Ταξίδι στήν Ἱστορία

taxidi Ἐπιθύμησα, παραμονές τῆς 25ης Μαρτίου, νά ταξιδέψω γιά λίγο στά 1821 καί νά δῶ καί νά ἀκούσω τά ψυχωμένα παλληκάρια τοῦ ἔθνους μας. Ἐ­λᾶτε, λοιπόν, νά μποῦμε γιά λίγο στή μηχανή τοῦ χρόνου καί νά γυρίσουμε πίσω, ἀφήνοντας τήν καρδιά μας νά χτυ­πᾶ στό ρυθμό τῆς δικῆς τους ἀν­δρεί­ας καρδιᾶς, στό δικό τους μεγαλεῖ­ο.

 Μαζί μέ τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη ἄς μελετήσουμε τήν προκήρυξη πού ξεσήκωσε καί φλόγισε μία γενιά φλογε­ρή, τόν μεγαλειώδη Ἱερό του Λόχο: «Μά­­χου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος…Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀ­φό­ρη­τον ζυγόν, νά ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρί­δα, νά κρημνίσωμεν ἀπό τά νέφη τήν ἡμισέληνον, διά νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον, δι’ οὗ πάντοτε νι­κῶ­μεν, λέγω τόν Σταυρόν…».
 Ὁ Μακρυγιάννης, πού ἔμαθε γράμμα­τα σέ μεγάλη ἡλικία, μᾶς τά ἔγραψε τόσο ὑπέροχα! Ἄς τόν ἀκούσουμε: «Ὅ­ταν σηκώσαμεν τήν σημαίαν ἐναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτι εἶναι πολλοί αὐ­τεῖνοι καί μαχητικοί κι’ ἔχουν καί κανόνια κι’ ὅλα τά μέσα. Ἐμεῖς σέ οὕλα εἴ­μαστε ἀδύνατοι. Ὅμως ὁ Θεός φυλάγει καί τούς ἀδύνατους, κι’ ἄν πεθάνωμεν πεθαίνομεν διά τήν Πατρίδα μας, διά τήν Θρησκείαν μας καί πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμε ἐναντίον τῆς τυραγνίας κι ὁ Θεός βοηθός… Χωρίς ἀρετή καί πό­νο εἰς τήν πατρίδα καί πίστη εἰς τήν θρησκεία τους ἔθνη δέν ὑπάρχουν».
 Ἄς γονατίσουμε σιμά στόν Ἀθανάσιο Διάκο τή στιγμή πού ἀπαντᾶ στόν Ὀ­μέρ Βρυώνη « Ἐγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ νά πεθάνω» καί ἄς ἀναλογιστοῦμε τή θυσία του γιά τήν πατρίδα· ἕνα σφαχτάρι ἅγιο καί θύμα ἱερό στόν βωμό τῆς πατρίδας…
 Ἄς ἀκουμπήσουμε εὐλαβικά λουλούδια στόν τόπο πού ἔπεσε παλληκαρίσια ὁ Παπαφλέσσας, στό ἡρωικό Μανιάκι, κι ἄς ἀγναντέψουμε ἀπό ἐκεῖ τόν Ἰμ­πρα­ήμ νά σκύβει καί νά φιλᾶ στό μέτωπο τόν ἥρωα γεμάτος θαυμασμό...
 Ἦταν ἡ φλογερή καρδιά τοῦ Κανάρη πού ξεσήκωνε τά παλληκάρια καί ἡ ἀ­γά­πη στήν πατρίδα καί στόν Θεό, πού ὅ­πλιζε τό ἡρωικό του χέρι… «Μία δύ­να­­­μις μέ ἅρπαξε... Μία δύναμις θεϊκή μέ γιγάντωσε. Αὐτή μοῦ ἔδωσε θάρρος διά νά φθάσω μέ τό πυρπολικό μου στήν τουρκική ναυαρχίδα. Οἱ Τοῦρκοι ἦ­ταν τό­­σοι ὥστε ἐάν ἔπτυον ἐπάνω μας θά μᾶς ἔπνιγαν ἀναμφιβόλως… Εἰς τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυρίου! φώναξα ἐκείνη τή στι­γμή. Ἔκανα τόν Σταυρό μου καί πή­δηξα στή βάρκα. Οἱ φλόγες τοῦ πυρπολικοῦ μεταδόθηκαν στήν ναυαρχίδα πού τινάχθηκε στόν ἀέρα καί παρέσυρε στόν θάνατο χιλιάδες Τούρκους…».
 Ξεφυλλίζω τά συγγράμματα τοῦ Ἀ­δαμάντιου Κοραῆ καί βρίσκω διαμάντια συμβουλῶν καί παραινέσεων, διαμάντια γιά τό τότε ἀλλά καί τό σήμερα: «Μό­νον τοῦ Εὐαγγελίου ἡ διδαχή ἐμπορεῖ νά σώσῃ τήν αὐτονομίαν τοῦ Γένους, ὅταν μάλιστα κηρύττεται ἀπό ποιμένας φίλους τῆς ἀληθείας καί τῆς δικαι­οσύνης… Τοῦτο παρακαλῶ νά τούς πα­ραγγείλετε νά πράττωσιν εἰς τό ἑ­ξῆς, παριστάνοντες εἰς αὐτούς, ὅτι πολεμοῦν ὄχι μόνον ὑπέρ πατρίδος, ἀλλά καί ὑπέρ πίστεως». Καί ἀλλοῦ σημει­ώ­νει: «Μόνη ἡ δικαιοσύνη φέρει τήν ἐ­λευ­θερίαν, τήν δύναμιν καί τήν ἀσφάλειαν. Ἡ ἀνδρεία χωρίς τήν δικαιοσύνην εἶναι εὐτελές προτέρημα. Καί αὐτή τοῦ Θεοῦ ἡ παντοδυναμία ἤθελ’ εἶσθε χωρίς ὄφελος διά τούς ἀνθρώπους, ἄν δέν ἦτον ἑνωμένη μέ τήν ἄπειρον δικαιοσύνην του…».
 Σέ ἀκούω καί πάλι, Σπυρίδων Τρικού­πη, νά μᾶς ἐνθουσιάζεις, καθώς φωνάζεις μέ πό­νο: «Ἄχ, διά τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἀγάπη, διά τό ὄνομα τῆς Πατρίδος, ἡ ὁποία εἶ­ναι ὅλη ἀρετή, ἄς καθαρίσωμεν τήν ψυ­χήν μας ἀπό τόν ρύπον τῆς διχονοί­ας, ἄς θάψωμεν εἰς τόν τάφον τῆς λησμονησίας τά ἄγρια καί ἀνόητα πάθη μας, ἄς πλύνωμεν τάς μεμολυσμένας καρδίας εἰς τό ἱερόν λουτρόν τῆς ἀγάπης, ὁ πατριωτισμός ἄς λαμπρύνῃ εἰς τό ἑξῆς τόν θολωμένον νοῦν μας, ἡ εἰ­λικρίνεια ἄς βασιλεύσῃ εἰς τήν καρδί­αν μας, ἡ ἀγάπη καί ἡ σύμπνοια ἄς προ­- πορεύωνται, ὡς νεφέλη πυρός, ὅλων τῶν βουλῶν μας καί ὅλων τῶν ἔργων μας».
 Κι ὁ φωτισμένος Καποδίστριας, πού ἀναίτια δολοφονήσαμε, ὑψώνει τό ἴδιο λάβαρο τῆς πίστης καί μηνᾶ στούς ἀν­τίθεους καιρούς μας: «Ὁ Θεός εἶναι με­τά τῆς Ἑλλάδος καί ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος καί αὕ­τη σωθήσεται. Ἐκ ταύτης τῆς πεποιθήσεως ἀντλῶ πά­σας μου τάς δυνάμεις καί πάντας τούς πόρους».
 Τό ταξίδι τελειώνει… ἀν­τάμωμα συγκλονιστικό μέ ὅλους ὅσοι πότισαν τούτη τή γῆ μέ τό αἷμα τους καί τή ζύμωσαν μέ τά λόγια καί τά θαυμαστά ἔργα τους. Δέν θέ­λω νά φύγω… ζητῶ καταφύγιο ἀνάμε­σα σέ τούτους τούς νεκρούς, πού εἶναι τόσο ζωντανοί στήν καρδιά μου. Ἡ ψυ­χή τοῦ Θεόδωρου Κολοκο­τρώ­νη πλα­νιέ­ται ἀνάμεσά μας ψιθυρίζοντας: «…καί μήν ξεχνᾶς, γιέ μου, πώς ἐμεῖς ξο­φλή­σαμε πιά. Ὥς ἐδῶ ἦταν. Τώρα ἡ πολύπαθη Ρωμιοσύνη στηρίζει τήν ὕπαρξή της στή λεβεντιά σας». Ναί, ἥρωες τῆς πατρίδας μου, τολμῶ νά καυχηθῶ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, παιδί τοῦ 21ου αἰώνα, δι­κός σας ἀπόγονος. Μέ­σα στίς φλέβες μου τρέχει τό δικό σας ἡρωικό αἷ­μα, ἡ δική σας παλλόμενη ἀπό ἀγάπη στόν Θεό καί στήν πατρίδα καρδιά μεταγγίζει παλμό καί ἐνθουσιασμό στή νιότη μου! Εὐλαβικά σᾶς προσ­φέρω φόρο τι­μῆς καί εὐ­γνωμοσύνης καί ὑ­πόσ­χομαι     -μέ τή δική σας ἀκρά­δαν­τη πίστη- νά «στήσουμε καί πάλι μές στό οὐράνιο θεῖο φῶς μία Ἑλλάδα τρισμεγάλη». Για­τί τό «χρω­στᾶ­με σέ ὅ­σους πέρασαν, θά ρθοῦ­νε, θά περάσουν, κριτές θά μᾶς δικάσουν, οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί».

Μ. Δανιήλ

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 78-79