Νά τοῦ μοιάσω θέλω!

neomartyres c - «Δέ θά τή σώσεις ἐσύ τή χριστιανοσύνη… Κι ἄν δέν πᾶς στήν ἐκκλησία κα­μιά φορά, μπορεῖ νά λειτουργήσει ὁ πα­πάς καί χωρίς ἐσένα…», ἔτσι μοῦ ᾽παν, ἀντιλάλησε ὁλόγυρα στό Πυργί ἡ φωνή τοῦ μικροῦ Νικόλα ὅλη παράπονο. Τόν κοίταξε μέ συμπόνια ὁ παππούς του. Ἔ­συρε τή μεγάλη του παλάμη πάνω στά δύο δακρυσμένα μάτια. Ἀνακουφίστηκε τό παιδί. Τόν τελευταῖο και­ρό ὅλοι του οἱ φίλοι τόν κορόιδευαν, πού… «παρα­ῆ­ταν» τῆς Ἐκκλησίας. Κι ἡ Λενιώ, ἡ ἀ­δελ­φή του, τοῦ ᾽βγαζε δουλειά στόν μύλο γιά νά χάνει τόν ᾽σπερνό… «Μεγάλωσες τώρα», τοῦ ᾽λεγε.

 - Μή φοβᾶσαι καθόλου! Σέ σκεπάζει ὁ ἅγιός σου, ὁ Ἁι-Νικόλας ὁ νεομάρτυρας ἀπό τίς Καρυές, τό «ἀ­γλάισμα» τῆς Χίου, τόν βεβαίωσε ὁ παππούς. Ἔτσι κορόιδευ­αν καί τόν Ἅγιό μας...
Ἀπό μικρός ἦταν χαριτωμένος καί οἱ γονεῖς του –Πέτρος καί Σταματού- εὐ­σε­βεῖς. Σάν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα δέν ἔχασε τήν εὐλάβεια καί τήν ἐγκράτεια. Ἄκακος καί ἁπλός ἔμενε. Σέ ἡλικία εἴ­κο­σι ἐτῶν συμφώνησε  μ᾽ ἕνα συμπατριώτη του χτίστη νά πᾶνε μαζί στή Μαγνησία τῆς Μικρασίας νά ἐργαστοῦν.
 Κάποια μέρα -ὁ διάβολος τόν ζήλε­ψε- φάνηκε ὅτι ἔχασε τά λογικά του κι οἱ Τοῦρκοι θέλησαν νά τόν ἐξισλαμίσουν. Ἐκεῖνος ἀντιστάθηκε μέ τή σιωπή του. Στό νησί ὅμως ἔφτασε ἡ φήμη ὅτι ἀλλαξοπίστησε ὁ Νικόλας. Σάν γύρισε στή Χίο, κανείς δέν τοῦ συμ­πα­ραστά­θη­κε. Κι ἡ ἀδελφή του ἀκόμα ἄ­φησε νά τό­νε ντύσουνε τούρκικα καί νά τόν ὀνο­μάσουν Μεϊμέτη. Κεῖ πού ἔβοσκε τά ζῶα τῶν χασάπηδων τόν βρῆκε ὁ παπα-Κύ­ριλ­λος ὁ ἀρχιμανδρίτης. Μέ τόν ἁγιασμό πού τοῦ ᾽κανε ἔφυγε τό κακό.  Καί ὁ ἄκακος Νικόλας μέ τή μετάνοια, τήν προσ­ευχή, τήν αὐστηρή νηστεία «ἀ­πέβαλε τὴν φήμην τὴν πονηράν», ὅπως τό ψάλλουμε στίς ἐκκλησιές. Μέ τήν καρδιά του ὁμολογοῦσε: «Ἀδελφοί, οὐδέποτε ἐξώμοσα τήν πίστιν στόν Χριστόν!».
 Σάν συνελήφθηκε ἀπ᾽ τούς ἀνόμους, ὅλοι οἱ συγχωριανοί -ἄς ἦταν καί χρι­στια­νοί- κιότεψαν. Τόν παρακινοῦσαν νά τουρκέψει. «Δέ θά τή σώσεις ἐσύ τή χριστιανοσύνη», τοῦ ἔλεγαν. Γιά τόν ἑαυτό τους νοιάζονταν, μή καί τούς φυ­λα­κίσουν κι αὐτούς μαζί μέ τόν Νικόλαο. Τό εὐλογημένο παλληκάρι μέ τοῦτα τά φερσίματα τῶν συμπατριωτῶν του πόνε­σε πιότερο κι ἀπό τούς πεντακόσιους ραβδισμούς στά πόδια κι ἀπό τό τι­μω­ρητικό τό ξύλο κι ἀπ᾽ τήν ὑγρή τή φυλακή. Ἐ­κεῖνος σχεδίαζε ἀκόμη καί τό πλῆθος τῶν Τούρκων νά ὁδηγήσει στόν Χριστό. Ἄκου λοιπόν τί ἀπάντησε στόν μουφτή: «Οὔτε τίς κολακεῖες σας δέχομαι οὔτε τίς τιμωρίες καί τόν θάνατο φοβοῦμαι. Χριστιανός εἶ­μαι καί ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τίποτε δέν θά μέ χωρίσει. Ὅμως ἄν μέ ἀκούσετε ἐσεῖς πρῶτα σέ κάτι πού θά σᾶς ζητήσω, θά σᾶς ὑπακούσω κατόπιν κι ἐ­γώ».
 - Ποῦ τή βρῆκε αὐτή τή δύναμη, παππού; Τόν θαυμάζω!
 - Τό ἅγιο Πνεῦμα, λέει ἕνα τροπάρι στόν ’σπερνό του, τόν ἔκανε ἀτρόμητο καί τόν ἀνέδειξε νικητή τόν Νικόλαο. Στήν ἀρχή ξεγελάστηκαν καί δέχτηκαν νά τόν ὑπακούσουν. Ἐ­κεῖ­νος τούς εἶπε ἁπλά: «Θέλω νά βαπτιστεῖτε χριστιανοί… κατόπιν κάντε με ὅ,τι θέλετε!». Τότε ὅ­μως ἀγρίεψαν καί ἐπινόησαν σκληρά βασανιστήρια. Ἔχυσαν στή φυλακή νε­ρά, ἔβαλαν ὕστερα κάτω μία σανίδα μέ καρφιά καί ξάπλωσαν πάνω τόν μάρτυρα. Τοποθέτησαν μέ μανία πά­νω του μία βαρειά πλάκα. Ἔδεσαν τόν λαιμό του μέ ἁ­λυσί­δα καί τά πόδια του στό τιμωρητικό ξύ­λο.
  Μόνο δοξολογίες ὅμως ἔβγαιναν ἀπό τό στόμα του. Πῶς νά μήν τόν χαιρόμαστε σάν τό καύχημα ὅλης τῆς Χίου! Τό χέρι τοῦ Θε­οῦ μέ ἕνα σεισμό τόν ἀπάλλαξε ἀπό τή βαρειά πλάκα. Ὁ ἀθλοφόρος τοῦ Χριστοῦ μας –τί θαυμαστό!- δέν εἶχε κανένα σημάδι στό μαρτυρικό του σῶμα. Μετά ἀπό αὐτό πλημμύρισε ἀπό εὐωδία ὅλη ἡ φυλακή. Ἄλλοι τοῦ ζητοῦ­σαν ταπεινά συγγνώμη κι ἄλλοι μέ δέος τόν ἀναγνώρι­ζαν ἅγιο.
  Οἱ ἀσεβεῖς δέν ἔχασαν τίς ἐλπίδες τους. Ποιόν τρόπο καί ποιόν τόπο νά βροῦν, γιά νά τόν κάνουν νά ἀλλαξοπιστήσει; Τόν ἔριξαν σέ στάβλο μέ ἄλογα. Στό ποδοπάτημά τους ἔμεινε ἀβλαβής. Τόν ἔκλεισαν στά τείχη τῆς Σούδας, τοῦ κάστρου. Τόν πίεζαν ἐπίμονα νά τουρκέψει. Ζοῦσε χωρίς τροφή, μόνο μέ προσ­ευχή. Ἡ ἀγάπη του στόν Χριστό τόν κρά­- τησε ἀνυποχώρητο στά καινούργια βάσανα. Ὁ δήμιος τέλος τόν γονάτισε καί μαχαιρώνοντάς τον μέ πεῖσμα τόν ἔσφα­ξε σάν πρόβατο.
  Ἦταν 31 Ὀκτωβρίου τοῦ 1754. Ὁ οὐ­ρανός ἔκρυψε τόν ἥλιο του πάνω ἀπό ὅλη τή Χίο. Ὁλόλαμπρο ἀναστάσιμο φῶς ἀγκάλιασε μόνο τό ἁγιασμένο πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας. Ἔλαμπε τρεῖς νύχτες τό ἅγιο λείψανο, γιά νά ντροπιάζει τούς ἀλ­λόθρησκους, γιέ μου, καί νά δοξάζει τούς πιστούς.
  - Λάμπει ἀκόμα, παππού, ὁ Ἁι-Νικόλας! Νά τοῦ μοιάσω θέλω!

Οὐρανοδρόμος