Καθώς πλησιάζουν τά Χριστούγεννα βλέπεις τίς μικρές καί μεγάλες πολιτεῖες μας νά προετοιμάζονται πυρετωδῶς γιά τήν πολυπόθητη γιορτή. Φῶτα, στολισμένα δέντρα, στολισμένες βιτρίνες, πλατεῖες καί δρόμοι, συναυλίες καί ποικίλες συναφεῖς ἐκδηλώσεις, ὅλα ὑπογραμμίζουν ὅτι τά Χριστούγεννα εἶναι ἐδῶ. Κι ἀπορεῖς: εἶναι πράγματι; Ὅλος αὐτός ὁ ὀργασμός «γιά νά γιορτάσουμε» ἔχει ἆραγε σχέση μέ τό νόημα τῆς μεγάλης γιορτῆς; Καί τί ἀφήνει μέσα στήν ψυχή μας;
Ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπ’ τήν ἀρχή. Τά Χριστούγεννα εἶναι γιορτή γενεθλίων. Ποιός γεννιέται; Τό ἐρώτημα αὐτό, πού φαίνεται ἴσως παιδικό καί ἀφελές, εἶναι θεμελιῶδες γιά νά προσεγγίσουμε ἀληθινά τήν γιορτή. Καί τό λέω αὐτό διότι οἱ περισσότεροι θά ἀπαντήσουν «ὁ Χριστός», χωρίς νά ὑποψιάζονται κἄν τί κρύβει αὐτό τό ὄνομα. Κι ὅμως τό ὄνομα «Χριστός» σημαίνει μιά μεγάλη περιπέτεια, μιά περιπέτεια τρομερή, στήν ὁποία πρωταγωνιστής δέν εἶναι ἄνθρωπος ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπό τόν Θεό θνητός. Ἄν παρέμενε πιστός στήν ἐντολή τοῦ δημιουργοῦ του νά μή φάει ἀπό τό δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, θά γινόταν ἀθάνατος καί θά κέρδιζε ἄκοπα τήν εἴσοδό του στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅμως ὁ Ἀδάμ ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει. Προτίμησε τήν ὁδό πού τοῦ ὑπέδειξε ὁ Σατανᾶς ἐπιδιώκοντας τήν αὐτοθέωση. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν τραγικό: ὁ θάνατος κυριάρχησε στήν ὕπαρξή του καί τόν ἀλλοίωσε σωματικά καί ψυχικά. Διακόπηκε ἡ ζείδωρη σχέση του μέ τόν Κύριο καί ἔτσι παραδόθηκε στήν φθορά καί στήν ἐκμηδένιση. Ὅμως ὁ Θεός δέν ἤθελε τό πλάσμα του, ἡ εἰκόνα του, νά πεθάνει, ἀλλά νά ζήσει. Νά ζήσει καί νά γίνει μέτοχος τῆς μακαριότητάς του. Πῶς ὅμως θά γινόταν αὐτό; Πῶς ὁ ἄνθρωπος θά μπολιαζόταν μέ τήν ἀφθαρσία; Ὁ Κύριος θά μποροῦσε ἀσφαλῶς νά τό ἐπιτύχει αὐτό ἁπλῶς μ’ ἕνα λόγο του, ὅμως τότε θά παραβίαζε τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ὁ ἄνθρωπος θά μεταβαλλόταν σέ ζῶο πού τό σέρνουν δεμένο ὅπου θέλουν. Ἀλλά ὁ Θεός δέν ἤθελε στήν πλάση του ἕνα ἐπιπλέον ζῶο. Καί κάτι ἀκόμη: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἦταν ζήτημα μετάνοιας. Προφανῶς ὁ Ἀδάμ, ὅταν συνῆλθε, μετανόησε, σίγουρα θά ἔκλαψε γιά τήν πτώση του. Ὡστόσο ἡ καταστροφή ἦταν ὁλική. Δέν διορθωνόταν ἀλλιῶς παρά μόνο μέ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, μέ παλιγγενεσία.
Κι ἐδῶ ἀρχίζει ἡ περιπέτεια τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία μίλησα προηγουμένως. Ὁ ἀνενδεής Κύριος ἀπό ἄπειρη ἀγάπη γιά τό πλάσμα του μπαίνει ἑκούσια στόν ζυγό τῆς ἀνάγκης. Τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ μονογενής καί ἀγαπητός Υἱός τοῦ Πατρός, γίνεται ἄνθρωπος γιά νά ἀναπλάσει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Τά σπλάγχνα τῆς Θεοτόκου γίνονται τό ἐργαστήριο μιᾶς «καινούργιας κτίσης» (βλ. Γα 6,15), μιᾶς νέας δημιουργίας, τοῦ θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό! Τί πιό ἔνδοξο καί σωτήριο γι’ αὐτόν, ἀλλά καί τί πιό ταπεινωτικό γιά τόν Κύριο! Κι ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ Χριστός γιά νά ἁγιάσει ὅλα τά στάδια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τά κάνει ἱστορία του. Βαδίζει στά ἴχνη τοῦ Ἀδάμ -χωρίς βέβαια τήν σκιά τῆς ἁμαρτίας- καί μάλιστα γεύεται ὅλο τό πικρό ποτήρι τῆς δυστυχίας του. Διώκεται, συκοφαντεῖται, ὑβρίζεται, ἀπορρίπτεται ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πονάει μέχρι θανάτου καί, τέλος, συλλαμβάνεται σάν ἕνας κοινός ἐγκληματίας καί πεθαίνει καρφωμένος πάνω σ’ ἕνα σταυρό. Ποιός; Ὁ Θεός! Ὅμως ὁ θάνατός του δέν θά εἶναι τό τέρμα. Δέν μποροῦσε νά εἶναι τό τέρμα. Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθεῖ. Νικᾶ τόν θάνατο στόν ἑαυτό του καί ἀνεβάζει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε ἀπό τήν παναγία μητέρα του. Γιά νά χαρίσει ἔτσι καί στούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν γενεῶν, τούς ἀδελφούς του πλέον, ἀνάσταση ζωῆς καί σωτηρία. Σ’ αὐτούς βεβαίως πού τό θέλουν καί τοῦ τό ζητοῦν ὁλόψυχα.
Καί τώρα ἄς ἀναλογιστοῦμε: πῶς γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τοῦ 2017 μ.Χ.; Πόσο μᾶς ἀγγίζουν αὐτά τά καταπληκτικά καί μεγάλα; Πόσο μᾶς ἀγγίζει ἡ περιπέτεια στήν ὁποία ὑποβλήθηκε ὁ Θεός γιά χάρη μας; Ἄν θέλουμε πραγματικά νά νιώσουμε τό ἀνυπέρβλητο «φῶς καί τήν δύναμη ψυχῆς καί νοῦ» αὐτῆς τῆς μεγάλης γιορτῆς, ὅπως λέει ὁ ποιητής, τότε δέν θά βυθιστοῦμε στό τέλμα τῶν ρεβεγιόν, τοῦ κρασιοῦ καί τῶν διασκεδάσεων πού σκοτί- ζουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Δέν θά παραδοθοῦμε σέ ἑορτασμούς πού ταιριάζουν σέ εἰδωλολάτρες κι ὄχι σέ χριστιανούς. Θά πάρουμε τόν ἄλλο δρόμο. Τόν δρόμο ἐκεῖνο πού φωτίζει τό ἀστέρι τῶν μάγων καί ὁ ὁποῖος θά μᾶς φέρει ταπεινούς προσκυνητές στήν Βηθλεέμ. Ἐκεῖ, πού μέσα σ’ ἕνα στάβλο, σ’ ἕνα παχνί χτυπάει ἡ καρδιά τῆς νέας ἀνθρωπότητας, τῆς θεανθρώπινης, καί εἶναι πρόθυμη νά μεταγγίσει τό ἄφθαρτο αἷμα της σ’ ὅλους. Οἱ προϋποθέσεις; Μία καί μόνη: νά καταθέσουμε στά πόδια τοῦ Κυρίου ἐν μυστηρίῳ τήν βρομιά τῆς ἁμαρτίας πού μᾶς πνίγει, καί νά τοῦ τό ζητήσουμε ὁλόψυχα. Τίποτε ἄλλο.
Εὐλογημένα Χριστούγεννα!
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2017