Τά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἦταν γεμάτα ἀπό κόσμο. Καί δέν ἦταν μονάχα οἱ συνηθισμένοι προσκυνητές οὔτε μονάχα οἱ ἀμέτρητοι ζητιάνοι πού μ᾽ ἁπλωμένο τό χέρι ἔλεγαν καί ξαναέλεγαν τήν ἴδια κουβέντα: «Νά πάρω γάλα γιά τό παιδάκι μου!». Σήμερα στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου ἦταν μαζεμένα παιδιά, πολλά παιδιά!
Κοντοστάθηκε ὁ Βαγγέλης και ἐντελῶς ἀσυναίσθητα ἑστίασε τό βλέμμα του στά παιδιά.
Ὁ Ἀντώνης πού περπατοῦσε δίπλα του τόν κοίταξε μέ ἀπορία. «Τί συμβαίνει;», τόν ρώτησε μέ ἕνα κούνημα τοῦ κεφαλιοῦ του, μά ὁ Βαγγέλης δέν ἀπάντησε.
- Νά, ρέ Βαγγέλη, αὐτό δέν τό χωνεύω! εἶπε ὁ Ἀντώνης. Νά κουβαλᾶνε σάν πρόβατα τά παιδιά στίς ἐκκλησίες καί νά τά κάνουν πλύση ἐγκεφάλου γιά τούς ἁγίους!
- Ναί, ἀπάντησε ὁ Βαγγέλης οὔτε κι ἐγώ! μά ὁ τόνος τῆς φωνῆς του δέν ἔδειχνε, δέν ἀποτύπωνε τό περιεχόμενο τῶν λόγων του.
Τά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου χάθηκαν ἀπό τά μάτια τοῦ Βαγγέλη, ὄχι ὅμως ἀπό τή σκέψη του. Ἐκεῖ ἔμειναν τυπωμένα, σκαλωμένα θαρρεῖς, καί ὅταν ἀκόμα γύρισε στό δωμάτιό του.
Πῶς τή θυμᾶται τή μέρα πού ἦρθε ἀπό τό μικρό χωριό του στή Θεσσαλονίκη γιά νά σπουδάσει δικηγόρος!
- Θά πᾶς, γιέ μου, ὁλόισια στόν Ἁι-Δημήτρη καί θά ἀνάψεις πρῶτα κερί στή χάρη του! Ἄ, νά μ᾽ ἀξιώσει ὁ Θεός μιά μέρα νά πάω κι ἐγώ νά προσκυνήσω! Ἡ γιαγιά Σοφία σταύρωσε, ξανασταύρωσε τόν ἐγγονό της καί τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἕνα δεκάευρο.
- Θά τό ἀνάψεις ὅλο στόν Ἅγιο, τοῦ εἶπε καί τόν φίλησε.
Ἐκεῖ, στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου, τόν συνάντησαν ὁ Στράτος καί ὁ Νῖκος. Ἀπό κεῖ ξεκίνησε ἡ γνωριμία του μέ τήν ὁμάδα τῶν Χριστιανῶν Φοιτητῶν πού τόσο τόν ἀγάπησαν ἀλλά καί τόσο ἀγάπησε!
Καί ὕστερα ἦρθαν κάποια ἄλλα σκαλοπάτια πού τά κατέβηκε σιγά-σιγά δίχως νά τό καταλάβει. Ἦταν ὁ Ἀντώνης, ὁ Γιάννης, ἡ Ζωή. Ἦταν ἡ τόσο δυναμική παρουσία τους στόν χῶρο τοῦ Πανεπιστημίου. Ἦταν οἱ ἰδέες γιά τήν ἰσότητα καί τήν ἐπανάσταση. Ἦταν ἡ κολακεία πώς ἕνα μυαλό σάν τό δικό του ἤτανε κρίμα νά τό κρατάει γεμάτο μέ σκουριασμένες ἰδέες. Ἦταν... ἦταν...
Κοίταξε ἄκεφος τό ρολόι του ὁ Βαγγέλης. Σέ μιά ὥρα ἔπρεπε νά εἶναι στό Πανεπιστήμιο. Θά πήγαινε στήν πρώτη φε- τινή παράδοση. Στό πρῶτο ἔτος τόν συνόδεψαν ὥς τό ἀμφιθέατρο τῆς σχολῆς του ὁ Νῖκος καί ὁ Στράτος! Τρία χρόνια πέρασαν ἀπό τότε.
Μά τί τόν ἔπιασε σήμερα! Παντοῦ μπροστά του ὁ Νῖκος καί ὁ Στράτος!
Τό κινητό του κτύπησε πολλές φορές ὥς νά τό ἀκούσει ὁ Βαγγέλης.
- Ἔλα, Βαγγέλη, νά περάσω νά σέ πάρω γιά τό μάθημα; Ἡ φωνή τοῦ Ἀντώνη τοῦ φάνηκε τόσο ξένη, τόσο μακρινή.
- Πήγαινε καλύτερα μόνος σου καί θά συναντηθοῦμε ἐκεῖ! ἀπάντησε ὁ Βαγγέλης καί ἔκλεισε δίχως ἄλλη ἐξήγηση τό τηλέφωνο.
Τεταρτοετής φοιτητής τῆς Νομικῆς! Ἐνεργό μέλος τοῦ φοιτητικοῦ κινήματος! Καί;
Βγῆκε συλλογισμένος ὁ Βαγγέλης. Τά βήματά του τόν ἔφεραν δίχως νά τό καταλάβει καί πάλι στήν Ἁγίου Δημητρίου. Στάθηκε ἀπέναντι ἀπό τόν ἐπιβλητικό ναό καί κοίταξε μέ κρυφή λαχτάρα τά σκαλοπάτια. Τά παιδιά δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. Οἱ ἄνθρωποι ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν, οἱ ζητιάνοι ἦταν ἐκεῖ στή θέση τους, μά τά σκαλοπάτια ἦταν ἄδεια ἀπό παιδιά.
Πέρασε ἀπέναντι ὁ Βαγγέλης καί κάθησε σ᾽ ἕνα σκαλί. Ἐκεῖ πού πρίν τρία χρόνια κάθονταν τά παιδιά τῶν Κατηχητικῶν τοῦ Στράτου καί τοῦ Νίκου τή μέρα πού τούς γνώρισε.
Τί ὄμορφη εἰκόνα! Καί ὁ Νῖκος ὄρθιος ἀνάμεσα τους νά τούς μιλᾶ γιά τόν καβαλάρη ἅγιο πού ἦταν κατηχητής!
Πόσα δέν εἶπε στό τηλέφωνο στούς δικούς του ἐκείνη τή μέρα! Πόσο χαρούμενος γύρισε στό μικρό του δωμάτιο.
- Ἄμ, τί νόμισες, παιδί μου! τοῦ εἶπε χαρούμενη ἡ γιαγιά. Τζάμπα τ᾽ ἀνάβω κάθε μέρα τό καντήλι τοῦ Ἁγίου; Τοῦ παρήγγειλα νά σέ περιμένει ἐκεῖ καί σέ περίμενε, παλληκάρι μου!
Τό ἐλαφρύ διακριτικό σπρώξιμο στόν ὦμο τόν ἔκανε νά σηκώσει ξαφνιασμένος τό κεφάλι. Τό μικρό ἀγόρι πού στεκόταν μπροστά του τόν κοιτοῦσε μέ συμπάθεια.
- Πάρε, τοῦ εἶπε καί τοῦ ἔχωσε στή χούφτα ἕνα δίευρο!
Πρίν προλάβει ὁ Βαγγέλης νά συνειδητοποιήσει τί ἔκανε τό παιδί, ἐκεῖνο εἶχε ἐξαφανιστεῖ μέσα στόν κόσμο!
Στήν ἀρχή σοκαρίστηκε. Ὁ μικρός τόν πέρασε γιά ζητιάνο! Ὅμως γρήγορα συνῆλθε!
Καί μήπως δέν ἦταν; Ζητιάνος ἦταν! Ζητιάνος στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου, ζητιάνευε λίγη ἀπό τή χαμένη του χαρά, ζητιάνευε τήν πίστη πού πρόδωσε! Ζητιά- νευε τούς φίλους πού ἐγκατέλειψε!
Πολλές φορές χτύπησε τό κινητό του καί ὅλες τίς φορές τό ὄνομα τοῦ Ἀντώνη ξεπρόβαλλε στήν ὀθόνη του. Δέν τό σήκωσε ὁ Βαγγέλης. Ὄχι! Ὁ Ἀντώνης καί ἡ παρέα του δέν χωροῦσαν σέ τούτη τήν ὥρα.
Ἔσφιξε τό νόμισμα τῆς «ζητιανιᾶς του» στή χούφτα του τήν ἱδρωμένη. Σηκώθηκε καί ἀνέβηκε σταθερά τά σκαλιά. Μπῆκε δακρυσμένος στόν ναό καί ἔριξε τό νόμισμα στό παγκάρι. Ἄναψε τό κερί καί σιγομουρμούρισε.
- Σ᾽ εὐχαριστῶ πού μέ περίμενες!
Οἱ δέκα ἀναπάντητες κλήσεις πού βρῆκε στό κινητό του, ὅλες ἀπό τόν Ἀντώνη, τόν ἔκαναν νά χαμογελάσει πικρά!
«Δέν πειράζει», σκέφτηκε, «ὅταν γιά χάρη σας ἐγκατέλειπα τόν Θεό καί τούς δικούς του εἶχα ἄπειρες κλήσεις ἀπό τόν Νῖκο καί τόν Στράτο καί δέν τούς ἀπάντησα! Καιρός νά τό κάνω!» εἶπε ἀποφασισμένος καί ψάχνοντας στίς «ἐπαφές» του βρῆκε τό ὄνομα τοῦ Νίκου.
- Ὁ Βαγγέλης εἶμαι, Νῖκο!
- Ποῦ εἶσαι; ἀκούστηκε χαρούμενη ἡ φωνή τοῦ Νίκου.
- Ἐκεῖ πού συναντηθήκαμε γιά πρώτη φορά, εἶπε συγκινημένος ὁ Βαγγέλης.
- Στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου! ἀναφώνησε ὁ Νῖκος. Ἔρχομαι!
Ἔκλεισε τό κινητό του χαρούμενος καί τότε εἶδε πώς εἶχε ἕνα μήνυμα.
«Βαγγέλη, ἔπαθες τίποτε, σοῦ συνέβη κάτι;». Χαμογέλασε ὁ Βαγγέλης στό μήνυμα τοῦ Ἀντώνη.
«Ναί, μοῦ συνέβη! Μόλις ἀνέβηκα τά σκαλοπάτια πού μαζί σας κατέβηκα!», τοῦ ἀπάντησε καί ἀπενεργοποίησε τό τηλέφωνό του.
- Ξαναγυρνῶ ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅπου ξεκίνησα, ψιθύρισε καί ἔνιωσε ὅτι ἤδη βρισκόταν στό «πρῶτο σκαλί»!
Ἑλένη Βασιλείου