Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα γεγονός μέσα στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἀλλά ὁ στόχος καί ὁ σκοπός αὐτοῦ τοῦ σχεδίου. Ἡ ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἡ Πεντηκοστή, ἡ ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί ἡ Δευτέρα Παρουσία Του, ὅλα νοηματοδοτοῦνται ἀπ᾽ αὐτήν.
Ὁ Χριστός τρεῖς ἡμέρες μετά ἀπό τόν θάνατό του ἀναστήθηκε. Τί θά πεῖ ὅτι ἀναστήθηκε; Δέν θά πεῖ ἁπλῶς ὅτι ἐπανῆλθε στήν ζωή, ἀλλά ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία μητέρα του δοξάσθηκε καί θεώθηκε. Ὅτι ντύθηκε τήν ἀφθαρσία καί κάθισε στά δεξιά τοῦ Πατρός. Ὅ,τι ἐννοοῦμε δηλαδή μέ τόν ὅρο «ἀνάληψη». Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀναστάς ἐκεῖνο τό πρωινό τῆς πρώτης Κυριακῆς εἶπε στήν Μαρία τήν Μαγδαληνή· «ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν» (Ἰω 20,17). Οἱ μαθητές του βέβαια θά τόν δοῦν νά ἀναλαμβάνεται στά πλαίσια τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου σαράντα ἡμέρες μετά, ἀλλά στήν συχνότητα τοῦ Θεοῦ ἡ Ἀνάληψη συνέβη κατά τήν Ἀνάσταση. Ἀνάσταση, λοιπόν, ἴσον Ἀνάληψη.
Ἀλλά καί ἡ Πεντηκοστή καί ἡ ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας συνδέονται μέ τήν Ἀνάσταση. Ὁ Κύριος δίνει στούς μαθητές του τό Πνεῦμα τό ἅγιο κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως. Ὅπως σημειώνει ὁ αὐτόπτης μάρτυρας καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης, τούς ἐμφανίσθηκε καί, ἀφοῦ τούς ἔδειξε τά τρυπημένα του χέρια καί τήν πληγωμένη πλευρά του γιά νά βεβαιωθοῦν ὅτι εἶναι ὁ διδάσκαλός τους πού ἀναστήθηκε, «φύσηξε καί τούς λέει· λάβετε Πνεῦμα ἅγιο· σέ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες, σέ ὅποιους τίς κρατήσετε ἀσυγχώρητες, θά κρατηθοῦν ἔτσι» (Ἰω 20,22-23). Τούς δίνει τότε τό ἅγιο Πνεῦμα ὡς δῶρο τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ἐξουσίας πού τοῦ δόθηκε «στόν οὐρανό καί στήν γῆ» (Μθ 28, 18), ὡστόσο οἱ μαθητές του θά τό λάβουν πενήντα ἡμέρες μετά. Δηλαδή καί πάλι στήν συχνότητα τοῦ Θεοῦ Ἀνάσταση ἴσον Πεντηκοστή.
Ἐπίσης ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γιά τήν «λογική» τοῦ Θεοῦ σημαίνει τό τέλος τῆς ἱστορίας, τά ἔσχατα, τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἀφοῦ ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, δέν ἀπομένει τίποτε ἄλλο. Ὁ ἄνθρωπος σώθηκε. Ὁ Σατανᾶς ἡττήθηκε. Ὁ θάνατος καταργήθηκε. Βέβαια τό ὅτι Ἀνάσταση ἴσον Δευτέρα Παρουσία σέ μᾶς πού ζοῦμε σύμφωνα μέ τούς ρυθμούς καί τούς κανόνες τῶν κτιστῶν, φαίνεται ἀκατανόητο, γιά τόν Θεό ὅμως πού δέν ὑπόκειται στόν χρόνο καί στίς διαστάσεις του, εἶναι μιά πραγματικότητα. Θά τό καταλάβουμε αὐτό καλύτερα ἄν ἀναλογισθοῦμε τόν τρόπο τῆς προφητείας. Ὁ προφήτης Ἰωήλ, φέρ᾽ εἰπεῖν, στό 3ο κεφάλαιο τῆς προφητείας του προφητεύει τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἀμέσως μετά, σάν νά εἶναι ἕνα γεγονός, τά σημεῖα πού θά συμβοῦν πρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας: «Καί μετά ἀπ᾽ αὐτά θά χύσω ἀπό τό Πνεῦμα μου σέ κάθε ἄνθρωπο καί οἱ γιοί σας καί οἱ θυγατέρες σας θά προφητεύσουν… καί θά δείξω θαυμαστά σημάδια στόν οὐρανό καί στήν γῆ, αἷμα καί φωτιά καί σύννεφο καπνοῦ· ὁ ἥλιος θά μεταβληθεῖ σέ σκοτάδι καί ἡ σελήνη θά γίνει κόκκινη σάν αἷμα πρίν ἔρθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη καί ἐπιφανής» (Ἰλ 3,1-4· Πρξ 2,17-20). Δηλαδή στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἡ Πεντηκοστή, ἡ Δευτέρα Παρουσία καί, συνεπῶς, ἡ Ἀνάσταση καί ἡ Ἀνάληψη εἶναι ἀδιάκριτα· εἶναι τό ἕνα μυστήριο τῆς σωτηρίας μας.
Αὐτό τό μυστήριο τό ζοῦμε ἐδῶ καί τώρα κάθε φορά πού μετέχουμε στήν θεία Λειτουργία. Τί εἶναι ἡ θεία Λειτουργία; Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό μιά ἀποκάλυψη καί ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Καί μάλιστα θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι εἶναι ἀνώτερη ἀπό τίς ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου τότε, ἱστορικά, στούς μαθητές του. Στήν θεία Λειτουργία δέν βλέπουμε καί δέν ψηλαφοῦμε ἁπλῶς τόν ἀναστημένο Χριστό, ἀλλά τόν ὑποδεχόμαστε μέσα μας, τόν κοινωνοῦμε, γίνεται ἑαυτός μας. Καί μαζί ζοῦμε καί τά ἄλλα γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας: ἀπολαμβάνουμε τήν δόξα τοῦ Κυρίου, οἰκειωνόμαστε τήν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γινόμαστε μέτοχοι τῆς ἀτελεύτητης ζωῆς. Γι᾽ αὐτό καί στήν εὐχή τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς ὁ ἱερέας μνημονεύει τήν Δευτέρα Παρουσία σάν ἕνα γεγονός πού ἔχει ἤδη συντελεσθεῖ: «Ἔχοντας μνημονεύσει, λοιπόν, τήν σωτήρια αὐτή ἐντολή (δηλαδή τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου νά τελοῦμε τήν θεία Λειτουργία) καί ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει γιά χάρη μας, τόν σταυρό, τόν τάφο, τήν τριήμερη ἀνάσταση, τήν ἀνάβαση στούς οὐρανούς, τό ὅτι κάθισε ὁ Χριστός στά δεξιά τοῦ Πατρός, τήν δεύτερη καί ἔνδοξη παρουσία Του…».
Ὅλα αὐτά βέβαια τά ζοῦμε ἐδῶ στήν γῆ «διὰ πίστεως… οὐ διὰ εἴδους» (Β΄ Κο 5,7). Τά ἀντιλαμβανόμαστε δηλαδή μέ τήν αἴσθηση πού λέγεται πίστη καί ὄχι μέ τά μάτια μας. Μέλλει νά τά ἀπολαύσουμε καί μέ τά μάτια μας τότε, ὅταν ἀξιωθοῦμε τοῦ παραδείσου. Ἀλλά γιά νά πραγματοποιηθεῖ αὐτό, γιά νά μποῦμε στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτεῖται μιά προϋπόθεση: νά καθαρίζουμε διαρκῶς τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν βρομιά τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «Ὅποιος ἔχει τήν ἐλπίδα αὐτή στόν Χριστό (ὅτι θά τόν δεῖ, ὅτι θά μπεῖ στήν βασιλεία του) ἁγνίζει τόν ἑαυτό του, ὅπως ἐκεῖνος εἶναι ἁγνός» (Α΄ Ἰω 3,3). Ἀλλιῶς δέν γίνεται. Ὁ ἑαυτός μας εἶναι ἕνας καθρέφτης πού ἔχει προορισμό του νά ἀντανακλᾶ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Τόν βρομίζουμε μέ τήν ἁμαρτία; Θά τόν καθαρίζουμε μέ τήν μετάνοια. Μόνο νά μήν σταματήσουμε αὐτόν τόν ἀγώνα. Μέχρι πότε; Μέχρι τήν ἡμέρα ἐκείνη πού θά λάμψει ἀπό τό φῶς τοῦ Κυρίου καί θά μεταμορφωθεῖ ὅλος «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» (Β΄ Κο 3,18).
Μακάρι νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι αὐτῆς τῆς εὐλογημένης στιγμῆς!
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας