Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί τό κοινωνικό πρόβλημα

 ierarxes p cΤό αἴτημα τῆς δικαιοσύνης εἶναι διαχρονικό καί πανανθρώπινο. Πο­τέ ὅμως μέχρι σήμερα δέν κατέστη δυνατόν νά ἐπικρατήσει δικαιοσύνη στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Κατά καιρούς βίαιες καί αἱματηρές ἐπαναστάσεις ξέσπασαν μέ αἴτημα τήν ἀνατροπή τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας. Μάταιες οἱ θυσίες! Οἱ κοινωνίες ἁπλῶς ἄλλαξαν δυνάστες.

  Ἀκόμη καί οἱ «χρι­στιανικές» κοινωνίες ἐκδηλώνουν ἔντονα τά σημάδια παρακμῆς καί βαθειᾶς σήψης.
 Ὑπῆρξε ἱστορικό λάθος νά ὀνομασθοῦν οἱ κοινωνίες, στίς ὁποῖες ἐπικράτησε ἡ πίστη στόν Χριστό, χριστιανικές. Ἡ ὁμολογία πίστεως καί ἡ Βάπτιση δέν ἀρκοῦν. Ἡ Ἐκκλησία διασώζει τήν ἀλήθεια, ἀλλά αὐτή σήμερα ἀγνο­εῖται ἀπό τούς πλείστους βαπτισμένους χριστιανούς καί μή.
  Πρώτη προϋπόθεση γιά τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια τοῦ τρόμου, ὅ­πως περιπαικτικά ἀρ­κετοί ἐχθροί τῆς Ἐκ­κλησίας ἑρμηνεύουν. Φόβος Θεοῦ ση­μαίνει σεβασμός τοῦ θελήματός του καί διαρκής προσπάθεια, ὥστε αὐτό νά πρα­γματώνεται στήν προσωπική ζωή τοῦ πιστοῦ. Ὅσοι ἀντιστρατεύ­ονται τό θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔ­χει ἀποκαλυφθεῖ διά τοῦ Εὐαγγελίου του, ὁμιλοῦν καί γράφουν γιά φυσικό δίκαιο, γιά πανανθρώπινα ἰδανικά καί ἄλλα αἴολα καί με­τέω­ρα. «Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται», ἔ­γραψε ὁ πιστός Ντοστογιέφσκυ. Καί τόν δικαιώνει ὁ ὑλιστής Καμύ, πού συμπλήρωσε: «Νοεῖται δικαιοσύνη χωρίς Θεό;». Νά ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὅλες οἱ ὥς τώ­ρα κοινωνικές ἐπαναστάσεις ἀπέτυχαν κατά τρόπο τραγικό. Βέβαια, τίθεται καί τό ἐ­ρώτημα: Μήπως δέν ἀπέτυχε καί ὁ χριστιανισμός;
  Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἀποτελοῦν φωτει­νά παραδείγματα λόγῳ καί ἔργῳ ἀγωνιστῶν ὑπέρ τῆς δικαιοσύνης. Μέ θαυμαστή ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔκαναν πράξη τήν εὐαγγελική διδασκαλία. Ἦσαν πλού­σιοι στή νιότη τους καί θά μποροῦ­σαν νά ἐπαυξήσουν τήν περιουσία τους. Ὄχι μόνο δέν παρέμειναν πλούσιοι, ἀλ­λά ἐξέπεσαν στήν ἔσχατη φτώ­χεια, παραιτηθέντες ἀπό τό δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας. Γιατί παραιτήθηκαν; Ἐ­πει­δή ἔ­τρεμαν τόν Θεό; Προφανῶς ὄχι. Τόν Θεό τόν ἀγαποῦσαν καί «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α´ Ἰω 4,18). Γι’ αὐ­τό καί δέν φοβοῦνταν τούς κοσμικούς ἄρ­­­χοντες. Ἀ­πειλήθηκαν, διώχθηκαν ἤ ἐ­ξο­ρίστηκαν. Παρέμειναν ἄκαμπτοι. Ὅ­λος τους ὁ βίος μία διαρκής στηλίτευση τῆς ἀπληστίας τῶν πλουσίων καί προάσπιση τῶν φτω­χῶν καί καταφρονεμένων. Πα­ραθέτου­με χαρακτηριστικά ἀποσπάσμα­τα ἀπό ὁμιλίες τους:
  «Ὥς πότε θά ’ναι παντοδύναμο τό χρυσάφι, τῶν ψυ­χῶν ἡ ἀγχόνη, τῆς ἁμαρτίας τό δόλωμα; Ὥς πότε θά κυβερνάει ὁ πλοῦτος, ἡ αἰτία τοῦ πολέμου, γιά τόν ὁ­ποῖο κατασκευάζονται ὅπλα, γιά τόν ὁ­ποῖο ἀκονίζονται ξίφη; Ἐξαιτίας τοῦ πλούτου συγγενεῖς λησμονοῦν τούς φυ­σι­κούς δεσμούς τῆς συγγένειας, ἀκόμη καί ἀδελφοί ἀλληλοϋποβλέπονται μέ φονικές διαθέσεις. Χάριν τοῦ πλούτου οἱ ἐρημιές τρέφουν τούς ληστές, ἡ θάλασσα τούς πειρατές καί οἱ πόλεις τούς συκοφάντες. Ποιός εἶναι ὁ πατέρας τῆς ψευτιᾶς; Ποιός ὁ δημιουργός τῆς πλαστογραφίας; Ποιός ὁ γεννήτορας τῆς ἐπιορκίας; Δέν εἶναι ὁ πλοῦτος, δέν εἶναι ἡ ἀ­γωνιώδης μέριμνα γιά τήν ἀπόκτησή του;... Ἄν θέλεις νά εἶσαι τέλειος, πούλησε τά ὑπάρχοντά σου καί μοίρασε τά χρήματα στούς φτωχούς» (Μ. Βασιλείου, Πρὸς πλουτοῦντας).
  «Ὅταν οἱ κάτοχοι (τῶν ὑλικῶν ἀγα­θῶν) πλεονεκτοῦν καί ἁρπάζουν, θά τούς ἀποκαλέσουμε ἀγαθούς;... Εἶναι ὀλέθριο τό πάθος τῆς πλουτομανίας καί δέν εἶναι μέ κανένα τρόπο δυνατό νά πλουτεῖ κάποιος χωρίς νά ἀδικεῖ... Τί, λοιπόν, θά ἀν­τείπει κάποιος, μέ ἄδικα μέ­σα θά πλου­τίσει ἄν κληρονομήσει τόν πλοῦτο τοῦ πατέρα του; Τά προϊόντα τῆς ἀδικίας κληρονόμησε. Διότι δέν ἦταν βέβαια πλούσιος ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀδάμ ὁ πρόγονός του» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁ πλοῦ­τος καρπὸς πλεονεξίας καὶ ἁρπαγῆς).
  Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, τούς ὁποίους σήμερα προκλητικά περιφρονοῦμε στόν χῶ­ρο τῆς ὑποβαθμισμένης κάκιστης ἐκ­παίδευσής μας, δέν μᾶς προκαλοῦν μό­νο λό­γῳ τοῦ εὔρους τῶν γνώσεών τους. Μᾶς προκαλοῦν λόγῳ τῆς ὑπέρβασης ὅλων ἐκείνων πού θεωροῦμε σημαντικά -πλοῦ­το, τιμές, ἀξιώματα, ἡδονές- καί παθιαζό­μαστε γιά τήν ἀπόκτησή τους. Αὐ­τοί καί ὅλο τό νέφος τῶν ἁγίων τῆς Ἐκ­κλη­σίας μαρτυροῦν κατά τρόπο ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ Χριστός δέν εὐαγγελί­στηκε οὐτοπία. Ἐμεῖς εἴμαστε τιποτένιοι. Καί ὅσο εἴ­μαστε τιποτένιοι, τόσο θά αἰσθανόμαστε τήν ὀδύνη νά ἐπιβιώνουμε σέ κοινωνία ἀπό τήν ὁποία ἔχουν φυγαδευτεῖ τά ὁράματα καί τά ἰδανικά. Αὐτά εἶναι οἱ οὐτοπίες, μέ τίς ὁποῖες δημαγωγοί ἤ φαντασι- όπληκτοι πλημμύρισαν τίς μεταχριστιανικές κοινωνίες, πού ἔχουν πραγματοποιήσει τή μεταφυσική ἐξέγερση. Οἱ λαοί πού ἀρνοῦνται νά ὑποταγοῦν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ θά κυβερνοῦνται ἀπό τυράννους καί θά καυχῶνται γιά τήν ἐλευθερία τους, δοῦλοι ὄντες σέ πάθη ἀτιμίας.

Ἀπ. Παπαδημητρίου

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 10-11