Η ΕΥΛΟΓΙΑ TOY ΠONOY

 pansedesὉ πόνος καί οἱ θλίψεις συνοδεύουν ἀνα­πό­φευκτα τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς πρῶτες στι­γμές τῆς ζωῆς του. Θά μποροῦσα μάλιστα νά πῶ χωρίς νά πέφτω ἔξω ὅτι ὁ πόνος εἶναι συν­ηθέστερη κατά­σταση ἀπό τήν χαρά· ὅτι ἡ καθημερινότητά μας εἶναι ζυμωμένη μαζί του.
 Δέν ἦταν πάντοτε ἔτσι. Ὁ Θεός μᾶς δημι­ούρ­γησε γιά τήν εὐτυχία. Μᾶς χάρισε τήν Ἐδέμ γιά νά ζοῦμε μέσα σ’ αὐτή εὐτυχισμένοι καί χαρού­μενοι. Ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε πόνος καί θλίψη. Μόνο χαρά, μόνο ἀγαλλίαση. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀρνήθηκε τόν Κύριό του κι ἔτσι ἔ­χασε αὐτό τό δῶρο. Μέ τήν πτώση του τά πρά­γματα ἄλλαξαν. Ὁ Ἀδάμ ἄρχισε νά βιώνει τί θά πεῖ ὀδύνη. Ἡ μεταβολή μάλιστα φάνηκε ἀπό τήν ἀρχή. Τό πρῶτο ἐκδή­λωμα αὐτῆς τῆς καινούργιας κατάστασης ἦταν ὁ φόβος. Ὅταν ὁ Θεός ἐπισκέφθηκε τόν παράδει­σο κατά τό δει­λινό, ὁ Ἀδάμ ἄκουσε τήν φωνή Του πού τόν κα­λοῦσε, καί κρύφτηκε ἐπειδή φοβόταν. Τό δεύτερο σύμπτωμα ἦταν ἡ ρήξη τῆς σχέσης του μέ τόν συν­άνθρωπό του, τήν Εὔα. Ὅταν ὁ Κύριος τόν ρώτησε μήπως ἔφαγε ἀπό τόν ἀ­παγορευμένο καρπό, ἐ­κεῖνος ἀντί νά ἀνα­λά­βει τήν εὐθύνη του εἶπε ὅτι ἡ Εὔα τοῦ ἔ­φταιξε, ἐκείνη τοῦ ἔδωσε νά φάει. Τό τρίτο σύμ­πτωμα ἦταν ἡ ρήξη τῆς σχέσης του μέ τήν φύση. Ὁ Ἀδάμ ἐκδιώχθηκε ἀπό τόν παράδεισο τῆς τρυφῆς κι ἄρχισε νά παλεύει γιά νά ἐπι­ζήσει σ’ ἕνα ἀφιλόξενο περιβάλλον, ὅπου τό σιτάρι φύ­τρωνε μαζί μέ τά ἀγκάθια καί ὅπου ἦταν ἐντελῶς ἀπροστάτευτος. Καί τό τέταρτο καί πιό ἐπώδυνο σύμπτωμα ἦταν ὁ θάνατος, ἡ ἐπι­στροφή τοῦ ἀν­θρώπου στό τίποτε ἀπ’ ὅπου προ­ῆλθε.
 Ἡ πηγή λοιπόν τοῦ πόνου καί τῶν θλί­ψεων εἶναι ἡ ἁμαρτία τῶν προπα­τό­ρων μας. Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα καί σ’ ὅλους τούς αἰῶνες, ἐμεῖς τά παιδιά καί οἱ κληρονόμοι τοῦ Ἀδάμ γευόμαστε καί θά γευόμαστε ἀπ’ αὐτό τό πικρό πο­τήρι. Κι αὐ­τό θά γίνεται μέχρι τήν ἡμέρα πού ὁ Κύ­ριος θά ἐξαλείψει ἀπό τούς δικούς του «κάθε δάκρυ ἀπό τά μάτια τους καί ὁ θά­νατος δέν θά ὑπάρχει πλέ­ον, οὔτε πένθος οὔτε κραυ­γή οὔτε πόνος δέν θά ὑπάρχει πλέον· διότι τά πρῶτα πέ­ρα­σαν» (Ἀπ 21,4).
 Ὁ πόνος ὡστόσο ἔχει καί τήν θετική του πλευρά. Φαίνεται παράξενο, ἀλλά δέν εἶναι. Διότι ὅπως ἔλεγε ἕνας ἅγιος γέροντας τῶν ἡμερῶν μας, «ἐκεῖ πού ὀργώνει ὁ Διάβολος, σπέρνει ὁ Θεός». Αὐτό πού ὁ Σατανᾶς θεώρησε ὡς νίκη του καί ὁ ἄνθρωπος ὡς τραγωδία του ἔγινε στά χέρια τοῦ Θεοῦ μέσο γιά τόν ἁγιασμό μας. Ὅταν ὁ πιστός πονᾶ καί πάσχει εἴτε ἀπό κάποια σοβαρή ἀσθέ­νεια εἴτε ἀπό κάποιο ἄλλο δυστύχημα στήν ζωή του εἴ­τε ἀπό τήν κακία τῶν συνανθρώπων του, πρέπει σ’ ὅλα αὐτά νά βλέπει τό παι­δα­γωγικό χέρι τοῦ Θε­οῦ. Ἀκόμη περισσό­τερο: πρέπει νά βλέ­πει τό χέρι τοῦ πατέρα του, πού τοῦ συμ­- περιφέρεται μέ αὐστηρότητα, ἐπειδή ἀ­κριβῶς τόν ἀνα­γνωρίζει ὡς παιδί του· ποιός πατέρας δέν δια­παιδαγωγεῖ ἔτσι τόν γιό του; Ἄν, λέει ὁ Παῦλος, δέν δο­κιμάζουμε τήν αὐστηρότητα τοῦ Θε­οῦ, τότε εἴμαστε νόθοι καί ὄχι ἀληθινά παιδιά του (βλ. Πρμ 3,12· Ἑβ 12,6-8).
 Καί ποῦ λοιπόν ἀποβλέπουν οἱ θλί­ψεις; Ἄν ὁ Θεός ἐπιτρέπει τέτοιους πει­ρασμούς, τό κάνει ὥστε ὁ πιστός του, ὁ γιός του, νά δοκιμάζεται ὅπως ὁ χρυσός μέσα στό καμίνι. Ὅπως δηλαδή ὁ χρυ­σός μέσα στήν φωτιά γίνεται λαμπρό­τερος καί καθαρός καθώς ἀποβάλ­λει κάθε ξένο στοιχεῖο, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τόν Χρι­στιανό. Οἱ θλίψεις συντρίβουν τόν ἐγωι­σμό καί τόν ναρκισσισμό του, τήν ἀρχή καί αἰτία τῆς ἁμαρτίας, καί τόν κάνουν νά παραδίνεται ὁλότελα στά χέρια τοῦ Κυρίου. Αὐτός πού πάσχει ἀντιλαμβάνε­ται ξεκάθαρα ὅτι οἱ δυνά­μεις του δέν τοῦ προσφέρουν αὐτάρ­κεια, ὅτι χωρίς τόν Χριστό εἶναι ἀνίκα­νος γιά ὁτιδήποτε (βλ. Ἰω 15,5).  Συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του, νιώθει τήν ἀνάγκη τῆς μετά­νοιας, τῆς ἐπι­στρο­φῆς στό σπίτι τοῦ πατέ­ρα. Ἀλλά κι ἄν ἀκόμη εἶναι δί­καιος, καταλαβαίνει ὅτι ἡ εὐσέβειά του δέν «ὑ­ποχρεώνει» τόν Θεό ἀπέναντί του καί ὅτι οἱ ὅποιες ἀρετές του χωρίς ταπεί­νωση καί ἐξάρ­τη­ση ἀπ’ Αὐτόν εἶναι «ὡς ῥάκος ἀπο­καθημένης» (Ἠσ 64,6). Θά ἔλε­γα ὅτι ἡ ὀδύνη καί οἱ θλίψεις εἶναι γιά τόν πι­στό σχολεῖο. Τό μεγάλο σχολεῖο αὐτῆς τῆς ζωῆς πού μᾶς διδάσκει πῶς νά εὐ­­α­ρε­στοῦμε στόν Κύριο. Σ’ αὐτό τό σχο­λεῖο φοίτησε ὁ Ἰώβ καί μέ τήν ὑπομονή πού ἐπέδειξε, ἀρίστευσε. Στό ἴδιο σχολεῖο φοί­τησε −αὐτό κι ἄν εἶναι παράδοξο!− ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ κι ἔγινε ἔτσι πρότυπο γιά ὅλους μας. Διότι ἄν Αὐτός, ὁ ἀναμάρτη­τος, ὑπέμεινε τόν πόνο καί τήν ὀδύνη στόν μέγιστο βαθμό κι ἔτσι, ὡς ἄνθρω­πος, «ἔμαθε μέσα ἀπό τά παθήματά του τήν ὑπακοή» στό θέλημα τοῦ Θεοῦ (Ἑβ 5,8), ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς πού θά ἀρνη­θοῦ­με αὐτή τήν παιδαγωγία;
 Ἀδελφέ μου καί σύν­­­­τροφέ μου στόν πό­νο, σέ καταλαβαί­νω. Ξέρω ὅτι πολλές φο­ρές ὁ πειρασμός αὐ­τός εἶ­ναι σκληρός· πολ­­­­­λές φο­ρές ὁ ἀνα­στε­ναγμός σέ πνίγει καί θολώνει τόν νοῦ σου. Μήν ἀπο­κάμεις ὅμως. Πρέπει νά συ­ν­ε­χίσουμε τόν ἀγῶνα μέ­χρι τέλους. Ὁ Κύ­ριος εἶναι ἀγάπη· πέ­­θανε γιά μᾶς. Στήν δύ­­σκο­λη πορεία μας μέ­σα ἀπό τά μονοπά­τια τῶν θλί­ψεων θά μᾶς συν­τρο­φεύει ὁ ἴ­διος καί δέν θά ἐ­πι­τρέψει νά δοκι­μασθοῦ­­με πε­ρισ­σό­τερο ἀ­π’ ὅσο ἀν­τέχουμε (βλ. Α΄ Κο 10,13).
 Ἄς προχωροῦμε λοι­­πόν. Βλέπεις; Ἑ­τοι­μάζουν στεφάνια γιά μᾶς. Ἄς μήν πᾶ­νε χαμένα. Λίγο ἀκόμη καί θά τά κερδί­σου­με. Λί­γο ἀκόμη καί θά ἀκού­σουμε ἐκείνη τήν μα­κά­ρια φωνή· «Εὖγε, δοῦ­λε ἀγαθέ καί ἔμ­πιστε!... Μπές στήν χα­ρά τοῦ Κυρίου σου» (Μθ 25,21). Σοῦ τό εὔ­χομαι ὁλό­ψυχα.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

"Ἀπολύτρωσις", Μάιος 2017