Ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής συνδέει στό πρόσωπό του καί στό ἔργο του τίς δύο διαθῆκες, τήν παλαιά καί τήν καινή. Ὑπῆρξε ὄχι ἁπλῶς ἕνας προφήτης τῆς παλαιᾶς, ἀλλά, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, «ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς προφῆτες» (βλ. Λκ 7,28). Καί αὐτό διότι ἐνῶ οἱ προγενέστεροί του προφήτευσαν τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἀλλά δέν τήν γεύθηκαν, αὐτός τήν εἶδε, τήν ἔδειξε καί τήν ἀπόλαυσε.
Ἦταν γιός τοῦ ἱερέα Ζαχαρία καί τῆς Ἐλισάβετ, ἀπογόνου τοῦ Ἀαρών. Γεννήθηκε μέ θαυμαστό τρόπο. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἡλικιωμένοι, καί μάλιστα ἡ Ἐλισάβετ ἦταν καί στεῖρα. Κάποτε, σέ μιά ἀπό τίς ἐφημερίες τοῦ Ζαχαρία στόν Ναό καί ἐνῶ πρόσφερε τήν θυσία τοῦ θυμιάματος, τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ ἄγγελος Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θά ἀποκτήσει γιό καί θά τόν ὀνομάσει Ἰωάννη. Τό παιδί αὐτό, εἶπε ὁ Γαβριήλ, «θά εἶναι μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Θά Τοῦ εἶναι ἀφιερωμένος ἰσόβια ὡς ναζιραῖος καί θά ἔχει ὡς ἀποστολή του τήν προετοιμασία τοῦ Ἰσραήλ γιά νά δεχθεῖ τόν Μεσσία. Ὁ Ζαχαρίας ἀπίστησε στό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου. Γι’ αὐτό ἔμεινε κωφάλαλος μέχρι τήν γέννηση καί τήν περιτομή τοῦ παιδιοῦ. Τήν στιγμή πού ἔγραψε σέ πινακίδιο «Ἰωάννης εἶναι τ’ ὄνομά του» λύθηκε ἡ γλῶσσα του καί προφήτευσε κι αὐτός γιά τό θαυμαστό μέλλον τοῦ γιοῦ του (βλ. Λκ 1,5-25. 57-79).
«Ἰωάννης» σημαίνει στά ἑλληνικά «Θεόδωρος». Καί ὁ βαπτιστής ὑπῆρξε ἀληθινά δῶρο τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο στούς γονεῖς του καί στόν Ἰσραήλ ἀλλά καί σ’ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Τρία εἶναι τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητάς του:
α) Ἔζησε σ’ ὅλη του τήν ζωή στήν ἔρημο. Ὅπως εἶχε προφητεύσει γι’ αὐτόν ὁ Ἠσαΐας, ἦταν «φωνή ἑνός πού φωνάζει στήν ἔρημο: ἑτοιμάστε τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, ἰσιῶστε τούς δρόμους τοῦ Θεοῦ μας» (Ἠσ 40,3). Λένε μερικοί ἀπό τούς σύγχρονους μελετητές ὅτι εἶχε σχέση μέ τήν κοινότητα τῶν Ἐσσαίων, ἀσκητῶν στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας. Αὐτό ὡστόσο δέν ἰσχύει γιά πολλούς λόγους, ἀλλά κυρίως ἐπειδή τό ἀγνοεῖ ἐντελῶς ἡ Γραφή καί ὅσες μαρτυρίες ἔχουμε γι’ αὐτόν. Ὁ Ἰωάννης ἦταν ἐρημίτης, ντυμένος μέ τρίχινο ροῦχο καί τρεφόμενος μέ ἀκρίδες καί μέλι ἄγριο, γιά νά δηλώσει καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι οἱ κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων χωρίς Θεό εἶναι ἔρημοι. Καί μάλιστα εἶναι τόσο ἔρημοι ὥστε συμφέρει νά ζῆ κανείς στήν ἔρημο μέ σύντροφο τόν Θεό, παρά σ’ αὐτές.
β) Κήρυττε καί βάπτιζε. Αὐτό, ὅπως λέχθηκε, ἦταν τό κύριο ἔργο του. Ἐπιδίωκε ἔτσι νά προετοιμάσει τούς ἀνθρώπους γιά νά γίνουν ὑπήκοοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, πού ἔβλεπε νά ἔρχεται. Γιά νά δεχθοῦν τόν Χριστό. Μέ τό κήρυγμά του ξεχέρσωνε τίς καρδιές κι ἔσπερνε μέσα τους τήν μετάνοια. Ἦταν ἀπαραίτητο αὐτό. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα κράτος. Καί ὅπως γιά νά μποῦμε σ’ ἕνα ξένο κράτος χρειαζόμαστε ἔγγραφα, ταυτότητα ἤ διαβατήριο, ἀλλιῶς δέν γινόμαστε δεκτοί, ἔτσι καί γιά νά μπεῖς στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔλεγε ὁ Ἰωάννης, χρειάζεται ὁπωσδήποτε νά πληροῖς μιά προϋπόθεση: νά ἔχεις μετάνοια. Ἀπαιτεῖται δηλαδή νά ἀποβάλεις τήν παλιά σου ζωή, τά ἔργα σου πού εἶναι σημαδεμένα καί στιγματισμένα ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά νά μπεῖς στήν νέα ζωή τοῦ ἁγνοῦ Χριστοῦ καθαρός κι ἐσύ καί ἁγνός. Καί γιά νά κάνει ὁ Ἰωάννης πιό αἰσθητή τήν μετάνοια, γιά νά ἐντυπωθεῖ στόν νοῦ ὅσων τόν ἄκουγαν καί ἐποπτικά ἡ ἀνάγκη γιά κάθαρση, τούς βάπτιζε μετά ἀπό ἐξομολόγηση. Τό βάπτισμά του βεβαίως δέν ξέπλυνε ἀπό τήν ἁμαρτία. Αὐτό δέν ἦταν δική του δουλειά καί οὔτε θά μποροῦσε ἄλλωστε νά εἶναι. Αὐτό θά ἦταν ἔργο τοῦ Κυρίου. Ἔλεγε: «Τό βάπτισμά μου εἶναι βάπτισμα στό νερό, βάπτισμα μετάνοιας. Αὐτός ὅμως πού ἔρχεται μετά ἀπό μένα, εἶναι ἰσχυρότερός μου… Αὐτός θά σᾶς βαπτίσει στό Πνεῦμα τό ἅγιο καί στήν φωτιά» (Μθ 3,11).
γ) Τρίτο χαρακτηριστικό του ἦταν τό ταπεινό του φρόνημα καί ἡ πιστότητά του στόν Κύριο. Γιά ἕνα διάστημα ἦταν «τό πρόσωπο τῆς ἡμέρας». Εἵλκυε κοντά του πλήθη λαοῦ καί γιά πολλούς ἀπ’ αὐτούς ταυτιζόταν μέ τόν προσδοκώμενο Μεσσία. Ὅμως ὁ Ἰωάννης, αὐτό τό «πιστό σκυλί» τοῦ Θεοῦ, δέν ξέφυγε ἀπό τήν ἀποστολή του οὔτε κατ’ ἐλάχιστον. Ἤξερε ποιός ἦταν. Δέν ξυπάσθηκε ποτέ ὅπως ἄλλοι ψευτομεσσίες. Στούς ἀπεσταλμένους ἀπό τούς θρησκευτικούς ἄρχοντες τῶν Ἰεροσολύμων πού ἤθελαν νά μάθουν τήν ταυτότητά του, τό ξεκαθάρισε: «Δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Χριστός» (Ἰω 1,20). Ἀλλά καί πάντοτε κήρυττε γιά τόν Χριστό πού θά ἔρθει μετά ἀπ’ αὐτόν καί ὁ ὁποῖος εἶναι τόσο ἀνώτερός του ὥστε ὁ ἴδιος δέν εἶναι ἄξιος οὔτε τό λουρί ἀπό τό ὑπόδημά του νά λύσει. Κι ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ νά ἔρχεται γιά νά τόν βαπτίσει, τόν ἐμπόδιζε συγκλονισμένος λέγοντας: «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτισθῶ ἀπό σένα καί σύ ἔρχεσαι σέ μένα;» (Μθ 3,14). Κι ἀκόμη, ὅταν ἀργότερα κάποιοι μαθητές του δυσανασχέτησαν μέ τήν ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος τοῦ Κυρίου εἰς βάρος τοῦ διδασκάλου τους, ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πάρει τίποτε, ἐάν δέν τοῦ εἶναι δοσμένο ἀπό τόν οὐρανό. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι μαρτυρεῖτε ὅτι εἶπα: δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Χριστός, ἀλλ’ ἕνας ἀπεσταλμένος μπροστά ἀπ’ αὐτόν. Γαμπρός εἶναι αὐτός πού ἔχει τήν νύφη• ὁ δέ φίλος τοῦ γαμπροῦ, πού στέκεται καί τόν ἀκούει, χαίρεται γιά τήν χαρούμενη φωνή τοῦ γαμπροῦ. Αὐτή λοιπόν ἡ χαρά μου ἔχει ὁλοκληρωθεῖ. Ἐκεῖνος πρέπει νά αὐξάνει κι ἐγώ νά μειώνομαι» (Ἰω 3,27-30). Τέλος, τήν πιστότητά του στόν Θεό δείχνει ἐπίσης ὁ μαρτυρικός του θάνατος. Ἀνυποχώρητος ὑπερασπιστής τοῦ θείου νόμου δέν κάμφθηκε οὔτε ὅταν ὁ Ἡρώδης Ἀντύπας τόν φυλάκισε ἐπειδή μέ τό κήρυγμά του ἤλεγχε τίς παρανομίες του. Οὔτε ὅταν ἔλαμψε μπροστά του τό ξίφος τοῦ δημίου πού τόν ἀποκεφάλισε γιά τό καπρίτσιο ἑνός γυναίου.
Αὐτός ἦταν σέ γενικές γραμμές ὁ Ἰωάννης. Ἕνας πιστός στρατιώτης στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἄνθρωπος στόν ὁποῖο κατ’ ἐξοχήν ἁρμόζει ὁ λόγος τῆς Γραφῆς ὅτι «δέν τοῦ ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος» (Ἑβ 11,38).
Ἄς ἔχουμε τίς πρεσβεῖες του.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις, Ἰαν. 2017