελφότητος. Τόν εἶχε παραδώσει στόν προϊστάμενο τῆς «ΖΩΗΣ» π. Εὐσέβιο Ματθόπουλο. Ἡ μορφή ἐκείνου τοῦ ἁγίου ἀνδρός ἐπηρέασε τήν ἐφηβική ψυχή του καί ἔμεινε ἀνεξίτηλη. Δάκρυζε ὁ π. Αὐγουστῖνος, καθώς ἀναθυμόταν λόγια καί συμβουλές τοῦ π. Εὐσεβίου, τόν ὁποῖο θεωροῦσε ἅγιο, ἕναν νέο ἅγιο Νεκτάριο.
Ἀργότερα, ὅταν ἄρχισε τήν δράση του στό Μεσολόγγι, συνδέθηκε στενά μέ τόν π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, τόν δραστήριο καί μαχητικό καλόγερο, πού ἀναγνωρίζεται ὡς ἕνας ἀπό τούς μυστικούς λειτουργούς τῆς νεώτερης Ἑλλάδος καί τούς φλογερούς ἱεραποστόλους της. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού πρωτολειτούργησε κατηχητικά σχολεῖα στήν πατρίδα μας. Μέ συγκίνηση τόν μνημόνευε ὁ π. Αὐγουστῖνος.
Μέ τόν ἴδιο θαυμασμό ὁ σεπτός γέροντας ἀναφερόταν στόν λέοντα τῆς πίστεως καί πατέρα τῶν νέων θεολόγων Παναγιώτη Τρεμπέλα. Ὡς νεαρός φοιτητής εἶχε διατελέσει ὑπογραφέας τοῦ μεγάλου θεολόγου.
Ἡ διανοητική καί πνευματική μόρφωση συνδυασμένη μέ τήν ἔμφυτη εὐγλωττία, τήν ρητορεία καί κυρίως τήν δυνατή πίστη στόν Θεό, τήν πηγαία ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ζωντανή ἐλπίδα του γιά τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, τόν καθιέρωσαν ὡς ἕναν διαπρύσιο κήρυκα. Τόν ἔκαναν σοφό δάσκαλο καί οἰκονόμο τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά ὅσο πλατειά κι ἄν εἶναι ἡ γνώση τοῦ εὐαγγελικοῦ δασκάλου, ὅσο ἐντυπωσιακή ἡ ρητορεία του καί χαρισματικός ὁ λόγος του, γιά νά βρεῖ ἀπήχηση στίς καρδιές πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν ἀντίστοιχη ζωή. «Γιά νά γίνει ὁ λόγος σου βροντή, πρέπει ἡ ζωή σου νά εἶναι ἀστραπή», εἶπε κάποιος. Καί ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης εἶχε αὐτή τήν πεντακάθαρη, τήν κρυστάλλινη καί ἀπαστράπτουσα, τήν ἀδιάβλητη καί ἁγία ζωή. Ὑπῆρξε ἁγνός, ἀνιδιοτελής καί ἀφιλοχρήματος σέ ἀπίστευτο βαθμό. Ἐπί δεκαετίες ζώντας μέσα στή συνοδία του, δέν γνώριζε κἄν τά νομίσματα. Ζοῦσε λιτή, αὐστηρά ἀσκητική ζωή.
Οἱ στερήσεις καί οἱ κακουχίες ἦταν ὁ συνηθισμένος τρόπος ζωῆς του. Πιστός μαθητής καί μιμητής τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου δέν χάριζε στόν ἑαυτό του οὔτε μιά μπουκιά παραπάνω. Ἔτρωγε ὅσο χρειαζόταν γιά νά διατηρηθεῖ στήν ζωή. Οὔτε κἄν δοκίμασε ποτέ ἀπό τά καλομαγειρεμένα φαγητά μέ τά ὁποῖα κατά τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς ἔτρεφε πάνω ἀπό 8.000 ἄτομα στήν Κοζάνη. Ἀρκοῦνταν στά νερόβραστα ὄσπρια τῆς λέσχης δημοσίων ὑπαλλήλων.
Ἀκαταπόνητος στήν ἐργατικότητα. Ἀπό τά χαράματα μέχρι πέραν τοῦ μεσονυκτίου ἐργαζόταν. Γνήσιος μιμητής τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἔσβηνε τελευταῖος τό φῶς τοῦ δωματίου του, ὅταν ὅλοι οἱ συνεργάτες του εἶχαν πρό πολλοῦ ἀποσυρθεῖ. ῟Ωρες πολλές ἔμενε κλεισμένος στούς τέσσερις τοίχους τοῦ κελλιοῦ του, γιά νά προσεύχεται, νά μελετᾶ, νά γράφει. Πολλά ἀπό τά κείμενά του ἔχουν γραφεῖ ἐπί τῶν γονάτων, ἐνῶ τά δάκρυά του μούσκευαν τό πάτωμα. Γι᾿ αὐτό εἶχαν τέτοια ἀπήχηση!
Κι ὅταν ἔβγαινε ἀπό τό κελλί, ἔτρεχε νά φέρει στούς ἀνθρώπους τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λόγος του ἁγιοπατερικός, ἁπλός, ζεστός, ἄγγιζε τίς ψυχές. Ξυπνοῦσε ἀπό τόν λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς ἁμαρτίας, νουθετοῦσε, παρηγοροῦσε, στήριζε, καθοδηγοῦσε, ἐνέπνεε. Σάν ἄλλος Πατροκοσμᾶς ὄργωσε τίς περισσότερες περιοχές τῆς ἑλληνικῆς γῆς, συχνά κάτω ἀπό συνθῆκες φοβερά ἐπικίνδυνες κι ἔφερε τήν πνοή μιᾶς νέας ζωῆς ὅπου πέρασε.
Ἡ ἄρτια μόρφωση καί ἡ ἅγια ζωή του ἔλαμψαν καί φώτισαν τήν κοινωνία, καθώς ὁ Θεός θέλησε νά ζήσει σέ συνθῆκες ἐξαιρετικά κρίσιμες. Μέ τά καταπληκτικά κατορθώματά του, τό ἡρωικό φρόνημα, τήν μέχρι θανάτου αὐταπάρνησή του, τήν παρρησιασμένη δράση του ἔγραψε ἱστορία. Ὁ ἱεραπόστολος τοῦ Χριστοῦ πίστευε καί τό ἀπέδειξε ὅτι τό Εὐαγγέλιο ἔχει τήν λύση γιά ὅλα τά θέματα κι αὐτή τήν λύση θέλησε σέ ὅλους νά χαρίσει.
Ἀγωνίσθηκε μέ πάθος νά ἐφαρμόσει στήν προσωπική του ζωή τά εὐαγγελικά παραγγέλματα. ῞Οταν τόν κατηγοροῦσαν ὅτι «εἶναι τῶν ἄκρων», ἀπαντοῦσε: «Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἀκρότης, κορυφή. Μακάρι νά ἤμουν τῶν ἄκρων». Ἀπτόητος καί ἀδελέαστος ἀπό τίς κρίσεις τῶν ἀνθρώπων ἐφήρμοσε τήν ἀποστολική τακτική «εἰ γάρ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἄν ἤμην» (Γα 1,10) καί στοιχήθηκε στήν γραμμή τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ· «εἰς τά τῆς πίστεως οὐ χωρεῖ μεσότης», δέν μποροῦμε νά ἀναζητοῦμε μέσους ὅρους καί συμβιβαστικές λύσεις στά θέματα τῆς πίστεως. Κήρυξε τό Εὐαγγέλιο ὄχι «κατ᾿ ἄνθρωπον» ἀλλά ἔτσι ὅπως τό ἔδωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀνόθευτο, ἀπαραχάρακτο, ἀσυμβίβαστο. Καί τό ἀπηύθυνε σέ ὅλους μέ τήν ἴδια ἀγάπη, μέ τό ἴδιο θυσιαστικό φρόνημα, μέ τήν ἴδια εὐθύτητα. Αὐτή ἡ εὐθύτητα καί ἡ λεβεντιά του συγκίνησε καί κέρδισε τόν λαό, τόν καθιέρωσε στήν συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος καί τόν κατέστησε φοβερό στούς ἀμετανόητους παραβάτες.
Μέ ὁδηγό τό Εὐαγγέλιο ἔπιασε τόν σφυγμό τοῦ λαοῦ, ἀφουγκράσθηκε τούς πόνους καί τούς πόθους του, ἐπισήμανε πάθη καί λάθη κι ἄνοιξε διεξόδους στά ἀδιέξοδα. Ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀλλά καί γιά τήν περίθαλψη τοῦ σώματος, γιά τήν πνευματική κάθαρση ἀλλά καί γιά τήν κοινωνική ἀποκατάσταση, γιά τά γενικά θέματα, ἀλλά καί γιά τά προσωπικά προβλήματα τοῦ καθενός. Εἶχε λόγο ὄχι μόνο γιά τά ἐκκλησιαστικά ἀλλά καί γιά τά ἐθνικά καί γιά τά κοινωνικά καί γιά τά ἐκπαιδευτικά καί γιά τά ἐργασιακά, γιά ὅλα. Καί κατέθετε τόν λόγο του ὅπου χρειαζόταν, χωρίς νά ὑπολογίσει κόπο καί κόστος.
Μέ τό σύνθημα «ἀγώνισαι ὑπέρ τῆς ἀληθείας» ἔκανε φίλους καί ἐχθρούς μόνο γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. Συνεσταλμένος καί μᾶλλον δειλός ἀπό τήν φύση του ἐνεργοῦσε ὡς «λέων πῦρ πνέων» προκειμένου νά ὑπερασπισθεῖ τήν ἀλήθεια καί τό δίκαιο. Σέ ὅλη τή ζωή του στάθηκε γνήσιος μιμητής τοῦ λατρευτοῦ Κυρίου του Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ὅπως τόν βλέπουμε στήν Ἀποκάλυψη «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ», ἐνεργῶν ὡς ὁ λέων τῆς φυλῆς Ἰούδα ἀλλά καί ὡς «ἀρνίον ἐσφαγμένον καί ἑστηκός».
Αὐστηρός καί ἄψογος στήν προσωπική του ζωή, ἀγκάλιαζε μέ κατανόηση καί στοργή τόν ἁμαρτωλό, διότι «αὐτός ὁ λέων εἶχε καρδιά μικροῦ παιδιοῦ», ὅπως εἶχε πεῖ κατά τήν ἐνθρόνισή του ὁ τότε τοποτηρητής Καστορίας Δωρόθεος. Δέν πρόσβαλε, δέν διαπόμπευσε ποτέ ἐκεῖνον πού ἀπό ἀδυναμία εἶχε πέσει. Ἐφήρμοσε τό ἁγιογραφικό «κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξεις» (Μθ 12,20). Ἐκείνους ὅμως πού μέ ἔπαρση καί ἀλαζονεία ἐνεργοῦσαν ὡς καταφρονητές τοῦ θείου νόμου, τούς ἤλεγχε μέ θάρρος καί παρρησία.
Κανέναν δέν φοβήθηκε, διότι κυριαρχοῦσε στήν ψυχή του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Σέ κανέναν δέν χαρίσθηκε, διότι ἤθελε ὅλους νά τούς ὁδηγήσει στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν ὑποκρίθηκε, δέν κολάκευσε. Ὁδηγός καί κριτήριο τῆς ζωῆς του ἦταν πάντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅραμά του ἡ ἑδραίωση τῆς θείας βασιλείας. Ὡς ἱεροκήρυκας ἀρχικά ἀλλά καί κατόπιν ὡς ἐπίσκοπος δέν παρέβη ποτέ αὐτό πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς δράσεώς του εἶχε δηλώσει: «Δέν θά θυσιάσω ποτέ τίς ἰδέες γιά τήν θέση μου, ἀλλά εὐχαρίστως θά θυσιάσω τήν θέση γιά τίς ἰδέες».
Πολλοί τόν θαύμασαν καί τόν ἀγάπησαν μέ ἀφοσίωση, ἄλλοι τόν μίσησαν καί τόν πολέμησαν μέ μανία. ῞Ολοι τόν παραδέχθηκαν, ἀκόμη καί οἱ ἐχθροί. Γιά νά ἐπιβεβαιώνει καί ἡ δική του ἱστορία, ὅπως ἡ ἱστορία ὅλων τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, τόν ἀδιάψευστο λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ «ὅς δ᾽ ἄν ποιήσῃ καί διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται» (Μθ 5,19).
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 261-264