Ὅταν βρίσκει ὁ Θεός χοῦφτες ἀνοιχτές νά μοιράζουν, ἁπλόχερα κι Ἐκεῖνος τίς γεμίζει. Ἐνῶ οἱ χοῦφτες οἱ κλειστές μπρός στήν ἀνάγκη τοῦ ἀδελφοῦ, πῶς νά προσλάβουν τοῦ οὐρανοῦ τά δῶρα;
Καθώς μπαίνουμε στόν Δεκέμβριο, τόν μήνα πού γιορτάζουμε τή σαρκωμένη Ἀγάπη, μᾶς ὑποδέχεται ἕνας ἅγιος πού ταύτισε τή ζωή του μέ τό χρέος τῆς ἀγάπης, γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας τόν ὀνόμασε «Ἐλεήμονα».
Γεννημένος τόν 8ο αἰώνα στήν πόλη Ἄμνεια τῆς Παφλαγονίας, ὁ Φιλάρετος ἦταν ἐξαιρετικά πλούσιος. Εἶχε στήν ἰδιοκτησία του ἑφτακόσια βόδια, ὀχτακόσια ὀγδόντα ἄλογα, δώδεκα χιλιάδες πρόβατα, πολλά μελίσσια καί ἀκόμη σαράντα ὀκτώ μεγάλα κι εὔφορα κτήματα, πολλούς ὑπηρέτες καί μεγάλη περιουσία. Μέ τή σύζυγό του Θεοσεβώ ἀπέκτησε τρία παιδιά: τόν Ἰωάννη, τήν Ὑπατία καί τήν Εὐανθία. Ὡς καλός οἰκονόμος τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ πρόσφερε ἁπλόχερα στούς ἐνδεεῖς ἀδελφούς ὅ,τι εἶχαν ἀνάγκη. Ἡ φήμη του εἶχε ἐξαπλωθεῖ σέ ὅλη τήν περιοχή, ὥστε ὅποιος ἔχανε κάποιο ζῶο του, κατέφευγε στόν Φιλάρετο. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ τόν φιλοξενοῦσε πλουσιοπάροχα, τόν ἄφηνε νά διαλέξει ἀπό τά κοπάδια του ὅποιο ζῶο χρειαζόταν.
Κάποτε ὅμως, ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ὁδηγηθεῖ σέ μεγάλη φτώχεια σάν ἄλλος Ἰώβ καί τοῦ ἀπέμειναν μόνο ἕνα ζευγάρι βόδια, μία ἀγελάδα μέ τό μοσχαράκι της, ἕνα ἄλογο, ἕνα γαϊδουράκι καί μερικά μελίσσια. Ὅμως οὔτε καί τότε ἔπαψε νά ἐλεεῖ.
Μιά μέρα πού τό βόδι κάποιου φτωχοῦ γεωργοῦ ψόφησε, ὁ Φιλάρετος δέν δίστασε νά τοῦ δώσει τό δικό του καί γύρισε στό σπίτι του μέ ἕνα μόνο βόδι, κουβαλώντας ὁ ἴδιος τόν ζυγό καί τό ἄροτρο. Κι ὅταν σέ λίγες μέρες ψόφησε καί τό δεύτερο βόδι τοῦ γεωργοῦ, τοῦ ἔδωσε ὁ Φιλάρετος καί τό τελευταῖο δικό του βόδι, γιά νά ’χει δύο ἐκεῖνος καί νά μπορεῖ νά τά ζεύει στό ὄργωμα. Ἐλεοῦσε χωρίς ὑπολογισμούς κι ἔτσι σιγά σιγά χάρισε καί τά ἄλλα ζῶα πού τοῦ εἶχαν ἀπομείνει.
Γιά ὅλα αὐτά ἀντιμετώπιζε τά παράπονα τῆς συζύγου καί τῶν παιδιῶν του μέ πραότητα, διάκριση καί ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γιά νά καθησυχάσει μάλιστα τήν ταραχή τους, τούς εἶπε μιά μέρα: «Μή λυπάστε, γιατί ἔχω σέ ἕναν τόπο πολύ χρῆμα κρυμμένο. Ἔκρινα καλύτερο νά πουλήσω τά ζῶα ἕνα ἕνα καί τήν ἀξία τους τήν ἔκρυβα σέ ἄφθαρτο δοχεῖο». Κι ἦταν ὄντως «ἄφθαρτο δοχεῖο» οἱ χοῦφτες τῶν φτωχῶν, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βεβαιώνει «ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μθ 25,40). Κι ὅταν ἀνταποδίδει ὁ Θεός, μόνο πολλά ξέρει νά δίνει… Ἔτσι, μετά ἀπό καιρό ἀποκατέστησε καί τόν Φιλάρετο στήν πρώτη του δόξα. Ἡ ἐγγονή του Μαρία ἐπιλέχθηκε νά γίνει σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ΄ καί ὅλη ἡ οἰκογένειά της τιμήθηκε μέ δῶρα καί ἀξιώματα. Ὁ αὐτοκράτορας ἔδωσε στόν γέροντα Φιλάρετο πολλά χρήματα κι ἐκεῖνος καί πάλι ἀδιάκοπα τά μοίραζε στούς φτωχούς. Μάλιστα, μιά μέρα ἀνακοίνωσε στούς δικούς του ὅτι πρόκειται νά κάνουν τραπέζι στόν βασιλιά καί σέ ὅλους τούς ἄρχοντες. Τό τραπέζι ἑτοιμάστηκε πλουσιοπάροχο καί σέ λίγο κατέφτασαν ἑκατό περίπου «ἐπίσημοι», τούς ὁποίους εἶχε προσ- καλέσει ὁ Ἅγιος: φτωχοί, ἀνάπηροι, κουτσοί, γέροντες… Τούς παρέθεσαν βασιλικό δεῖπνο καί φεύγοντας ἔδωσαν στόν καθένα ἀπό δέκα νομίσματα.
Ὅταν πλησίαζε τό τέλος του, τό πληροφορήθηκε ὁ ἅγιος Φιλάρετος καί ἀφοῦ κάλεσε ὅλους τούς συγγενεῖς του, τούς συμβούλευε νά μιμηθοῦν τό παράδειγμά του καί νά αὐξάνουν τίς οὐράνιες καταθέσεις τους, δίνοντας ἁπλόχερα στούς φτωχούς. Ὕστερα, τούς εὐλόγησε ἕναν ἕναν καί ξαφνικά ἔλαμψε τό πρόσωπό του καί εὐωδίασε ὅλο τό σπίτι! Ὁ ἅγιος γέροντας ἄρχισε νά λέει τό «Πιστεύω…» καί τό «Πάτερ ἡμῶν…»· μέ τό «γενηθήτω τὸ θέλημά σου» στά χείλη του παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό. Ἦταν 1η Δεκεμβρίου τοῦ 792 μ.Χ.
Στίς μέρες μας πολύς ὁ λόγος περί πτωχεύσεως… Εἶναι τά μειωμένα ἔσοδα πού μείωσαν τή χαρά καί τήν εἰρήνη μας; Εἶναι τά αὐξημένα ἔξοδα πού αὔξησαν τό ἄγχος καί τήν ἀπελπισία μας; Ἤ μήπως ἔχουν πτωχεύσει οἱ καρδιές μας καί βλέπουμε τίς ἀνάγκες μας μεγαλύτερες ἀπ’ τίς ἀνάγκες τοῦ ἀδελφοῦ;
Γρηγόριος