1204: Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους

alosi c Εἶναι πολύ παρήγορο, ἀλλά καί τιμητικό γιά τόν λαό μας, πού δέν ξεχνᾶ ποτέ τήν Πόλη του καί τόν αὐτοκράτορά του καί πού κάθε χρόνο, στίς 29 Μαΐου, τιμᾶ καί μνημονεύει μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια τούς μάρτυρες τῆς Ἅλωσης.
 Ἐκεῖνο ὅμως πού, ὅταν γίνεται, γίνεται κάπως δειλά καί συγκαλυμμένα, εἶναι ἡ ἀ­ναφορά στόν ρόλο πού ἔπαιξαν οἱ Δυτικοί σέ σχέση μέ τά λυγμικά γεγονότα τῆς πτώσης.
 Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στόν ρόλο τῶν Φράγκων, τά πράγματα εἶναι ἁπλά, ἀλλά, δυστυχῶς, ἀποσιωπῶνται σκοπίμως.
 Διακόσια πενήντα χρόνια πρίν ἀπό τήν Ἅλωση τῆς Πόλης, οἱ λεγόμενοι Σταυροφόροι -οἱ τότε δυτικές συμμαχικές δυνάμεις- ἀναδεικνύονται μέ τή δράση τους ὡς οἱ πλέον πολύτιμοι πρώ­ιμοι σύμμαχοι τῶν Τούρκων. Διότι, μέ τήν παρότρυνση καί τίς εὐλογίες τοῦ τότε πάπα καί μέ τό πρόσχημα τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν Ἁγίων Τόπων, καταλύουν τή Ρωμανία/Βυζαντινή αὐτοκρα­τορία, ἐγκαθιστοῦν φράγκους ἡγεμόνες στά διάφορα τμήματά της, καταστρέφουν ὁλοσχερῶς τήν Κωνσταντινούπολη, τή λεηλατοῦν καί φορτώνουν στά καράβια τους ὅλα της τά τιμαλφῆ.
 Ὁ ἱστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αὐτόπτης μάρτυρας τῆς λεηλασίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους τό 1204, περιγράφει λεπτομερῶς τήν καταστροφή καί τίς ἁρπαγές τῶν θησαυρῶν τῆς Βασιλεύουσας: «...Ἔβλεπε κανείς ὄχι μόνον τίς ἱερές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ νά θραύονται μέ ἀξίνες καί νά ρίπτονται στό χῶμα καί τά στολίδια τους νά ἀποσπῶνται χωρίς φειδώ καί προσοχή καί νά ρίχνονται στή φωτιά, ἀλλά καί τά σεπτά καί πανάγια σκεύη νά ἁρπάζονται μέ θράσος ἀπό τούς ναούς, νά ρίχνονται στή φωτιά καί νά παρέχονται στά ἐχθρικά στρατεύματα ὡς ἁπλός ἄργυρος καί χρυσός».
 Ἡ καθηγήτρια Βυζαντινῆς  Ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Ἀθηνᾶ Κόλια-Δερμιτζάκη, παρουσιάζοντας τόν ἀπολογισμό τῆς δραματικῆς αὐτῆς ἀπογύ­μνω­σης τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς θησαυρούς της, γράφει:
 «Ἡ Κωνσταντινούπολη ἄδειασε ἀπό κάθε πλοῦτο δημόσιο, ἰδιωτικό καί ἐκκλησιαστικό... Τεράστια ἀπώλεια γιά τήν τέ­χνη ἦταν ἡ καταστροφή σημαντικοῦ ἀριθμοῦ χάλκινων ἀγαλμάτων καί συμπλεγμάτων, τά ὁποῖα οἱ νέοι κύριοι τῆς Αὐτοκρατορίας τεμάχισαν καί ἔλιωσαν, γιά νά τά μετατρέψουν σέ νομίσματα». Του­τέστιν, τά ἱδρυτικά κεφά­λαια τῶν Τρα­πεζῶν τῶν σημερινῶν μας ἑταίρων.
  Ἀπό τότε ἡ Ρωμανία ποτέ δέν μπόρε­σε νά ξανασταθεῖ στά πόδια της.  Ἡ καταστροφή πού ὑπέστη στά 1204 ἀπό τούς φράγκους σταυροφόρους ἦταν τόσο μεγάλη πού, στήν κυριολεξία, τήν παρέλυσε ἐντελῶς.
 Ἔτσι λοιπόν, ὅταν οἱ Τοῦρκοι τό 1453 φτάνουν ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν πολιορκοῦν, δέν βρίσκονται πλέον ἀπέναντι σέ μία πανί­σχυρη αὐτοκρατορία, ἀλλά μπρο­στά σέ μία Πόλη ἀδύναμη καί ἀπομονωμένη.
 Ὅπως γίνεται κατανοητό, στήν πρα­γμα­τικότητα ἡ Ρωμανία δέν καταλύθηκε τό 1453 ἀπό τούς Τούρκους, ἀλλά τό 1204 ἀπό τά παποκίνητα δυτικά συμμαχικά στρατεύματα. Τό 1453 μέ τήν Ἅλωση τῆς Πόλης ζήσαμε ἁπλῶς τό τελευταῖο ἐπεισόδιο ἑνός πολυχρόνιου δράματος.
  Αὐτά τά πράγματα ἄς τά θυμόμαστε καλά, διότι μονάχα ἔτσι θά μποροῦμε νά ἑρμηνεύουμε σέ βάθος καί τά σημερινά καμώματα τῶν Δυτικῶν καί ἀναλόγως νά προφυλαγόμαστε.

Φώτης Μιχαήλ
Ἰατρός