Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου

crossἝνα ἀπό τά αἰτήματα τῆς κυριακῆς προσευχῆς, τῆς προσευχῆς πού δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, εἶναι καί τό «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» (Μθ 6,10). Ζητοῦμε δηλαδή ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα νά ἔρθει καί νά ἐπικρατήσει στήν γῆ μας ἡ βασιλεία του.

Ὁ Θεός εἶναι ὁ αἰώνιος καί παντοδύναμος βασιλιάς τοῦ σύμπαντος. Μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές του δημιουργεῖ, ζωοποιεῖ, προνοεῖ καί κατευθύνει ὁτιδήποτε ὑπάρχει στόν κόσμο. Ἀπό τά ἀπειροελάχιστα στοιχεῖα τῆς φύσης μέχρι τόν μεγαλύτερο ἀ­στρι­κό γαλαξία, τά πάντα τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Κύριο καί τοῦ ὑποτάσσονται.
Ὡστόσο, δέν ἀναφέρεται τό αἴτημα τῆς κυριακῆς προσευχῆς σ’ αὐτή τήν ἐξουσία του. Αὐτή κυριαρχεῖ ἀνέκαθεν καί δέν ἐξαρ­τᾶται ἀπό τίποτε. Ἡ βασιλεία γιά τήν ὁποία μᾶς δίδαξε νά προσευχόμαστε εἶναι ἄλλου εἴδους• εἶναι ἡ βασιλεία του ἐπί τῶν ψυχῶν, ἡ βασιλεία του πού στήνεται στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία του.
Τό πρῶτο χαρακτηριστικό τῆς Ἐκκλησίας-βασιλείας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι δέν ἔχει καμιά ὁμοιότητα μέ τίς βασιλεῖες καί τά κράτη τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ὅταν ὁ Πιλᾶτος ἀνέκρινε τόν Κύριο, τόν ρώτησε κάποια στιγμή• «Εἶσαι σύ ὁ βασιλιάς τῶν Ἰουδαί­ων;». Ἡ ἐρώτηση αὐτή ἐνεῖχε ὄχι μόνο περιέργεια ἀλλά καί εἰρωνεία. Ὁ ἐξουθενωμένος, ἐμπαιγμένος καί ἀτιμασμένος ὑπόδικος πού εἶχε μπροστά του ἔμοιαζε στά μά­τια τοῦ ρωμαίου ἐπάρχου τό πολύ-πολύ σάν ἕνας ταλαίπωρος ἐπαίτης, ὄχι καί βασιλιάς! Ὁ Ἰησοῦς τότε ψύχραιμος καί μέ μεγαλεῖο ψυχῆς, ἀλλά καί μέ διάθεση νά εὐαγγελισθεῖ καί τόν δικαστή του, τοῦ ἀπάντησε• «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου... Ναί, Πιλᾶτε, εἶμαι βασιλιάς! Ἀπορεῖς; Κι ὅμως εἶμαι. Μόνο πού τό βασίλειό μου δέν μοιάζει μέ τά βασίλεια τοῦ κόσμου τούτου. Ἄν ἔ­μοιαζε, οἱ ὑπηρέτες μου θά ἀγωνίζονταν νά μήν παραδο­θῶ στούς Ἰουδαίους, διότι ἔ­τσι κάνουν τά κοσμικά κράτη• στηρίζονται στήν θυσία τῶν ὑπηκόων τους. Ἐγώ ὅμως τούς παραδόθηκα ἑκούσια, δι­ότι τό δικό μου κράτος στηρίζεται στήν θυσία ὄχι ἄλ­λων, ἀλλά τοῦ ἴδιου τοῦ βασιλιᾶ του. Δέν εἶναι λοιπόν τῆς ἴδιας ποιότητας μ’ ἐκεῖνα. Κι ἀκό­μη, τ’ ἄλλα βασίλεια θεμελιώνονται στό ψεῦδος καί θά ἔ­χουν τέλος. Τό δι­κό μου θεμελιώνεται στήν ἀλήθεια καί θά εἶναι αἰώνιο. Εἶσαι ἄνθρωπος τῆς ἀλήθειας, Πιλᾶ­τε; Τότε σέ προσκαλῶ νά γίνεις πολίτης τῆς βασιλείας μου» (βλ. Ἰω 18,33-38). Ὁ Πιλᾶτος ὅμως δέν ἀγαποῦσε τήν ἀλήθεια. Καί ἔχα­σε ἔτσι τήν ἀνεκτίμητη πρόσκληση.
 Ἀκόμη, τό βασίλειο τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει ὅρια καί σύνορα, ἀλλά θέλει νά ἀγκαλιάσει ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος• «Ὁ Θεός θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια» (Α´ Τι 2,4). Γι’ αὐτό ἄλλωστε ἱδρύθηκε. Ὄχι γιά νά εἶναι ἕνα γκέτο κάποιων λίγων μυ­ημένων. Στήν ἀρχαιότητα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦταν, γιά λόγους πού τό ἐ­πέβαλαν, ὑπόθεση ἑνός μόνον ἔ­θνους, τοῦ Ἰσραήλ• στήν ἐποχή τῆς καινῆς διαθήκης ὅμως τά πράγματα ἀλλάζουν, γίνεται πολυεθνική ἤ μᾶλ­λον πανανθρώπινη. Οἱ πάντες μποροῦν νά γίνουν ὑπήκοοί της. Ἀρκεῖ νά τό θέλουν. Διότι αὐτή ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν διαθέτει στρατό καί ὅ­πλα καί δέν ἐπιβάλλεται μέ τό ξίφος. Ὅσοι ἐντάσσονται σ’ αὐτήν, τό κάνουν ἐ­λεύθερα, πέρα ἀπό κάθε καταναγκασμό. Κι ὄχι μόνον ἐλεύθερα, ἀλλά καί γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων ὅτι τό νά εἶσαι πολίτης τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ συνεπάγεται θλίψεις, ἀπόρριψη ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, δι­ωγμό, ἀκόμη καί θάνατο.  Τό ξεκαθάρισε ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτής της• «Ἐ­γώ ση­κώνω σταυρό κι ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει πρέπει νά κάνει τό ἴδιο» (βλ. Μθ 16,24). Δέν ὑποσχέθηκε «βίον ἀνθόσπαρτον». Πόσο δέ ἀληθινοί εἶ­ναι οἱ λόγοι του αὐτοί ἀποδεί­χθηκε ἀπό τήν ἀρχή, ἀ­πό τά τρια­κόσια πρῶ­τα χρόνια ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας πού σημαδεύτηκαν ἀπό σκλη­ρό­τα­τους διωγμούς ἐναντίον τῶν χριστια­νῶν καί ποτάμια αἵ­ματος.
 Γλῶσσα τῶν πολιτῶν τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Λέει πάλι ὁ Παῦλος• «Ἄν μιλάω τίς γλῶσ­σες τῶν ἀνθρώπων ἀλλά καί τῶν ἀγ­γέλων, δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, εἶμαι σάν τόν χαλκό ἤ τό κύμβαλο πού κά­νει μόνο θόρυβο» (Α´ Κο 13,1). Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἕνα ἀπό τά χαρίσματα πού λάμβαναν οἱ πιστοί μέ τό βάπτισμά τους ἦταν καί ἡ γλωσσολαλιά, τό νά μιλοῦν ξένες ἤ ἀκατάληπτες γλῶσσες. Ἦταν ἕνα χάρισμα πού προκαλοῦσε θαυμασμό, ὅπως καί τά χα­ρί­σματα τῶν ἰαμάτων, τῆς προφητείας κ.ἄ. Ὁ ἀπόστολος ὅμως θεωρεῖ ὅτι ἀνώτερο ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἀνώτερο ἀκόμη καί ἀ­πό τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα, εἶναι τό χάρι- σμα τῆς ἀγάπης, «ἡ καθ’ ὑπερβολὴν ὁδὸς» (Α´ Κο 12,31). Γιά νά οἰκοδομεῖ ὁ χαρι­σμα­τοῦχος τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι μόνο νά προκαλεῖ ἐντυπώσεις, πρέπει νά ἀγαπᾶ, νά μιλάει πρῶτα ἀπ’ ὅλα τήν γλῶσσα τῆς ἀγάπης. Ἄλλωστε καί αὐτός ὁ Κύριος τήν ἀγάπη ὅρισε σάν χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν δικῶν του• «Ἐν τού­τῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐ­στε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω 13,35). Ἔτσι δηλαδή θά ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους καί μέ τόν κό­σμο καί θά μαρτυροῦν «περὶ τῆς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδος» (Α´ Πέ 3,15), μέ τήν ἀγάπη. Καί τοῦτο διότι ἔτσι ἔκανε καί ὁ ἴδιος• ἀπευθύνθηκε στούς ἀν­θρώπους ὄχι μέ τόν νόμο ἤ τήν ἀπει­λή, ἀλ­λά μέ τήν ἀγάπη. Μιάν ἀγάπη πού ἔ­φτασε μέχρι τόν σταυρό καί τόν θάνατο.
 Ἡ Ἐκκλησία-βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πιό πολύτιμη προσφορά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ πύλη τοῦ οὐ­ρα­­νοῦ, εἶναι ἡ ὁδός πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή, στόν παράδεισο. Καί μᾶς χαρίζεται• ἡ μετοχή σ’ αὐτήν εἶναι δωρεάν, δέν φορολογεῖται. Θά εἴμαστε λοιπόν ἀ­ξιοκατάκριτοι ἄν δέν κάνουμε τά πάντα ὥστε αὐτό τό δῶρο νά πιάσει τόπο. Ἄν δέν ἀν­ταποκριθοῦμε μέ συνέπεια καί ζῆλο στήν πρόσκληση τοῦ Λυ­τρω­τῆ νά γίνουμε μέλη της καί νά κληρονομήσουμε ἔτσι τήν σωτηρία.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας