Κατάθεση μιᾶς ψυχῆς

pena c Χριστούγεννα 2015. Παραμονή τοῦ ἁγίου Νικολάου, καί ὅπως κάθε χρό­νο ἔ­τσι καί τώρα στολίζω τό σπίτι. Δέντρα, μπάλες, γιρλάντες, φωτοσωλῆνες καί ἀμέτρητα λα­μπάκια. Ἔχει νυχτώσει κι ἐγώ στά μπαλκόνια συνεχίζω τό στόλισμα. Παγώνουν τά δάχτυλά μου, ἀλλά οὔτε πού περνάει ἀπ᾽ τό μυαλό μου νά σταματήσω. Τό βλέμμα μου ὅμως σκοντάφτει στά σπίτια τοῦ χωριοῦ• σκοτεινά, βουβά, παραπονεμένα. Μόνο κανα-δυό ἔχουν κάτι νά φωτίζει, ἀλλά καί αὐτά πολύ δειλά, σάν νά ντρέπονται γιά τή χαρά τους ἤ γιατί ξεχωρίζουν ἀπό τά ὑπόλοιπα.

 Μιά γλυκειά μελαγχολία μ᾽ ἔχει σκεπάσει. Τί κρίμα, ἡ ἄγνοιά μας -κυρίως αὐτή- δέν μᾶς ἀφήνει νά ζήσουμε αὐτό τό θαυμαστό γεγονός. Γιατί δέν ξέρουμε τί γιορτάζουμε. Μᾶς μάθανε ὅτι γιορτάζω σημαίνει πλούσια δῶρα, τραπέζια, βιτρίνες, ἐξόδους. «Χωρίς αὐτά δέν γιορτάζω, ὁπότε ποιός ὁ λόγος νά στολίσω, ποιός ὁ λόγος νά χαρῶ φέτος», μᾶς φωνάζουν τά περισσότερα σπίτια. Μά εἶναι Χριστούγεννα...
 Τί κρίμα, ἀφήσαμε νά κλέψουν τή χαρά μας! Τά μάτια τῆς ψυχῆς εἶ­ναι κλειστά, μά ὁ Χριστός φωνάζει: «Ἐγώ ἦρθα στή γῆ γιά σένα, γιά σᾶς. Ἐγώ ἀπό Θεός ἔγινα ἄνθρωπος, ὑπέφερα, ταπεινώθηκα, σταυρώθηκα γιά σένα, γιά σᾶς. Καί σεῖς πῶς μπορεῖτε νά εἶστε λυπημένοι; Πῶς μπορεῖτε νά σιωπᾶτε σ᾽ αὐτό τό γεγονός καί τά λαμπάκια τῆς ψυχῆς σας νά τά ἔχετε καταχωνιασμένα; Πῶς μπορεῖτε νά μή γιορτάζετε;».
 Ἔχω τελειώσει τό στόλισμα καί ὁμολογῶ ὅτι ἡ σκοτεινιά τοῦ χωριοῦ μ᾽ ἐπηρέασε. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ὅ­μως γιά λίγο κοντοστέκομαι... νά τά βάλω στήν πρίζα, νά φωταγωγήσω ὅλο τό σπί­τι... Μά καί ἄν κάποιοι μοῦ ποῦν: «Ἔ, βέβαια τί ἀνάγκη ἔχεις ἐσύ;». «Γιατί νά μή στολίσεις;». Μιά μικρή ἐνοχή μέσα μου...
 Μά τί χαζές σκέψεις! Ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ γιά ὅλους μας, δέν ἔκανε ἐπιλογή ὁ Θεάνθρωπος. Δέν μίλησε σέ λίγους ἀφήνοντας στά σκοτάδια τῆς πλάνης τούς πολλούς. Δέν ἀγκάλιασε μόνο τούς ἁγίους. Τήν ἀγάπη του τήν ἅπλωσε παντοῦ, σάν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου.
 Ἔχω περάσει διάφορα Χριστούγεννα, πού ἀνάλογα μέ τήν ποσότητα τῶν ὑλι­κῶν ἀγαθῶν τά κατέτασσα σέ καλά ἤ σέ ἄσχημα. Χριστούγεννα ὅμως μέ Χριστό εἶναι ἡ πρώτη φορά πού θά κάνω. Γιορτάζω δέν σημαίνει θυμοῦμαι ἤ τιμῶ πανηγυρικά κάποιο γεγονός. Γιορτάζω σημαίνει ξαναζῶ αὐτό ἀ­κριβῶς πού ἔζησαν τότε.
 Μιά κυρία μοῦ εἶπε: Ἐμένα μ᾽ ἀρέσει τό Πάσχα, ὄχι τά Χριστούγεννα. Μά πῶς θά ἐρχόταν ἀνάσταση, ἄν δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ γέννηση... Τελικά τό νά λυπηθεῖς εἶναι πιό εὔκολο ἀπό τό νά χαρεῖς... Ὁ Χριστός ὅμως μᾶς θέλει χαρούμενους καί χαρά χω­ρίς Χριστό δέν ὑπῆρξε καί δέν θά ὑ­πάρξει ποτέ.
Καλά Χριστούγεννα!

Ἕνα μέλος τῶν Κύκλων μελέτης ἁγ. Γραφῆς