«Ἑλλάς, τό μεγαλεῖο σου βασίλεμα δέν ἔχει.
Καί δίχως γνέφια τούς καιρούς ἡ δόξα σου διατρέχει.
Ὅσες φορές ὁ ἥλιος σου νά σέ φωτίσει ἐρθῆ,
θέ νά σ᾽ εὑρῆ, πεντάμορφη, στεφανωμένη, ὀρθή».
Ὁ κερκυραῖος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης (1860- 1912) δέν χορταίνει νά ὑμνεῖ στά σονέτα του τήν ἀγαπημένη του μητέρα-Ἑλλάδα. Ἄλλοτε περιγράφει πρωτότυπα τίς φυσικές ὀμορφιές της, ἄλλοτε ἐκφράζει τή νοσταλγία του γιά τά πατρικά χώματα κι ἄλλοτε ἀναπτερώνει τό ἐθνικό φρόνημα, ἐπαινώντας τούς ἥρωες πού ἔπεσαν στά πεδία τῶν μαχῶν.
Τό θαυμαστό εἶναι πώς κι ὅταν βρίσκεται δεκατέσσερα χρόνια στά πανεπιστήμια Μονάχου καί Φράιμπουργκ τῆς Γερμανίας, σπουδάζοντας κλασική φιλολογία, ἀρχαιολογία, φιλοσοφία καί σανσκριτικά, δέν ξεθωριάζει ἡ ἀγάπη του γιά τήν πατρίδα. Ἀπό τήν ξενιτειά γράφει τό σονέτο «Πατρίδα» καί τό ἀφιερώνει στό φίλτατο νησί του, τήν Κέρκυρα:
«... Κάθε μοσκοβολιά καί κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στά φυλλοκάρδια μου κ’ ἐλπίδανά σοῦ ξαναφιλήσω τ’ ἅγιο χῶμα,
νά ξαναϊδῶ καί τό δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκιά πατρίδα!».
Μετά τήν ἀνακήρυξή του ὡς διδάκτορα τῆς φιλοσοφίας, ἔρχεται ἡ γλυκειά μέρα τῆς ἐπιστροφῆς στά πατρογονικά χώματα. Εἶναι χαρούμενος, γιατί θά ἐκπληρώσει τό χρέος του πρός τή λατρευτή του πατρίδα, θά ὑπηρετήσει τή στρατιωτική του θητεία. Παρόλο πού ἐπικρατοῦσε ἡ τακτική στρατιῶτες ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν νά ἀπαλλάσσονται ἀπό ἀγγαρεῖες καί νά κοιμοῦνται τά βράδια στά σπίτια τους, ὁ Μαβίλης δέν ἐκμεταλλεύεται τέτοια προνόμια. Ὑποβάλλει τόν ἑαυτό του σέ σκληρές κακουχίες καί κοιμᾶται, ὅπως καί τόσοι ἄλλοι στρατιῶτες, στή μονάδα του.
1896. Ποιός νά τοῦ τό ’λεγε πώς θά συνεργαζόταν μέ τόν σταυραετό τῆς Μακεδονίας, τόν Παῦλο Μελᾶ, στήν «Ἐθνική Ἑταιρεία» γιά μιά ἐλεύθερη ἑλληνική μακεδονική γῆ! Τήν ἴδια χρονιά, ὅταν ξεσπᾶ ἡ Ἐπανάσταση τῆς Κρήτης, τόν βρίσκουμε μαζί μέ ἄλλους ἐθελοντές νά πολεμᾶ στά κρητικά βουνά. Ἀνάβει τότε πιότερο ἡ φλόγα του γιά τήν Ἐθνική Ἰδέα κι εἶναι πρόθυμος νά θυσιάσει τά πάντα. Ἔτσι, στόν ἑλληνοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1897, δέν λυπᾶται τήν περιουσία του. Ξοδεύει τά χρήματά του, ὀργανώνοντας σῶμα ἀπό 70 Κερκυραίους ἐθελοντές καί ἀναχωρεῖ γιά τήν Ἤπειρο. Τούς ὁπλίζει καί τούς συντηρεῖ ὁ ἴδιος. Στ᾽ ἀλήθεια, τί γενναιοδωρία μεγαλειώδης! Τά συναισθήματά του ξεχύνει σ᾽ ἕνα γράμμα του πρός τήν ἀδελφή του:
«Ἄρτα, 4 Ἀπριλίου 1897.
Σέ χαιρετάω γιά μιά ἀκόμα φορά, πρίν προχωρήσω ἐκεῖ ὅπου δέν θά μοὖναι δυνατόν νά σοῦ γράψω ἀπάνω σέ τοῦτα τά βουνά... Ξέρω πώς ἄν μέ χάσῃς, χάνεις τό πᾶν... Καί ἡ καρδιά μου σπαράζει στή σκέψη πού δέν μπόρεσα νά σοῦ κάμω οὔτε ἕνα ἐλάχιστο ἀπό τά τόσα καλά πού μοὔκαμες ἐσύ. Ποιός ξέρει; Ἴσως μπορέσουμε ἀκόμα νά ζήσουμε μαζί, εὐτυχισμένοι σέ μιά πατρίδα εὐτυχισμένη, τιμημένοι σέ μιά τιμημένη πατρίδα».
Στή σφοδρή μάχη στά Πέντε Πηγάδια πολεμᾶ γενναῖα. Τραυματίζεται στό χέρι καί στόν βραχίονα. Εὐτυχῶς, ὁ κίνδυνος ξεπεράστηκε. Ἀκολουθεῖ ἡ πιό εὐτυχισμένη περίοδος τῆς ζωῆς του. Ἐκλέγεται βουλευτής τῆς Κέρκυρας καί ποθεῖ κι ἀπό κεῖνο τό μετερίζι νά βοηθήσει τήν πολύπαθη πατρίδα. Καταπληκτική εἶναι ἡ ὁμιλία του μέσα στή Βουλή γιά τή δημοτική γλῶσσα. Κι ἐπειδή κάποιος βουλευτής προηγουμένως εἶχε χαρακτηρίσει τή δημοτική χυδαία, ὁ Μαβίλης εἶπε τότε στόν λόγο του τή μνημειώδη φράση: «Δέν ὑπάρχουν χυδαῖαι γλῶσσαι, χυδαῖοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν».
Στόν Α΄ Βαλκανικό πόλεμο τοῦ 1912 δέν ἔχει πιά τήν οἰκονομική ἄνεση νά συντηρεῖ δικό του σῶμα ἐθελοντῶν. Ἡ καρδιά του ὅμως διψᾶ γιά λευτεριά, γιά ἀποτίναξη τοῦ μακραίωνου τουρκικοῦ ζυγοῦ. Κατατάσσεται ὡς ἐθελοντής μέ τόν βαθμό τοῦ λοχαγοῦ στό σῶμα τῶν Γαριβαλδινῶν, κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ φιλέλληνα Ἰταλοῦ Γαριβάλδη. Τί κι ἄν εἶναι 52 ἐτῶν καί οἱ στρατιῶτες τοῦ λόχου του πολύ νεώτεροί του; Διασχίζει μαζί τους πεζός τή Μακεδονία, τή Θεσσαλία, τήν Ἤπειρο. Στόχος τους νά κονταροχτυπηθοῦν μέ τόν ἐχθρό καί νά πατήσουν τή χιονισμένη κορφή τοῦ Δρίσκου. Ἔτσι θά ἀνοιγόταν ὁ δρόμος γιά τά Γιάννενα. Πρός μεγάλη τους ἔκπληξη βρίσκουν στόν Μπαλντούμα, παραπόταμο τοῦ Ἄραχθου, τή γέφυρα συντρίμμια. Δίχως ἀναβολή πέφτουν στά παγωμένα νερά του πού τούς ἔφταναν μέχρι τό στῆθος. Ὁ Μαβίλης δέν δέχεται νά περάσει τό ποτάμι ἔφιππος, ὅπως ἔκαναν οἱ περισσότεροι ἀξιωματικοί.
25-26 Νοεμβρίου 1912. Σκληρές οἱ μάχες μέ τόν ἀντίπαλο. Κεῖ πάνω στά χιονισμένα βουνά γράφονται σελίδες ἡρωισμοῦ καί αὐτοθυσίας. Κι ὕστερα ἀπό πεντάωρη μάχη ὁ Δρίσκος εἶναι δικός τους, ὁλότελα ἑλληνικός! Σκιρτᾶ ἀπό χαρά ὁ ποιητής. Σάν κοπάσει ὁ πόλεμος καί βασιλεύσει ἡ εἰρήνη, πόσα σονέτα δέν θά γράψει γιά τοῦτες τίς ἑλληνικές ἐποποιΐες πού ὁ ἴδιος συμμετέχει!
28 Νοεμβρίου 1912. Οἱ Τοῦρκοι ἐπιστρέφουν δυναμικότεροι. Κανόνια καί μυδράλλια χτυποῦν ἀσταμάτητα τούς Γαριβαλδινούς. Μές στή νύχτα γίνεται πολεμικό συμβούλιο. Ἀποφασίζεται ἡ ἀποχώρηση. Ὁ Μαβίλης διαφωνεῖ. Χαράματα τῆς 29ης Νοεμβρίου. Πέφτουν οἱ ἐχθρικές ὀβίδες σάν βροχή κι αὐτός μέ τόν λόχο του ἀντιστέκεται ὁλόρθος. Καί τότε μιά σφαίρα τοῦ τρυπᾶ καί τά δυό του μάγουλα. Αἱμόφυρτος προχωρεῖ ὥς τό κοντινό παρεκκλήσι πού ἔχει μετατραπεῖ σέ πρόχειρο χειρουργεῖο. Ἀλλά ὁ νοῦς του κι ἡ καρδιά του ἔχουν μείνει στόν μαχόμενο λόχο του. Καθώς λοιπόν κατευθύνεται στό ὀρεινό χειρουργεῖο, σταματᾶ γιά πολύ λίγο νά κοιτάξει τούς ἀνδρείους στρατιῶτες του. Μιά δεύτερη σφαίρα φυτεύεται στόν λάρυγγά του. Ἄφθονα ρέει τό αἷμα του, βάφοντας τά ὑψώματα τοῦ Δρίσκου. Γίνεται τό λίπασμα, γιά νά βλαστήσει σέ λίγο τό δέντρο τῆς λευτεριᾶς σ’ ὅλη τήν ἠπειρωτική γῆ.
Μές στήν ἀντάρα τῆς φονικῆς μάχης ἀκούγονται τά ὕστατα λόγια του:
«Ὅλες τίς δόξες τίς περίμενα. Ὄχι ὅμως καί τή δόξα νά πεθάνω γιά τήν πατρίδα».
Ὁ κερκυραῖος ποιητής συγκαταλέγεται πλέον στό πάνθεο τῶν ἡρώων.
Ἑλληνίς
"Ἀπολύτρωσις", Νοέμβρ. 2015