Τό κόκκινο μπλουζάκι

mata cὉ ἥλιος ἦταν ἀκόμα ψηλά. Ἔκαιγε τά κεφάλια μας ἀλύπητα. Γι’ αὐτό εἴχαμε συγκεντρωθεῖ πίσω ἀπό τό μοναδικό κομμάτι τοίχου πού ἦταν κάπως ψηλό ὥστε νά ρίχνει πάνω μας λίγη σκιά. Ἦ­ταν ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τόν λαμπρό ναό πού ὑψωνόταν κάποτε ἐκεῖ, πρίν ἀ­πό πάρα πολλούς αἰῶνες. Ἐκεῖ, στόν τοῖ­χο ἔξω ἀπ’ τό ἱερό κάναμε τόν Ἑσπερινό μας. Ὁ ἱερέας πού ἦταν μαζί μας ἔβαλε «Εὐλογητός» φορώντας τό πετραχή­λι του, γιά νά μνημονεύσει ἀποστόλους κι ἁγίους πού πέρασαν ἀπό κεῖ, καί μάρτυρες πού ἔχυσαν τό αἷμα τους στό θέατρο λίγο πιό πέρα.
 Τό βλέμμα μου μαγνητίστηκε ἀπό ἕνα κόκκινο μπλουζάκι. Ἤθελα νά ἀφοσιωθῶ στήν προσευχή, προσπαθοῦσα νά μήν ἀφήσω τόν νοῦ μου νά ἐκτροχιαστεῖ. Δέν πρόσεχα τούς ὑπόλοιπους ἐπισκέπτες τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου πού περιδιάβαιναν στά ἐρείπια καί κοντοστέκονταν γιά λίγο ἀπό περιέργεια, ἀπορώντας γιά τό τί ἀκριβῶς ἔκανε ἡ «ἀλ­­- λόκοτη» γι’ αὐτούς συντροφιά μας. Ἀλλά τό κόκκινο μπλουζάκι στεκόταν ἐπίμονα στό κέντρο τοῦ ὀπτικοῦ μου πεδίου. Ἀπέφυγα νά περιεργαστῶ τό πρόσωπο τῆς νεαρῆς κοπέλας πού φοροῦσε τό κόκκινο μπλουζάκι. Δέν τό θυμᾶμαι. Οὔτε ξέρω τίποτα ἄλλο γι’ αὐτήν. Ξέρω μόνο ὅτι, ὅ­ση ὥρα ἐμεῖς ψάλλαμε προστατευμένοι ἀ­πό τή σκιά τοῦ τοίχου, τό κορίτσι μέ τό κόκκινο μπλουζάκι, ἔμεινε δακρύζοντας ὄρθιο ὥς τό τέλος, ἐκτεθειμένο στόν καυτό, ἀνελέητο καλοκαιρινό ἥλιο τῆς Μεσογείου, χωρίς νά κουνηθεῖ.
 Τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν θά ᾽χε σημασία σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο τοῦ πλανήτη. Ὅταν ὅμως πρόκειται γιά τήν Τουρκία τοῦ σήμερα, οἱ λεπτομέρειες παίρνουν ἄλλη χροιά. Στή μνήμη μας ἡ Μικρά Ἀσία εἶναι ζυμωμένη μέ τή θλίψη, τή νοσταλγία, τήν πίκρα γιά μία ἀπώλεια ὁριστική καί ἀμετάκλητη. Κάπου ἔ­χου­με πεισθεῖ ὅτι οἱ λυχνίες ἔ­σβησαν ὁριστικά, οἱ ἀγῶνες τοῦ ἀπο­στόλου Παύλου καί τά μαρτύρια ἑκατοντάδων χιλιάδων χρι­­στια­νῶν πῆγαν χαμένα, ἀφοῦ τό Πνεῦ­μα δέν πνέει πιά ἐκεῖ. Ξεχνᾶμε πολύ εὔκολα ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Θεός πού ἀνασταίνεται καί ὅτι ἡ δική Του ἐλπίδα δέν πεθαίνει.
 Ἡ Μικρασία εἶναι μία γῆ πού ξερνᾶ ἀλήθειες πού θάφτηκαν. Ὅπου κι ἄν σκάψεις, βρίσκεις πέτρες μέ χαραγμένο τόν σταυρό, πέφτεις στά ἐρ­είπια πρωτοχριστιανικῶν μά καί βυ­ζαντινῶν ναῶν. Γιατί ἔρχεται ὥρα πού «καὶ οἱ λίθοι κεκράξονται». Ἤδη φωνάζουν δυνατά κι ὑπάρχουν -ἄγνωστο πόσα- «κόκκινα μπλουζάκια» πού μαγνητίζονται ἀπ’ τίς κραυγές τῶν λίθων. Ἡ Μικρασία εἶναι ἕνας τόπος γεμάτος ἀνατροπές κρυμμένες κάτω ἀπ’ τό χαλί, δέν θά φανερωθοῦν μέ τήν ὁρμή τῆς θύελλας, ἀποκαλύπτονται ἀθόρυβα καί ταπεινά σάν τήν πνοή ἁπαλοῦ ἀνέμου.
Ἄν μέ ρωτήσετε τί ἔμεινε ἀπό τοῦτο τό προσκύνημα, θά πῶ: Ἕ­να δακρυσμένο κόκκινο μπλου­ζάκι πού ὅση ὥρα προσευχόμουν σέ ἀποστόλους, ἀγίους καί μάρτυρες κείνης τῆς γῆς εἰσ­χώρησε διεκδικώντας ἀπ’ τά αἰ­τήματά μου τό μερτικό πού δι­καιοῦται: Σιγά-σιγά, δειλά-δειλά, ν’ ἀνάψουν πάλι οἱ σβησμένες λυ­χνίες τῆς Ἀποκάλυψης.

Μαρτινιανή