Νοέμβριος. Φθάνει ὁ χειμώνας, πληθαίνουν οἱ ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν ἀδελφῶν καί ἀπαιτεῖται ἡ δική μας συμπαράσταση. Γιά νά ἐπιτελεῖται ὅμως θεάρεστα τό ἱερό αὐτό ἔργο, ἀξίζει νά μαθητεύσουμε σέ μία ἁγία, πρωταθλητική καί ὁδηγητική μορφή, πού ἀνυψώθηκε στίς ἀκρώρειες τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης. Εἶναι ὁ ἅγιος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἰωάννης Ἐλεήμων, πού τή μνήμη του τιμοῦμε στίς 12 τοῦ μήνα.
Στήν Ἀμαθοῦντα τῆς Κύπρου εἶδε ὁ Ἅγιος τό φῶς τῆς ζωῆς στά μέσα τοῦ 6ου μ.Χ. αἰώνα. Ἀρχοντική ἡ καταγωγή του, ἄριστη ἡ ἐπίδοσή του στά γράμματα, ὑποδειγματική ἡ προσήλωσή του στά ἱερά γράμματα, πού τόν κατέστησαν ἄρτια προσωπικότητα. Σέ ὥριμη ἡλικία δοκιμάστηκε στό καμίνι τοῦ πόνου, τοῦ ἀπορφανισμοῦ ἀπό τά παιδιά καί τή γυναίκα του. Κι ἦταν τότε πού ἡ φωνή τοῦ λαοῦ ἐκτελώντας τή βουλή τοῦ Θεοῦ τόν ἀνέβασε στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὅπου ἀποδείχθηκε καλός ποιμένας καί στοργικός πατέρας ὅλων τῶν πονεμένων, φτωχῶν, προσφύγων, ταλαιπωρημένων ἀνθρώπων, πού συσσωρεύονταν στήν πρωτεύουσα τῆς Αἰγύπτου.
Σάν τόν ποταμό Νεῖλο, πού ἀρδεύει τή χώρα, ὁ ἅγιος πατριάρχης ἄρδευσε καί λίπανε πνευματικά τήν κοινωνία τῆς Ἀλεξάνδρειας καί ὅλης τῆς Αἰγύπτου. Ἡ φιλανθρωπική του δραστηριότητα ἐκτιμήθηκε ὡς «μοναδική καί ἄγνωστη μέχρι τότε στήν ἱστορία». Ἡ ἀγάπη του πολυμήχανη, θυσιαστική. Ὠχριοῦν μπροστά της τά κράτη πρόνοιας, οἱ ποικιλώνυμες ὑπηρεσίες περίθαλψης, ὑγείας καί κοινωνικῆς πολιτικῆς. Ὄχι μόνο πτωχοκομεῖα, νοσοκομεῖα, πανδοχεῖα ἔκτισε γιά τήν περίθαλψη τῶν ἐνδεῶν, ἀλλά καί ἑπτά λοχοκομεῖα, ὅπου περιθάλπονταν οἱ ἄπορες λεχῶνες γυναῖκες. Στούς πολυπληθεῖς συνεργάτες του ἐνέπνευσε τή συνείδηση ὅτι ὑπηρετοῦν ὄχι ἁπλῶς δυστυχισμένους συνανθρώπους, ἀλλά τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, τούς ὁποίους ὀνόμαζε «κυρίους καί αὐθέντας» του.
Ὡστόσο, ὁ ἐλεήμων πατριάρχης δέν λησμόνησε ποτέ ὅτι τό κύριο ἔργο του ὡς ἐπισκόπου ἦταν ἄλλο. Δέν ἀπέβλεπε μόνο στό νά θρέψει τόν φτωχό καί νά θεραπεύσει τόν ἄρρωστο. Ἔντυνε τούς γυμνούς, χόρταινε τούς πεινασμένους ὄχι μόνο στό σῶμα μά καί στήν ψυχή• κι εἶναι τῆς ψυχῆς ἡ γύμνια καί ἡ πείνα πολύ πιό σκληρές ἀπό ἐκεῖνες τοῦ σώματος. Γι’ αὐτήν κυρίως ἔχει χρέος νά μεριμνᾶ ἡ Ἐκκλησία, χωρίς νά παραμελεῖ τό ὁμολογουμένως σοβαρό κοινωνικό ἔργο της. Μαζί μέ τά συσσίτια, πού δόξα τῷ Θεῷ λειτουργοῦν σέ πολλές ἐνορίες τῆς πατρίδας μας, νά ἐντείνεται ἡ πρόνοια γιά τήν πνευματική στέγαση, σίτιση καί διατροφή. Τά χρειαζόμαστε τόσο πολύ σήμερα, ὄχι μόνο οἱ οἰκονομικά ἐνδεεῖς, ἀλλά ὅλοι μας, πού καταντήσαμε πνευματικά ἀνέστιοι καί λιμοκτονοῦμε γιά τόν Ἄρτο τῆς ζωῆς.