13 Δεκεμβρίου 1943. Βάφονται στό αἷμα τά ἱστορικά Καλάβρυτα. Τά χιτλερικά πολυβόλα ἀφανίζουν τό πιό εὔρωστο κομμάτι τοῦ πληθυσμοῦ, 1.300 ἄνδρες. Βυθίζεται στό πένθος καί ὀρφανεύει ἡ μαρτυρική πόλη. Στόν τόπο τῆς θυσίας, στό χωράφι τοῦ Καπῆ, τά 1.300 καντήλια πού σιγοκαῖνε σήμερα ζωντανεύουν στόν κάθε ἐπισκέπτη τό στυγερό ὁλοκαύτωμα.
Καθώς βλέπουν οἱ μοναχοί τῆς Ἁγίας Λαύρας νά λαμπαδιάζουν τά Καλάβρυτα, ἀντιλαμβάνονται πώς καί τό μοναστήρι τους δέν θά γλυτώσει ἀπό τή γερμανική θηριωδία. Μέ βιάση, λοιπόν, πολλοί ἀπ' αὐτούς μεταφέρουν στό δάσος ἱερά κειμήλια κι ἀποφασίζουν νά μείνουν ἐκεῖ. Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, 14 Δεκεμβρίου, πενήντα Γερμανοί κυκλώνουν τό ἔνδοξο μοναστήρι καί τό τυλίγουν στίς φλόγες. Ὅσους πατέρες βρίσκουν τούς σκοτώνουν κάτω ἀπό τό πλατάνι τῆς μονῆς. Τραγική ἡ θέση τῶν μοναχῶν πού εἶχαν κρυφτεῖ στό δάσος. Ἐπιστρέφουν δακρύβρεχτοι. Ἕνας ἀπ' αὐτούς κάπως ἔτσι διεκτραγωδεῖ τήν κατάσταση:
«Οἱ Γερμανοί εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν τόπον περί τήν μεσημβρίαν. Ἐπλησιάσαμεν. Θεέ μου, τί κακό! Τό πᾶν εἶχε ἀποτεφρωθῆ. Ἡ μεγαλοπρεπής καί ἐπιβλητική ἱστορική μονή μας δέν ὑπῆρχε πλέον. Μόνον ὁ ἱερός ναός παρέμεινεν ἄθικτος. Τό πῦρ πού ἔθεσαν εἰς αὐτόν δέν ἤναψεν. Ἡ Παναγία ἔκαμε καί πάλιν τό θαῦμα της. Δέν εἴχομεν συνέλθει ἀπό τό θλιβερόν αὐτό θέαμα καί εὑρέθημεν πρό ἑτέρου ἔτι ὀδυνηροτέρου: Κατά γῆς, γύρω ἀπό τόν ἱστορικόν πλάτανον, ἔκειντο οἱ ἐκτελεσθέντες πατέρες, Βασίλειος, Νεόφυτος, Εὐθύμιος, Ἀγαθάγγελος καί ὁ ὑπηρέτης τῆς μονῆς Π. Μπράτσικας. Ἐγονατίσαμεν μέ πόνον ἄφατον πρό τῶν πτωμάτων καί μέ λυγμούς ἠσπαζόμεθα αὐτά εὐλαβῶς».
Ὁ ἱερομόναχος ἐξομολόγος καί κατηχητής π. Βασίλειος Νασιόπουλος ἔμεινε στό μοναστήρι, γιά νά συμπαρασταθεῖ στόν παράλυτο π. Εὐθύμιο Χρυσανθακόπουλο. Μιά ἐχθρική σφαῖρα βρίσκει τόν π. Βασίλειο στόν κρόταφο, «ἔχοντα τήν χεῖρα εἰς σχῆμα σταυροῦ μέ τούς τρεῖς δακτύλους ἡνωμένους, εἰς δέ τόν κόλπον του εὑρέθη τό μικρόν Ἀρτοφόριον μέ τόν Ἅγιον Ἄρτον καί εἰς τήν τσέπην του τό ἅγιον Μύρον». Ὁ καθηλωμένος ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος δέχεται πολλαπλές γερμανικές σφαῖρες πού τοῦ τρυποῦν τήν καρδιά.
Τήν ἴδια μέρα γεύεται τή γερμανική λαίλαπα κι ἕνα ἄλλο ἔνδοξο μοναστήρι, κοντά στά Καλάβρυτα, τό Μέγα Σπήλαιο. Οἱ ἀνίεροι κατακτητές τό καῖνε. Σχηματίζεται μιά ὁλόκληρη σειρά ἀπό μελλοθάνατους μοναχούς, δόκιμους, λαϊκούς πού τούς στήνουν ἀπέναντι ἀπό τά πολυβόλα, στόν τόπο «Κισσωτή». Ὁ γερμανός ἀξιωματικός ἀποθρασύνεται. Τούς διατάσσει νά ἐπευφημήσουν τόν Χίτλερ. Καί τότε, σέ κείνη τή γραφική τοποθεσία, μιά συγκινητική σκηνή ξετυλίγεται. Ὁ 96χρονος χαρισματοῦχος ἡγούμενος π. Γαβριήλ Κόσσυφας φωνάζει:
«Ὄχι, παιδιά μου. Ἐμεῖς εἴμεθα Χριστιανοί καί Ἕλληνες. Ἄς σηκώσουμε τά μάτια στόν οὐρανό καί ἄς φωνάξουμε: Ζήτω ἡ Ἑλλάδα μας!».
Ὅλοι τους μέ πρόσωπα αὐλακωμένα ἀπό τά δάκρυα ἀλληλοσυγχωροῦνται. Κι ὕστερα, στραμμένοι πρός τόν οὐρανό, σείονται οἱ πλαγιές ἀπό τίς ἐναρμονισμένες βροντώδεις φωνές τους: «Ζήτω ἡ Ἑλλάδα μας!». Ὁ αἱμοδιψής τύραννος ἐνεργοποιεῖ τά πολυβόλα. «Ἔπεσαν ὅλοι στό χῶμα. Ἕναν-ἕναν παίρνοντάς τους οἱ βάρβαροι, τούς πέταξαν μέσα στή χαράδρα, 150 μέτρα βάθος. Ὁ μικρός Ἠλίας προσπαθοῦσε νά τραβήξει τόν γέροντα ἡγούμενο. Προφταίνει ὁ βάρβαρος, ἁρπάζει τόν μικρό, τόν ταλαντεύει καί τόν πετᾶ ζωντανό στό χάος τοῦ φαραγγιοῦ», σημειώνει ὁ μητροπολίτης Λήμνου Διονύσιος στό βιβλίο του «Πιστοί ἄχρι θανάτου».
Ξένε, σάν βρεθεῖς προσκυνητής στό μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, μή λησμονήσεις νά ἐπισκεφθεῖς κι αὐτόν τόν αἱματοβαμμένο μαρτυρικό τόπο καί νά σιγοψάλεις «μνήσθητι, Κύριε, τῶν δούλων σου...», ὅλων αὐτῶν τῶν πολύπαθων πατέρων, πού κοσμοῦν τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία μέ τό ἀμάραντο στεφάνι τῆς δόξας.
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις, Δεκ. 2016