«Οἱ πράξεις τῶν ἁγίων ἀποτελοῦν τή δυνατότερη μαρτυρία πρός ἔπαινό τους καί πρός ὠφέλεια αὐτῶν πού ἐπιδιώκουν τήν ἀρετή». Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μοῦ ἔρχεται στή σκέψη, καθώς ἀναπολῶ τή μορφή τοῦ μακαριστοῦ ἐπισκόπου Σιδηροκάστρου κυροῦ Ἰωάννη (= 8 Ὀκτωβρίου 2001). Δέν σκοπεύω, βέβαια, νά ἐγκωμιάσω τήν πατερική φυσιογνωμία τοῦ ἐκλιπόντος, διότι καί ὁ ἴδιος ἐκ φύσεως ἀποστρεφόταν τόν ἔπαινο.
Θά ἦταν ὅμως, νομίζω, σκόπιμο γιά τή δική μας ὠφέλεια νά στρέψουμε τήν προσοχή στή μυστική ἐκείνη δύναμη πού ἐνέπνεε τόν τίμιο ἱεράρχη ἀπό τήν πρώτη του νεότητα μέχρι τά βαθιά γηρατειά. Νά ψηλαφίσουμε τό μυστικό τῆς ἀξιοθαύμαστης δραστηριότητας, τοῦ νεανικοῦ ζήλου καί τῆς ἀκαταπόνητης δημιουργικότητας, πού τροφοδότησε τίς ὑψηλές πτήσεις καί τίς ἀξιοζήλευτες κατακτήσεις τῆς διακονίας του. Εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνει μεγάλα καί ὑψηλά, ὅταν βρεῖ μιά ψυχή πού θερμά καί ἀπέραντα ἀγαπᾶ τόν Κύριο, ὁλόψυχα καί ἄδολα ἀφιερώνεται στή δούλεψή του.
Ἡ ζωή, ἡ ἐξέλιξη καί ἡ ὅλη διακονία τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχη φέρει ἔκδηλη τή σφραγίδα τῆς θείας χάριτος. Ἡ δική του μερίδα εἶναι ὅτι ἀποδείχθηκε συνεργάσιμος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί κράτησε μέχρι τέλους ἐκείνη τή λεβέντικη ἁπλότητα, πού πήγαζε ἀπό τή συναίσθηση ὅτι δέν ἔχει τίποτε δικό του, ἀπό τή συνείδηση ὅτι εἶναι ἕνα ἄσημο σκεῦος τῆς χάριτος, ἕνας ταπεινός δουλευτής τοῦ Κυρίου του.
Ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Ἰωάννης Παπάλης εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς στόν Ἀμπελώνα Λαρίσης τό 1914. Οἱ δύσκολες συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες ζοῦσε ἡ ἀγροτική οἰκογένειά του τόν ἀνάγκασαν ἀπό μικρός νά ριχθεῖ στή βιοπάλη. Μόλις ἀποφοίτησε ἀπό τό Δημοτικό ἔκανε τή δύσκολη δουλειά τοῦ βοσκοῦ. Μά ἐκεῖνες οἱ δυσκολίες τόν σκληραγώγησαν, τοῦ νεύρωσαν τήν ψυχή καί τοῦ ἀτσάλωσαν τή θέληση. Ἦταν τά πρῶτα ἐφόδια μέ τά ὁποῖα τόν ἐξόπλιζε καί τόν προετοίμαζε ἀπό τότε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὡστόσο, ἡ πίστη καί ἡ βαθιά ριζωμένη εὐσέβειά του ἦταν φανερά στήν καθάρια κι ἁγνή ζωή του, στόν τακτικό ἐκκλησιασμό, στόν πόθο του γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ, στή φλόγα τῆς ἱεραποστολῆς, πού πύρωνε τήν καρδιά του. Μέ συγκίνηση μοῦ διηγοῦνταν πρίν χρόνια ὁ ἀείμνηστος παπα-Εὐθύμιος, ἐφημέριος σέ χωριό τῆς Πίνδου, πώς τήν πρώτη γνωριμία του μέ τήν ἁγία Γραφή καί τήν Ἐκκλησία τή χρωστοῦσε σέ κάποιον βοσκό Ἰωάννη Παπάλη. «Ἐκεῖνος», ἔλεγε, «μοῦ ἔβαλε στά χέρια τοῦτο τό ἅγιο βιβλίο καί μοῦ μίλησε γιά τόν Χριστό μας μέ λόγια πύρινα».
Αὐτό πού πρόσφερε στόν παπα-Εὐθύμιο ὁ τότε βοσκός Ἰωάννης τό ἐπανέλαβε καί σέ πολλές ἄλλες ψυχές πού πλησίασε κατά τή μακροχρόνια ζωή του, ὡς πνευματικός πλέον ποιμένας. Διότι, καθώς ἐκεῖνος ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ πατέρα του, ὁ οὐράνιος Πατέρας κατέστρωνε τό σχέδιο γιά νά τόν μεταθέσει σέ ὑψηλότερη ἀποστολή, νά τοῦ ἀναθέσει τή διαποίμανση λογικῶν προβάτων. Ἡ γνωριμία του μέ ἱεραποστολικά πρόσωπα τῆς ἀδελφότητας «ΖΩΗ» τοῦ ἔδωσε τή δυνατότητα νά ἐκπληρώσει τόν πόθο του γιά μάθηση, νά σπουδάσει τή Θεολογία καί νά μπεῖ στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Ἡ εὐγενής καί εὐθεία καρδιά του δέν λησμόνησε ἐκείνη τήν εὐεργεσία ποτέ.
Μιλοῦσε πάντοτε μέ ἐκτίμηση καί θαυμασμό γιά τό ἔργο τῶν χριστιανικῶν ἀδελφοτήτων. Ὡς ἱεράρχης συνεργαζόταν μαζί τους καί ἀξιοποιοῦσε τό ἔργο τους. Κι ὅταν χρειάσθηκε, ἔδωσε μία περισπούδαστη ἀπάντηση σέ κάποιους πού συκοφαντοῦσαν αὐτό τό ἔργο (βλ. περ. ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ, ἀρ. φ. 507, Μάρτιος 1988).
Μέ εὐγνωμοσύνη μνημονεύει καί ἡ δική μας ἀδελφότητα τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία ὁ ἀείμνηστος περιέβαλλε τό ἔργο τῶν κατασκηνώσεων τῆς «Χριστιανικῆς Ἐλπίδας», πού λειτουργοῦν στήν περιφέρειά του ἐδῶ καί μία δεκαετία περίπου.
Τήν ἱερατική του διακονία τήν ἄρχισε ὡς ἀρχιμανδρίτης - ἱεροκήρυκας τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Σάμου καί Ἰκαρίας, ὅπου εὐδόκιμα διακόνησε ἐπί μία 17ετία (1951-1967). Ἐκεῖ, στήν ἐσχατιά τοῦ Αἰγαίου, ὀνειρευόταν νά ὁλοκληρώσει τήν ὑψηλή ἀποστολή του ὁ σεμνός λευΐτης, διακονώντας ὁλόψυχα καί ταπεινά τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ.
Μά ἄλλο σχέδιο εἶχε γι᾿ αὐτόν ἡ θεία χάρη, πού στίς 7 Ἰουνίου τοῦ 1967 τόν ἀνέδειξε καί τόν τοποθέτησε στό θρόνο τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου. Ἐνδεικτικό τοῦ φρονήματός του εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὄχι μόνο δέν ἐπιδίωξε ἐκείνη τήν ἀνάδειξη, ἀλλά κι ὅταν ἔγινε, τήν πληροφορήθηκε ἀπό μαθητές καί γνωστούς του, ἐνῶ ἦταν ἀφοσιωμένος στή διακονία του. Καί τόσο ἀνίδεος ἦταν, ὥστε δισπιστοῦσε.
Σ᾿ αὐτή τή θέση, ὅπου ἐπί τρεῖς καί πλέον δεκαετίες ἐργάσθηκε ὁ ἀκαταπόνητος ποιμένας, διέλαμψε τό διοικητικό του χάρισμα· βρῆκε διέξοδο ἡ ἀνεξάντλητη δημιουργικότητά του, ποικίλους τρόπους ἔκφρασης ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του γιά τόν Θεό καί τό λαό πού ἐκεῖνος τοῦ ἐμπιστεύθηκε. Μέ συγκίνηση θυμοῦνται οἱ πιστοί τῆς περιοχῆς πώς κατ᾿ ἐπανάληψη περιόδευε τίς πόλεις καί τά χωριά, τά σχολεῖα, τά στρατόπεδα καί τά πλέον ἀκριτικά φυλάκια, γιά νά βλέπει καί νά ἐκτιμᾶ ἀπό κοντά τίς ἀνάγκες, ὥστε νά δρᾶ κατάλληλα ὡς γενναῖος καί ἔμπειρος ἐπιτελάρχης τοῦ Χριστοῦ. Ἀξιοποιώντας ὅλες τίς μάχιμες δυνάμεις τῆς περιφερείας του, ἀνάστησε ψυχές μέ τό λόγο τῆς χάριτος, τίς στήριξε στήν πίστη, τίς ποδηγέτησε στήν κατά Χριστόν ζωή, τίς παρηγόρησε. Ἰδιαίτερη ἡ μέριμνά του γιά τόν καταρτισμό στελεχῶν, γιά τήν καλλιέργεια ὅλου τοῦ ποιμνίου. Εἶχα τήν εὐλογία νά συμμετέχω σέ ἱερατικά συνέδρια, πού τακτικά διοργάνωνε, ἀλλά καί στό συστηματικό κηρυκτικό ἔργο· κατά καιρούς κήρυττα στίς πολυπληθεῖς ἑσπερινές συνάξεις τῆς Κυριακῆς στό Σιδηρόκαστρο.
Λιτός καί αὐστηρά ἀσκητικός στήν προσωπική του ζωή, μέχρι τά τελευταῖα του, ὅταν τά γηρατειά καί ἡ ἀσθένεια καταπονοῦσαν τό κακουχημένο σαρκίο του, γνώριζε νά σκύβει μέ στοργή καί ν᾿ ἀντιμετωπίζει μέ πατρική τρυφερότητα τά θέματα τοῦ ποιμνίου του. Μία ἁλυσίδα εὐαγῶν ἱδρυμάτων (γηροκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, μαθητικά οἰκοτροφεῖα, κατασκηνώσεις), μαζί μέ τίς τρεῖς ἱερές μονές πού ἄφησε στή μητροπολιτική του περιφέρεια εἶναι τά εὔγλωττα μνημεῖα τῆς ποιμαντικῆς του μέριμνας, ἡ ὁποία τόν τόν θρόνιασε μέσα στίς ψυχές «εἰς τόπον Χριστοῦ». Πόσο ὑψώνει κι ἀνεβάζει ἡ θεία χάρη αὐτούς πού τήν ἐμπιστεύονται κι ἀνυστερόβουλα παραδίδονται στήν ἐξουσία της!
Μπροστά στό θρόνο τῆς θείας χάριτος τώρα ὁ μακαριστός ἱεράρχης δέεται, πιστεύουμε, γιά τίς ψυχές πού ἀγάπησε, γιά τή συνέχεια τοῦ ἔργου πού πίσω του ἄφησε, γιά τό φωτισμό καί τήν ἐνίσχυση τῆς θείας χάριτος στόν διάδοχό του σεβασμιώτατο Μακάριο.
Ἄς ἀναπαύει ὁ Κύριος τή θεοφιλῆ ψυχή του. Ἰωάννου τοῦ ἐπισκόπου καί ἱεράρχου ἡμῶν γενομένου αἰωνία ἡ μνήμη!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 14-15