Ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Στ΄ (1775-1821)

 despotis cΤυραννικά κι ἀβάσταχτα τά τε­τρα­κόσια χρόνια σκλαβιᾶς γιά τούς ρα­γιάδες Ἕλ­ληνες. Δέν πονοῦσαν μό­νον γιά τήν ἐθνική τους σκλα­βιά, ἀλλά καί γιά τήν ἠθική, κοινωνική καί πνευ­ματική τους κατάπτωση. Τήν ὥρα ὅ­μως πού «ὅλα τἄσκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε ἡ σκλαβιά», ἐμφανί­ζον­ταν κατά καιρούς με­γάλα πνευ­ματικά ἀνα­στήματα. Οἱ δυ­ναμικές αὐτές μορ­φές τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τή φω­τισμένη παρουσία καί τά λαμ­πρά τους ἔργα παρηγόρησαν, ἐνθάρ­ρυναν καί ζέ­στα­ναν τήν ἀπο­σταμένη ἐλπίδα τῶν πο ­νεμένων προγόνων μας, ὥστε τόν Μάρ­τιο τοῦ 1821 νά γίνει τό ποθού­μενο, ὁ μεγάλος ξεσηκωμός τοῦ Γένους μας.

 Μία τέτοια πολυσήμαντη ἱερή μορ­­ φή ζῆ στό με­ταίχμιο δύο ἐποχῶν, πρός τό τέλος τῆς Τουρκοκρατίας καί στό ξέσπα­σμα τῆς Ἐθνε­γερσίας. Εἶναι ὁ Πα­τρι­άρ­χης Κων­σταν­τινου­πό­λε­ως Κύ­ριλλος Στ΄ ἀπό τήν Ἀ­δρι­ανούπολη. Στήν πόλη αὐτή, μέ τή μεγάλη πνευ­ματική ἀκτινο­βο­λία, μορ­φώνεται ὁ μικρός Κώ­στας Σερμπε­τσό­γλου. Ὁ μητροπολίτης Ἀ­δρι­α­νου­πό­λεως Καλλί νικος, καθώς μαθαίνει τήν ἐξαι­ρε­τική πρόοδο αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ στά γράμ­ματα, τόν βραβεύει. Ἀ­πο­φασίζει νά τοῦ χαρίζει τά βι­­βλία τῆς ἑπόμενης χρο­νιᾶς πού θά τοῦ χρει­α­στοῦν γιά τίς σπου­δές του. Ἔτσι σέ καιρούς πού τό βι­βλίο εἶναι δυσεύ­ρετο, ὁ Κώστας τό ἔχει ἐξα­σφα­λισμένο. Ἀπο­στηθίζει κομμάτια ἀπό τά ἀρ­χαῖα ἑλληνικά καί ἀπό τούς Πατέ­ρες τῆς Ἐκ­κλησίας. Τό μέλλον του θά διαγρα­φό­ταν πολύ λαμπρό, ἄν διά­λεγε  ὅ­πως ἔκαναν ἄλλοι νέοι τῆς ἐποχῆς του τά με­γάλα πνευμα­τικά κέντρα τῆς Αὐ­στροουγ­γαρίας, γιά νά εὐ­ρύνει τή μόρ­φωσή του καί νά γίνει ἕνας ὀνο­μα­στός ἐπιστή­μονας.
 Μιά ἱερή λαχτάρα ὅμως τρεμοπαίζει μές στά σω­θικά του: Νά ὑπηρετήσει τό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου καί νά διακονή­σει μέ ὅλο του τό εἶναι τή σταυρωμένη Ἐκ­κλησία του. Δέν εἶναι θα­ῦμα, σέ χρό­νια μακραίωνης τουρκικῆς σκλαβιᾶς πού τό ράσο διαρκῶς διώκεται καί βάφεται στό αἷμα, νά μαγνητίζει συνάμα τίς νεα­νικές καρ­διές; Καί νά! Χειροτονεῖται διά­κονος μέ τ᾽ ὄνο­μα Κύριλλος. Ἕνα ἀπέ­ραντο πεδίο δράσης τόν περιμένει.
 Σέ ὅποια βαθμίδα κι ἄν ἀνέβηκε, εἴτε ὡς ἀρ­χι­διάκονος τῶν Πατριαρχείων εἴτε ὡς μητρο­πο­λίτης Ἰκο­νίου ἤ κατόπιν  Ἀδριανουπόλεως εἴτε ὡς Πατρι­άρχης ἀργότερα Κων/λεως (1813), ἀνα­δει­κνύ­εται «εὐσεβής, ἐλεήμων, λό­γιος, μεγα­λό­φρων, φιλόμουσος, ἄοκνος καὶ ἐν γένει ἐραστής παν­τὸς ἀγαθοῦ καὶ πάσης ἀρε­τῆς». Δέν χτίζει μόνο νέα σχολεῖα, ἀλλά στη­ρίζει τούς δα­σκάλους κι ἐνισχύει ποι­κιλότροπα τούς μα­θητές. Χά­ρη σ᾽ αὐτόν λειτουργεῖ καί ἀκμά­ ζει ἡ Με­γάλη Σχολή τοῦ Γένους. Πόσους ἄρι­στους  μα­θητές της δέν βράβευσε καί, καθώς ἔσκυ­βαν νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι, ἄ­φηνε στήν παλάμη τους πουγκί μέ νομί­σματα! «Πάρε τό δῶρο αὐτό», εἶχε πεῖ στόν Θεο­δωράκη πού ἀρί­στευσε στίς ἐξετά­σεις του, «γιά νά σοῦ χρησι­μεύσει γιά ἀγορά βι­βλί­ων... Εὔ­χομαι νά συντελέσεις στήν ἀπε­λευ­θέρωση τῆς Πατρίδος σου ἀπό τήν ἀμά­ θεια». Ἀρ­γό­τερα, αὐτός ὁ ἀρι­στοῦχος τῆς Σχολῆς τοῦ Γένους ἔγινε μητρο­πολίτης Ἀθηνῶν μέ τ᾽ ὄνομα Θεό­φιλος.
 Ὕστερα ἀπό πέντε χρόνια προσφο­ρᾶς στόν θρόνο τῆς Κων/λεως, ὁ Σουλτά­νος τόν ἐξορίζει στόν Ἄθω, ἐκεῖ πού εἶχε στείλει καί τόν Πα­τριάρχη Γρηγόριο Ε´. Πα­ραμονές τῆς Ἑλ­ληνικῆς Ἐπανά­στασης φθάνει δια­τα­γή νά τόν μεταφέ­ρουν στήν ἰδιαίτερη πα­τρίδα του, τήν Ἀδριανούπολη. Μέ ἱκανοποίηση δια­πι­στώνει πώς ὅλοι ἐκεῖ ἑτοιμά­ζονται πυ­ρετωδῶς γιά τή μεγάλη ὥρα τοῦ λυτρωμοῦ. Ξεσπᾶ σέ λυ­γμούς, μόλις πλη­ρο­φο­ρεῖται πώς στή μεσαία πύλη τοῦ Πατρι­αρχείου αἰ­ωρεῖται ἀπαγχο­νισμένος ὁ Πατριάρχης Γρη­γόριος Ε´. Διαι­σθά­νε­ται πώς πλησιά­ζει κι ἡ δική του σειρά.
 Τά καριοφίλια τοῦ 1821 ἔχουν ἀνά­ψει γιά τά καλά καί ἐξαιτίας τους κα­τα­φθάνουν στόν τοῦρκο Διοικητή τῆς Ἀδριανούπολης οἱ πρῶτες διαταγές τοῦ Σουλτάνου.
18 Ἀπριλίου, Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ, ὁ Πα­­τριάρχης Κύριλλος ὁδηγεῖται μπρο­στά στόν τοῦρκο ἡγεμόνα. Τοῦ ἀπευ­θύ­νει λόγια μονα­δικά:
«Θάρρει, ἡγεμών. Ἅπαντες μίαν ἡμέ­ραν θά ἀπο­θάνωμεν. Γενηθήτω τό θέ­λημα τοῦ Κυ­ρίου».
 Κι ὁ Διοικητής, πού πραγματικά τόν ἐκ­τι­μάει καί ὑποφέρει πού ἀναγκάζεται νά σκο­τώ­σει ἕναν σεβάσμιο καί ἀθῶο Ἱεράρχη, προσπαθεῖ νά δικαιολογηθεῖ:
«Μή φοβοῦ, Πατριάρχα. Πίστευσον ὅτι τό πᾶν ὑπέρ σοῦ, ἐάν ἠδυνάμην, ἤθελον πρά­ξει».
 Στήν πόρτα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ὁ βρό­χος εἶναι ἕ­τοιμος. Ὁ σεπτός μελλο­θάνατος προσ­­­εύ­χεται, κοιτάζει στόν οὐ­ρανό καί προ­φέρει δυ­νατά, κατά τόν ἱστορικό Σπ. Τρι­κούπη, τά τελευταῖα του λόγια:
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου».
 Φρικιαστικό τό φαινόμενο. Ὁ δήμιος τρα­βᾶ τό σχοινί κι αὐτό δέν ὑπακούει. Σπά­ζει. Ὁ Πατριάρχης πέ­φτει ἀπότομα στό ἔδαφος. Ἔρχεται δεύτερο σχοινί. Μό­λις  ὅμως σηκώνει ξανά τό ἱερό σφά­γιο, ξα­να­σπάει. Ἀνταριάζει ὁ τουρκικός ὄχλος. Οἱ χριστιανοί πνίγουν τό κλάμα τους. Περνᾶ ὁ Τοῦρκος ἀπό τόν λαιμό τοῦ ἐθνο­μάρτυρα τό τρίτο σχοινί. Τότε ἡ ψυχή του πετᾶ ἐξαγνι­σμέ­νη γιά τήν αἰωνιό­τητα, ἐνῶ τό πολύπαθο σῶμα του παραμένει τρεῖς μέρες κρεμα­σμέ­νο. Μέ ἀγρι­ότητα Ἑ­βραῖοι καί Ὀ­θωμανοί τό πετοῦν ὕστερα στό ποτάμι, πού τό πα­ρα­σέρ­νει πρός τό Διδυμότειχο. Κάποιος χρι­στιανός ἀναγνωρίζει τό λείψανο τοῦ Πα­τρι­άρχη καί τό θάβει στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του. Ἀρ­γό­τερα, ἕνας ἀνεψιός τοῦ μακαριστοῦ Κυρίλ­λου μεταφέρει τά ὀστᾶ του καί τά θάβει στόν νάρθηκα τῆς Μητροπόλεως.
 Τέτοιες θυσίες Ἱεραρχῶν, πού τίμη­σαν τό ράσο τους καί τήν ἀποστολή τους καί μέ τά αἵ­ματά τους πορφύ­ρωσαν τή σκλάβα γῆ μας, ἐμπνέουν ἰδιαίτερα στό ξε­κίνημα τοῦ Ἀγώνα τούς Ἕλληνες καί ἠλεκτρίζουν πιό­τερο τίς καρ­διές τους γιά λευτεριά καί δι­καί­ωση.

Ἑλληνίς