Κάθε φορά πού πλησιάζει ὁ Ὀκτώβριος καί ὁ Μάρτιος, οἱ μῆνες τῶν ἐθνικῶν μας ἐπετείων, κάνω τήν ἴδια σκέψη: Στήν Ἑλλάδα τοῦ σήμερα, στήν παγκοσμιοποιημένη καί διαδικτυωμένη Ἑλλάδα, ἔχουν θέση ἆραγε ἡ μνήμη τοῦ ἡρωικοῦ χθές καί οἱ ἀξίες του; Ἀξίζει ἀκόμη ἡ φιλοπατρία;
Τό ἐρώτημα αὐτό, πού δέν εἶναι μόνο δικό μου, τό προκαλεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ σύγχρονος Ἕλληνας τείνει νά ἀπαλείψει τά ρωμαίικα χαρακτηριστικά του καί νά υἱοθετήσει πλήρως τήν δυτική νοοτροπία. Μ’ ἄλλα λόγια, δέν ἐνδιαφέρεται νά ἔχει ὡς μέτρο τῆς ὕπαρξής του τόν ἄλλο, τόν ἀδελφό, κάτι πού χαρακτήριζε ἀνέκαθεν τόν Ἕλληνα, ἀλλά νά εἶναι ἄτομο, ἕνα ὑπερτροφικό «ἐγώ». Ἡ συνέπεια εἶναι αὐτονόητη: Ὅλες οἱ σχέσεις πού δημιουργῶ μέ τούς συνανθρώπους μου εἶναι ἐξ ἀρχῆς ὑπονομευμένες. Πάσχουν καίρια ἀπό τόν ἐγωισμό μου καί ἀπό τήν τάση μου νά θέλω νά ἐπιβάλλομαι. Κριτήριο γι’ αὐτές δέν εἶναι οἱ ἀνάγκες μας καί ὁ ἀπό κοινοῦ μόχθος νά ἐξυπηρετηθοῦν, ἀλλά οἱ ἀνάγκες μου. Τά θέλω μου. Οἱ ἐπιθυμίες μου.
Σ’ ἕνα τέτοιο πλαίσιο εἶναι ἀδύνατο νά εὐδοκιμήσει ἡ φιλοπατρία. Φιλοπατρία δέν εἶναι οἱ ἐπετειακοί λόγοι πού ἐκφωνοῦνται ἐπειδή τό ἐπιβάλλει τό ἔθος, οἱ τυπικές δοξολογίες, οἱ παρελάσεις-πασαρέλες καί οἱ σημαιοστολισμοί στά ὅρια τοῦ κίτς. Ὅλα αὐτά, καθώς ἔχουν καταντήσει κίβδηλα καί χωρίς γνησιότητα, δυστυχῶς σέ πλεῖστες ὅσες περιπτώσεις ἱκανοποιοῦν γελοῖες ἰδιοτέλειες. Φιλοπατρία εἶναι νά πάσχω μέ τά παθήματα καί νά χαίρομαι μέ τίς χαρές τῶν ἀδελφῶν μου, μέ τούς ὁποίους μέ συνδέει ὑπαρξιακά ὁ ἴδιος τόπος, ἡ ἴδια ἱστορία, ἡ κοινή γλῶσσα, ὁ ἴδιος Θεός.
Αὐτό ἔκαναν οἱ ἥρωες τοῦ ’21, τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα καί τοῦ ’40. Ἀφουγκράστηκαν τά βάσανα τοῦ γένους καί χωρίς νά σκεφτοῦν τό «ἐγώ» τους τό θυσίασαν στόν βωμό τοῦ «ἐμεῖς». Αὐτό βέβαια δέν ἔγινε ἀπροϋπόθετα. Προηγήθηκε ἡ κατάλληλη παιδεία, ἡ πατριωτική, πού ἔσπειρε στίς καρδιές τους τόν πόθο τῆς θυσίας γιά τούς ἀδελφούς καί γιά τόν ἱερό γενέθλιο τόπο. Κι ὅταν λέω παιδεία δέν ἐννοῶ μόνο τό σχολεῖο· ἐννοῶ καί τήν οἰκογένεια καί τήν Ἐκκλησία καί γενικά τίς κοινωνίες μέσα στίς ὁποῖες μεγάλωσαν καί ἀνδρώθηκαν. Ἄν διασώθηκε ἡ ταυτότητα τοῦ Ἕλληνα μέσα ἀπό τήν λαίλαπα τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας τῶν πεντακοσίων χρόνων, εἶναι διότι μέσα σ’ αὐτές τίς δομές σφυρηλατήθηκε ἕνα ἀκατάλυτο «ἐμεῖς».
Γι’ αὐτό οἱ Ἕλληνες δέν πρέπει νά πιθηκίζουμε. Δέν μᾶς ταιριάζει. Προσπαθοῦμε νά μιμηθοῦμε τήν Δύση καί νά υἱοθετήσουμε τόν τρόπο ζωῆς τῆς Ἑσπερίας, καί ξεχνᾶμε ὅτι τήν φύση μας, τό πολιτισμικό DNA μας, τό ὁρίζει μιά ἄλλη παράδοση, ἡ παράδοση ἀκριβῶς τοῦ «ἐμεῖς». Αὐτή ἡ παράδοση, ὅταν λειτούργησε, γέννησε τήν ἀπαράμιλλη κλασική ἀρχαιότητα καί τήν χιλιόχρονη βυζαντινή αὐτοκρατορία. Κι αὐτή ἡ παράδοση, ὅπως εἶπα πιό πάνω, νίκησε καί ἐξουδετέρωσε τήν ὀθωμανική, πολιτισμική πρό πάντων, ἐπιβολή. Τί ἀνώτερο ἔχουν νά μᾶς δείξουν οἱ ἄλλοι λαοί, τό ὁποῖο ἀξίζει νά μιμηθοῦμε; Ζοῦμε ἐδῶ καί περισσότερο ἀπό τρεῖς χιλιάδες χρόνια στόν ἴδιο τόπο περικυκλωμένοι ἀπό ἐχθρούς κι ὅμως ἀντέχουμε. Ποιό ἔθνος ἔχει παρόμοια ἱστορία;
Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι θά ἐνδώσουμε στόν πειρασμό τοῦ σοβινισμοῦ, πού στήν οὐσία του εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ ἴδιου νομίσματος. Ὁ Ἕλληνας οὐδέποτε ὑπῆρξε σοβινιστής. Οὐδέποτε μίσησε ἄλλα ἔθνη ἤ προσπάθησε νά ἐπιβληθεῖ σέ ἄλλους λαούς ὡς ἡ «ἀρία φυλή». Ἰδίως ἀπό τότε πού ἐγκολπώθηκε τήν χριστιανική πίστη καί διδάχθηκε ὅτι «(στό καθεστώς τῆς Ἐκκλησίας) δέν ὑπάρχει ἐθνικός καί Ἰουδαῖος,… βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά ὅλα εἶναι Χριστός καί ὅλα τά διέπει ὁ Χριστός» (Γα 3,11). Ὁ σοβινιστής θεοποιεῖ τήν ἰδέα τῆς πατρίδας καί εἶναι πρόθυμος νά θυσιάσει στόν βωμό της τούς «ξένους» ἤ τούς «διαφορετικούς». Ἀντίθετα ὁ ἁγνός πατριώτης, καί τέτοιος ἦταν πάντοτε ὁ Ἕλληνας, θυσιάζει τόν ἑαυτό του γι’ αὐτήν.
Ὀκτώβριος λοιπόν πάλι καί ἡ ἐθνική μνήμη μᾶς προ(σ)καλεῖ νά ἀναθεωρήσουμε τίς ἐπιλογές μας. Δέν χρειάζεται νά ψάχνουμε ἐμεῖς γιά πρότυπα καί μάλιστα στά θολά νερά τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ἔχουμε τήν πλούσια καί μοναδική παρακαταθήκη τῶν ἡρώων μας πού μᾶς δείχνει τόν δρόμο. Μιά παρακαταθήκη πού κανένα εὐρωπαϊκό ἤ ἀμερικανικό χρηματιστήριο δέν μπορεῖ νά ἐκτιμήσει. Ἀρκεῖ νά τήν ἀξιοποιήσουμε.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Θεολόγος - Φιλόλογος