Ἡ ὑπαρξιακή δομή τῶν χριστιανῶν

ekklisia   Ὑπάρχει παρεξήγηση γιά τό τί εἶναι ὑπαρξιακά οἱ χριστιανοί. Ἀνέκαθεν διαδίδονται ποικίλες πλάνες καί συκοφαντίες γιά «τό γένος τῶν χριστιανῶν». Συχνά καί οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί ἀγνοοῦν τήν πραγματική ὀντότητά τους, δέν συνειδητοποιοῦν τήν οἰκοδομούμενη χριστιανική ὑπόστασή τους. Ἡ πλάνη, ἡ συκοφαντία καί ἡ ἄγνοια γιά τήν ὑπαρξιακή δομή τῶν χριστιανῶν, ἀσφαλῶς εἶναι στήν κυριολεξία σατανικά κατορθώματα, πού νωθραίνουν, ἀποπροσανατολίζουν τούς χριστιανούς καί κρατοῦν ἑκατομμύρια ἀνθρώπους μακριά ἀπό τή χριστιανοποίηση. Διότι, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει λογικός ἄνθρωπος πού νά γνωρίζει σωστά τήν οὐσία τῆς χριστιανικότητος καί νά μή λαχταρᾶ, νά μή σπεύδει μέ κάθε θυσία νά γίνει χριστιανός. Γι’ αὐτό, οἱ χριστιανοί πού συνειδητοποιοῦν τή χριστιανική ὕπαρξή τους, σέ ὅλες τίς ἐποχές, αἰσθάνονται ἀνάγκη καί χρέος «νά μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη», νά ἀποκαλύπτουν καί νά προβάλλουν στούς ἀνθρώπους τή γνήσια χριστιανικότητα.
   Ἀπό τήν ἀρχή τονίζουμε μέ ἔμφαση ὅτι οἱ χριστιανοί δέν εἶναι σκέτοι ἄνθρωποι. Διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς ἀνθρώπους. Διαφέρουν στήν οὐσία τους, στή φύση τους, στήν ὕπαρξή τους. Ἡ χριστιανικότητα τῶν χριστιανῶν δέν εἶναι ἠθικό γνώρισμα ἤ κοινωνική ἰδιομορφία ἤ θεολογία ἤ θρησκεία κάποιων ἀνθρώπων. Εἶναι «καινή κτίση», εἶναι κυοφορούμενη νέα ὕπαρξη, πού ἔχει δικά της γνωρίσματα, δικές της διαστάσεις, ἀλλιώτικη ἀρχή, ἀπέραντη προοπτική. Ὅπως ἡ ἀνθρωπότητα ἄρχισε ἀπό τόν Ἀδάμ νά ὑπάρχει πάνω στή γῆ ὡς ξεχωριστή ὕπαρξη καί ἁπλώνεται ἔκτοτε μέ τά ἀναρίθμητα ἀνθρώπινα πρόσωπα, ἔτσι καί ἡ χριστιανική ὕπαρξη ἄρχισε μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό νά ὑπάρχει πάνω στή γῆ ὡς «καινή κτίση» καί ἁπλώνεται ἔκτοτε στούς ἀναρίθμητους χριστιανούς ὅλων τῶν ἐποχῶν.
   Μέ δυό λόγια, ἄλλο εἶδος ὕπαρξης εἶναι οἱ ἄνθρωποι καί ἄλλο εἶδος ὕπαρξης εἶναι οἱ χριστιανοί. Προέρχονται, βέβαια, ἀπό τούς ἀνθρώπους οἱ χριστιανοί, ἀλλά διαφέρουν οὐσιαστικά ἀπό αὐτούς. Εἶναι ξεχωριστά ὄντα. Εἶναι θεανθρώπινες ὑποστάσεις, ὅπως ὁ γενάρχης τους Χριστός. Ὅπως συγγενεύουν τά ζῶα μέ τά φυτά, ἀλλά δέν εἶναι φυτά, ὅπως συγγενεύουν οἱ ἄνθρωποι μέ τά ζῶα, ἀλλά δέν εἶναι σκέτα ζῶα, ἔτσι συγγενεύουν οἱ χριστιανοί μέ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά δέν εἶναι μόνον ἄνθρωποι. Τά ζῶα μοιάζουν μέ τά φυτά, διότι, ὅπως ἐκεῖνα, εἶναι κτιστά. Ἀλλά διαφέρουν ριζικά ἀπό αὐτά, διότι ἔχουν ὁρμές, αἰσθήματα, ἔνστικτα, πού δέν ἔχουν βέβαια τά φυτά. Τό ἴδιο καί οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν μέ τά ζῶα, ἀλλά ἔχουν οὐσιαστική εἰδοποιό διαφορά, τόν νοῦ, τή σκέψη, τήν ἔκφραση, τήν αὐτοσυνειδησία, τήν ἐλευθερία, τίς πνευματικές λαχτάρες, τήν «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργία τους, πού φυσικά δέν ἔχουν τά ζῶα. Ἔτσι γίνεται καί μέ τούς χριστιανούς. Μοιάζουν μέ τούς ἀνθρώπους, προέρχονται ἀπό αὐτούς. Ἔχουν ἀνθρώπινη μορφή, ἀνθρώπινο σῶμα, ἀνθρώπινη ψυχή, ἀνθρώπινα σωματικά καί πνευματικά χαρακτηριστικά. Εἶναι κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ κτισμένοι. Ἀλλά στούς χριστιανούς, ὅλα αὐτά εἶναι διαφοροποιημένα καί ἀνακαινισμένα στή ρίζα τους. Στούς χριστιανούς, ἡ κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργημένη ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἑνώνεται μέ τό πρωτότυπο, πού εἶναι ὁ Χριστός, καί αὐτός «οἰκίζει» τόν ἑαυτό του στούς χριστιανούς. Οἱ χριστιανοί δείχνουν σκέτοι ἄνθρωποι, ὅπως σκέτος ἄνθρωπος ἔδειχνε καί ὁ Χριστός. Ἀλλά, ὅπως ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, ἔτσι καί οἱ χριστιανοί εἶναι ὑπό κατασκευήν χριστοί, κατά χάριν Θεοῦ θεάνθρωποι.
   Ἀκριβῶς, ἐπειδή διαφέρει ὄχι ἁπλῶς ἠθικά, ἀλλά κυρίως ὑπαρξιακά ὁ χριστιανός ἀπό τόν ἄνθρωπο, γι᾿ αὐτό δέν μπορεῖ ἀπό μόνος του ὁ ἄνθρωπος νά γίνει χριστιανός. Χρειάζεται τή δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τό ἅγιο Πνεῦμα ἐπεσκίασε τήν Παναγία καί τήν κατέστησε «μακαρία ὕπαρξη» μές στήν ὁποία κυοφορήθηκε καί ἐνσαρκώθηκε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἔτσι, τό ἴδιο τό ἅγιο Πνεῦμα μέ τό ἅγιο Βάπτισμα φυτεύει στούς ἀνθρώπους τή χριστιανική ὕπαρξη, στό ἅγιο Χρῖσμα τήν προικίζει μέ τήν αὐξητική δύναμη, καί μέ τή θεία Εὐχαριστία τή συντηρεῖ καί τήν ἁπλώνει. Δηλαδή, μέ τά ἅγια μυστήρια, μέ τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή, ἐπιτελεῖται στούς θεληματικά προσερχομένους ἀνθρώπους τό μέγα θαῦμα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀλλαγῆς καί μεταποιήσεώς τους, πού τούς κάνει ἀπό θνητούς ἀνθρώπους θεανθρώπους, υἱούς Θεοῦ καί ὁμοθέους κατά χάριν. Ὁ Θεός πού, μετά τόν πνευματικό κόσμο ἔκτισε βαθμίδα-βαθμίδα τόν ὑλικό κόσμο, τά φυτά, τά ζῶα, τούς ἀνθρώπους, τώρα, μέ τίς ἐκκλησιαστικές διαδικασίες, κατασκευάζει τούς χριστιανούς. Το ἅγιο Πνεῦμα, πού «ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος», πού οὐσιώνει τά φυτά, πού ζωοποιεῖ τά ζῶα, πού λογικοποιεῖ τούς ἀνθρώπους, τώρα, στήν ἐκκλησιαστική ζωή, φυτεύει μέσα στούς ἀνθρώπους τή χριστιανικότητα, τήν αὐξάνει, τή συντηρεῖ, τήν ἑτοιμάζει γιά τήν αἰωνιότητα.
   Ὅμως, ἐνῶ ὅλα τά ἄλλα κτίσματα δημιουργήθηκαν καί συντηροῦνται μέ μόνη τή θέληση τοῦ Θεοῦ, οἱ χριστιανοί δημιουργοῦνται καί συντηροῦνται βέβαια ἀπό τόν Θεό, ἀλλά μέ τή δική τους θεληματική συνέργεια. Γι᾿ αὐτό, τά ἄλλα ὄντα δέν ἀρνοῦνται καί δέν ἀλλάζουν τήν ὕπαρξή τους. Πολλοί χριστιανοί, ὅμως, δυστυχῶς δέν προσέχουν, διακόπτουν τήν κοινωνία τους μέ τόν Χριστό στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί πισωγυρίζουν στήν ἀνθρώπινη κατάσταση. Καί αὐτό εἶναι ἡ μεγαλύτερη συμφορά πού μπορεῖ νά πάθει ὁ χριστιανός, ἅμα δέν προσέχει καί ἀποκόπτεται ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Διότι, ἡ χριστιανοποίηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ὕψιστος προορισμός του καί ἡ μοναδική δικαίωσή του. Μόνο ἅμα ἀπό ἀνθρώπινη θνητή ὕπαρξη γίνει χριστοΰπαρξη ὁ ἄνθρωπος, μόνο τότε ἀσφαλίζεται καί ὁλοκληρώνεται καί δικαιώνεται. Γι᾿ αὐτό, ἠ ἐκκλησιαστική ζωή, πού σπάει τό φράγμα τῆς ἀνθρώπινης θνητότητος καί θεανθρωποποιεῖ τόν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ μόνη πραγματική καί στήν κυριολεξία ἐπανάσταση, πού ἐπαν-ἀνασταίνει τόν ἄνθρωπο καί τόν θεώνει.
   Λοιπόν, οἱ χριστιανοί δέν εἶναι ἁπλῶς καλοί ἄνθρωποι. Εἶναι ἄνθρωποι πού μέ τή συμμετοχή τους στήν ἐκκλησιαστική ζωή χριστώνονται καί θεώνονται.
 

Δῆμος Χρ. Ματσκίδης
Θεολόγος τ.Γυμνασιάρχης