Σεπτέμβριος λοιπόν! Καιρός γιά… λίγη τάξη στό γραφεῖο. Νέοι φάκελοι, νέα ἔγγραφα, νέα βιβλία, νέο ἀρχεῖο. Τακτοποιώντας τά νέα καί σκαλίζοντας τά παλιά, ἔπιασα στά χέρια μου ἕνα κουτί ἀπό τά… πολύ παλιά χρόνια. Λίγο ἡ ὥρα, λίγο ἡ νοσταλγία, λίγο ἡ κούραση, δέχτηκα τήν πρόκληση καί τό ἄνοιξα! Ἔπιασα στά χέρια μου ἕνα διπλωμένο χαρτί, κομμένο ἀπό κάποιο παλιό σημειωματάριο καί κιτρινισμένο ἀπό τόν χρόνο. Μαζί μέ αὐτό ἄρχισα νά ξεδιπλώνω ἀναμνήσεις…
Καλοκαίρι στό χωριό! Παιχνίδι, ξενοιασιά, ἱστορίες ἀπό τόν παππού καί τή γιαγιά, ἀνταλλαγή ἐπισκέψεων καί... οἱ ἀπαραίτητες σκανδαλιές! Ὁ ἱερέας παππούς μου συχνά πυκνά ἔκανε ἐπισκέψεις στούς συγχωριανούς του ἤ ἔρχονταν αὐτοί στό σπίτι, μιᾶς καί τόν χειμώνα αὐτός καί ἡ γιαγιά κατέβαιναν στήν πόλη.
Ἕνα ἀπόγευμα, ἐνῶ ἔπαιζα στήν αὐλή μας πλάι στούς μεγάλους, ἄθελα «ἔπιασα» μιά κουβέντα:
- Πές μου, πάτερ, δέν εἶναι ἀδικία; ἄκουσα ἕναν ἀπό τούς ἐπισκέπτες νά ρωτᾶ ἐναγωνίως τόν παππού.
- Ἐγώ, λέω, νά βάλεις στό μυαλό σου τά ἑφτά πί καί κυρίως ἐκεῖνο τό μεγάλο καί τότε οὔτε ἀδικίες θά σκέφτεσαι οὔτε τίποτα, ἀπάντησε ὁ παππούς κοφτά καί ὁ συνομιλητής του κατέβασε τό κεφάλι, σάν νά συμφωνοῦσε συνωμοτικά μαζί του.
Ἐκεῖνο τό φθινόπωρο θά πήγαινα στήν Πρώτη Δημοτικοῦ καί ἤδη οἱ γονεῖς μου προσπαθοῦσαν νά μοῦ μάθουν τό ἀλφάβητο. Ἔτσι, ἤξερα πώς κάπου ὑπάρχει κάποιο γράμμα πί καί ὁποιαδήποτε ἀναφορά σέ αὐτό ἦταν γιά μένα… ἀποκάλυψη!
Ὅταν, μάλιστα, ἄνοιξαν τά σχολεῖα ἔνιωθα ἕτοιμος καί ἐνθουσιασμένος! Κι ὅταν ἦρθε ὁ καιρός νά μάθουμε στό σχολεῖο τό γράμμα πί, περήφανος γιά τίς… γνώσεις μου, θέλησα νά τίς μοιραστῶ μέ τή δασκάλα μου καί νά… διαφωτίσω τούς συμμαθητές μου!
- Κυρία, τά πί εἶναι ἑφτά καί ὑπάρχει ἕνα μεγάλο!
- Τί εἶναι αὐτά πού λές; ἦταν ἡ ἄμεση ἀντίδραση δυσαρέσκειας τῆς δασκάλας μου.
- Μά, κυρία, ἄκουσα τόν παππού νά τό λέει, ἀπολογήθηκα καί ἦταν ἡ πληγωμένη μου ἀξιοπρέπεια πού συγκρατοῦσε τά δάκρυά μου.
Ἡ προσβολή ἦταν βαρειά! Ἀκοῦς ἐκεῖ τί λέω! Κι ἄν ὁ παππούς, πού ἦταν πολύ γέρος, ἔκανε λάθος; Μά ὅλοι λένε πώς ὁ παππούς ξέρει πολλά! Ἄρα;…
Γύρισα σπίτι ἀγανακτισμένος καί μέ φόρα μπῆκα στό δωμάτιό του:
- Παππού, εἶσαι ψεύτης! φώναξα ξαναμμένος, μόλις τόν εἶδα, κι ἔβαλα τά κλάματα!
Ξαφνιασμένος ἐκεῖνος μέ ρώτησε:
- Τί συμβαίνει, παιδάκι μου; Πότε εἶπα ψέματα;
- Τό καλοκαίρι, εἶπες στόν κύριο Φώτη, σέ ἄκουσα μέ τά αὐτιά μου, γιά τά πί πού εἶναι ἑφτά καί γιά ἐκεῖνο τό μεγάλο, ἀλλά ὅταν τό εἶπα σήμερα στήν κυρία μέ μάλωσε, εἶπα μέ ἀναφιλητά.
Ὁ παππούς δέν γέλασε. Ἔμεινε γιά λίγο σιωπηλός κι ἔπειτα μοῦ ἔδωσε ἕνα στυλό. Γράμματα δέν ἔκανα καλά. Στήν πραγματικότητα μόλις μάθαινα νά γράφω. Ἔκλεισε στό δυνατό, ἔμπειρο χέρι του τό δικό μου ἄμαθο, παιδικό. Πῆρε μία σελίδα ἀπό τό σημειωματάριό του κι ἀρχίσαμε μαζί νά γράφουμε τό γράμμα πί, τό ἕνα κάτω ἀπό τό ἄλλο, ἑφτά φορές! Δίπλα σέ κάθε γράμμα ὁ παππούς σημείωσε τήν ἀντίστοιχη λέξη: ποθεινὴν πατρίδα παράσχου μοι, Παραδείσου πάλιν ποιῶν πολίτην με (ἀπό τά νεκρώσιμα εὐλογητάρια).
- Εἶναι μία προσευχή πού μποροῦμε νά λέμε γιά νά σκεφτόμαστε τόν Παράδεισο, μοῦ ἐξήγησε ὁ παππούς. Συνήθως τή λέμε ὅταν πεθαίνει κάποιος. Ὅμως, γιατί νά περιμένουμε τήν... κηδεία μας γιά νά μᾶς τήν ποῦνε οἱ ἄλλοι; μονολόγησε ἀπευθυνόμενος περισσότερο στόν ἑαυτό του παρά σέ μένα.
Καί κάπως ἔτσι ἔμαθα νά γράφω τό γράμμα πί. Ἀργότερα ἔμαθα πώς γιά τούς χριστιανούς στόχος καί πατρίδα εἶναι ὁ Παράδεισος, ὅπου πολίτες εἶναι οἱ ἅγιοι, ὅσοι ἀγωνίζονται νά διατηροῦν μία βαθειά προσωπική σχέση μέ τόν Θεό καί νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημά του. Δέν ἤξερα τότε πώς αὐτό τό ἁπλό γράμμα, πού ἐξαιτίας του ἡ μικρή μου καρδιά ἔνιωσε τόσο προσβεβλημένη, ἦταν τό ἀγαπημένο τοῦ παπποῦ, ὁ ὁποῖος -εἶμαι σίγουρος γι᾽ αὐτό- ἀπολαμβάνει πιά τό μεγάλο Π, τήν ποθεινή πατρίδα…
Κ. Ἄτρας
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 210-211