Ὁ ὀργισμένος

grothia  Ποιός θά μποροῦσε νά περιγράψει τό κακό αὐτό (τοῦ θυμοῦ); Πῶς δηλαδή αὐτοί πού ἔχουν τάση πρός τόν θυμό, πού ἀπό τυχαία πρόφαση ἐξάπτεται, βοώντας καί ἀγριεύοντας καί ὁρμώντας πιό ἀδιάντροπα ἀπό ὁποιοδήποτε δηλητηριῶδες θηρίο, δέν σταματοῦν παρά μόνον ὅταν ξεθυμάνει ἡ φλεγμονή τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ σάν ἀερόφουσκα ξεσπάσει ἡ ὀργή τους σέ κάποιο μεγάλο καί ἀθεράπευτο κακό. Γιατί οὔτε ἡ κόψη τοῦ ξίφους, οὔτε ἡ φωτιά, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπό τά φοβερά, εἶναι ἱκανό νά συγκρατήσει τήν ψυχή πού ἔγινε μανιακή ἀπό τήν ὀργή, ὄχι περισσότερο βέβαια ἀπό ἐκείνους πού τούς κυρίευσαν δαίμονες, ἀπό τούς ὁποίους οὔτε κατά τό σχῆμα, οὔτε κατά τή διάθεση τῆς ψυχῆς διαφέρουν αὐτοί πού ὀργίζονται. Διότι, καθώς ἐπιθυμοῦν νά πάρουν ἐκδίκηση, βράζει στήν καρδιά τό αἷμα, σάν νά ἀνακατεύεται καί νά κοχλάζει μέ τή δύναμη τῆς φωτιᾶς. Κι ὅταν βγεῖ στήν ἐπιφάνεια, παρουσιάζει αὐτόν πού ὀργίζεται μέ ἄλλη μορφή, ἀφοῦ ἀλλάξει σάν μέ προσωπεῖο στή σκηνή, τή συνηθισμένη καί γνωστή σ’ ὅλους μορφή. Τά μάτια πού ἦταν σ’ αὐτούς οἰκεῖα καί γνωστά ἔχουν γίνει ἀγνώριστα. Τό βλέμμα γίνεται παράφορο κι ἀστράφτει ἤδη φωτιά. Ἀκονίζει τά δόντια, σάν τά γουρούνια πού παλεύουν μεταξύ τους. Τό πρόσωπο εἶναι χλωμό κι ἀναιμικό. Τό σῶμα πρήζεται. Οἱ φλέβες τεντώνονται γιά νά σπάσουν, γιατί κλονίζεται τό πνεῦμα ἀπό τήν ἐσωτερική ταραχή. Ἡ φωνή γίνεται τραχειά καί ἔντονη, καί ὁ λόγος ξεφεύγει ἀπό τό στόμα ἄναρθρος καί ὅπως ὅπως, χωρίς καμιά σειρά καί τάξη, ἀκατανόητος.
  Κι ὅταν σ’ αὐτούς πού ὀργίζονται τό κακό ἀνάψει καί φθάσει στό ἀθεράπευτο σημεῖο, σάν τή φωτιά πού ἔχει ἄφθονη καύσιμη ὕλη, τότε λοιπόν, τότε, εἶναι δυνατόν νά δεῖ κανείς θεάματα πού οὔτε μέ τόν λόγο λέγονται οὔτε στήν πράξη παριστάνονται. Τά χέρια σηκώνονται κατά τῶν ὁμοφύλων καί πέφτουν σ’ ὅλα τά μέρη τοῦ σώματος, ἐνῶ τά πόδια κλωτσοῦν ἀνυπολόγιστα στά πιό εὐαίσθητα μέρη καί τό κάθε τι πού βρίσκεται μπροστά τους γίνεται ὅπλο στήν μανία. Ἄν δέ καί ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά συναντήσουν νά ἀντιστρατεύεται τό ἴδιο κακό, ἄλλη ὀργή καί τρέλα ἰσάξια, καί συγκρουσθοῦν μάλιστα ἔτσι, τότε κάνουν καί παθαίνουν ὅσα εἶναι φυσικό νά πάθουν ὅσοι ἔχουν στρατηγό ἕναν τέτοιο δαίμονα. Πολλές φορές δηλαδή, αὐτοί πού διαπληκτίζονται, ἀποκομίζουν σάν βραβεῖα τῆς ὀργῆς τους σωματικές ἀναπηρίες ἤ καί θανάτους. Ἔκανε ἀρχή τῆς χειροδικίας, ὁ ἄλλος ἀμύνθηκε· ἀνταπέδωσε ὁ πρῶτος, ὁ δέ ἄλλος δέν ὑποχωρεῖ. Καί τό μέν σῶμα καταξεσχίζεται ἀπό τά κτυπήματα, ὁ δέ θυμός λιγοστεύει τό αἴσθημα τοῦ πόνου. Δηλαδή δέν ἡσυχάζουν ἐξ αἰτίας τῆς ἐντυπώσεως αὐτῶν πού ἔχουν πάθει, γιατί ὅλη ἡ ψυχή τους ἔχει κινηθεῖ γιά νά ἐκδικηθεῖ αὐτόν πού προκάλεσε τή λύπη.

Μ. Βασιλείου, Κατά ὀργισμένων, 2
(Ἀπολύτρωσις 36 [1981] 3)