Κυρ. Δ΄ Ματθαίου Μθ 8,5-13

῾Η θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου

therapeia doulou  Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Δ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (8,5-13) ἐντάσσεται στή συνάφεια τῆς ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλίας, πού περιλαμβάνεται στά τρία προηγούμενα κεφάλαια (Μθ 5-7). Στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία ὁ Κύριος ἐπαναλάμβανε τή φράση· «᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις...᾿Εγώ δέ λέγω ὑμῖν...», δηλαδή «ὁ μωσαϊκός νόμος παραγγέλλει αὐτά τά πράγματα, ἐγώ ὅμως συμπληρώνω ὅτι...». ῾Ο ἁπλός λαός βέβαια θαύμαζε αὐτόν τόν διδάσκαλο πού δέν μιλοῦσε ὅπως οἱ γραμματεῖς, ἀλλά «ὡς ἐξουσίαν ἔχων» (7,29), ὡς νομοθέτης, ὡς Θεός. Κάποιοι ὡστόσο, ἄν τολμοῦσαν, θά ἤθελαν νά τοῦ ποῦν· «Καί ποιός εἶσαι σύ πού διορθώνεις τόν μωσαϊκό Νόμο;». ῾Ο Κύριος πού τά γνωρίζει ὅλα, δέν ἀπολογεῖται, οὔτε δίνει ἐξηγήσεις ποιός εἶναι. Δίνει τά διαπιστευτήριά του μέ τά σημεῖα πού ἐπιτελεῖ ἀμέσως μετά τή διδασκαλία
Καθώς κατηφόριζε ἀπό τό ὄρος μετά τήν ὁμιλία, πρίν μπεῖ στήν Καπερναούμ  ὁ ᾿Ιησοῦς συνάντησε καί θεράπευσε ἕναν λεπρό. Κατόπιν τόν πλησίασε ὁ ἑκατόνταρχος.  
῾Η εὐαγγελική περικοπή, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τή θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου ὀνομάστηκε πολύ εὔστοχα «ὕμνος πρός τήν ζῶσαν πίστιν».  


α) ῾Η γεμάτη πίστη παράκληση τοῦ ἑκατοντάρχου (8,5-9)

8,5. Εἰσελθόντι δέ αὐτῷ εἰς Καπερναούμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτόν καί λέγων.
  ῾Η φήμη τοῦ ᾿Ιησοῦ συνεχῶς μεγάλωνε. Τό πρόσωπό του, ἡ διδασκαλία καί τά σημεῖα του ἦταν  τό θέμα τῆς συζήτησης ὅλων τῶν ἀνθρώπων. ῎Ετσι τό ὄνομά του ἔγινε γνωστό καί στούς ἐπισήμους τῆς Καπερναούμ.
  Στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, ὡς γνωστό, ἡ Παλαιστίνη καί σχεδόν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἦταν κάτω ἀπό τή ρωμαϊκή κυριαρχία. ῾Ο ρωμαϊκός στρατός εἶχε ἑκατοντάρχους (=λοχαγούς), χιλιάρχους (= συνταγματάρχες), ὑποστρατήγους καί στρατηγούς. Οἱ ἑκατόνταρχοι διοικοῦσαν ἕνα σῶμα ἑκατό ἀνδρῶν, τήν κεντουρία, ὑποδιαίρεση τῆς λεγεώνας, καί ἦταν ὑπεύθυνοι γιά τήν τάξη καί τήν ἀσφάλεια συγκεκριμένης περιοχῆς. ῾Ο ἑκατόνταρχος τῆς περικοπῆς ἦταν ὁ στρατιωτικός διοικητής τῆς Καπερναούμ καί ὅλης τῆς περιοχῆς. ῾Ως Ρωμαῖος φυσικά ἦταν εἰδωλολάτρης. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν πίστευε στά εἴδωλα ἀλλά στόν ἀληθινό Θεό, πού τόν εἶχε γνωρίσει ἀπό τούς ᾿Ισραηλίτες. Μᾶς θυμίζει ἕναν ἄλλον εὐσεβῆ ἑκατόνταρχο, πού ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς στίς Πράξεις, τόν Κορνήλιο. ᾿Εκεῖνος ἦταν ὁ πρῶτος ἐθνικός πού βαπτίστηκε, πῆρε Πνεῦμα ἅγιο καί ἔγινε μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας (10,1).
  ῾Η φήμη τοῦ ᾿Ιησοῦ ξύπνησε στόν ἑκατόνταρχο τῆς Καπερναούμ τήν ἐλπίδα γιά τή θεραπεία τοῦ δούλου του. ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς γράφει ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος δέν ἐμφανίστηκε στόν ᾿Ιησοῦ, ἀλλά ἔστειλε ἀντιπροσωπεία ἀπό κάποιους ἰουδαίους πρεσβυτέρους νά τόν παρακαλέσουν νά σώσει τόν δοῦλό του ἀπό τόν βέβαιο θάνατο πού τόν ἀπειλοῦσε (βλ. Λκ 7,1-10). Δέν πρόκειται γιά διαφωνία τῶν εὐαγγελιστῶν. ῾Απλῶς ὁ Ματθαῖος συντομεύει τή διήγηση καί λέγει ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος παρακάλεσε τόν ᾿Ιησοῦ, χωρίς νά κάνει ἀναφορά στήν ἀντιπροσωπεία τῶν πρεσβυτέρων. ῾Υπάρχουν καί ἄλλες τέτοιες περιπτώσεις στήν Καινή Διαθήκη. ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος π.χ. λέγει ὅτι οἱ υἱοί Ζεβεδαίου, ὁ ᾿Ιάκωβος καί ὁ  ᾿Ιωάννης, ζήτησαν ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ νά καθίσουν στά δεξιά καί στά ἀριστερά του (10,35-37), ἐνῶ ὁ Ματθαῖος (20,20-21) διευκρινίζει ὅτι τήν παράκληση αὐτή τήν ὑπέβαλε ἡ μητέρα τους στόν ᾿Ιησοῦ. ᾿Εξάλλου, τόσο στό περιστατικό τοῦ ἑκατοντάρχου ὅσο καί τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου δέν ἀποκλείεται νά συνέβησαν καί τά δύο, ὁπότε ἡ διήγηση τοῦ ἑνός εὐαγγελιστοῦ πλουτίζει τήν ἐξιστόρηση τοῦ ἄλλου.
  ῾Ο ἑκατόνταρχος πλησίασε τόν ᾿Ιησοῦ παρακαλῶν αὐτόν, παρακαλεῖ τόν ᾿Ιησοῦ, τόν ἀναγνωρίζει ὡς ἀνώτερό του. Οἱ ἐκδηλώσεις αὐτές φανερώνουν ψυχή  εὐγενική, καλοπροαίρετη καί δεκτική στήν ἀλήθεια. «Μήν ἐξετάζεις ἁπλῶς τά λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου, ἀλλά πρόσθεσε καί τό ἀξίωμά του καί τότε θά δεῖς τήν ἀρετή τοῦ ἄνδρα. Εἶναι πράγματι μεγάλη ἡ ἀλαζονεία αὐτῶν πού βρίσκονται στήν ἐξουσία καί δέν ταπεινώνονται οὔτε στίς συμφορές», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.

8,6-7. Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. Καί λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν.  
  ῾Η λέξη παῖς ἐδῶ σημαίνει τόν δοῦλο, ὅπως φαίνεται καί στήν ἐξιστόρηση τοῦ  εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ (7,2-3.10). Γιά νά ἀντιληφθοῦμε τήν καλοσύνη τοῦ ἑκατοντάρχου, πρέπει νά γνωρίζουμε τί σήμαινε δοῦλος τήν ἐποχή ἐκείνη. Κάθε δοῦλος στεροῦνταν τό πιό πολύτιμο πράγμα στόν κόσμο, τήν ἐλευθερία. Δέν εἶχε κανένα ἀνθρώπινο δικαίωμα, παρά μόνο τήν ὑποχρέωση νά δουλεύει σκληρά καί ἀδιάκοπα γιά τόν κύριό του. ᾿Αποτελοῦσε περιουσία τοῦ κυρίου του κι ἐκεῖνος μποροῦσε ὅποια ὥρα ἤθελε νά πουλήσει ἤ νά σκοτώσει τόν δοῦλο του. Αὐτή ἡ βάναυση συμπεριφορά ἔκανε τούς δούλους νά τρέφουν αἰσθήματα ἐκδικητικότητας πρός τά ἀφεντικά τους, νά ἐπαναστατοῦν ἤ νά δραπετεύουν μόλις ἔβρισκαν εὐκαιρία. Στήν περικοπή μας ὅμως βλέπουμε μία ἄλλη σχέση μεταξύ τοῦ ἑκατοντάρχου καί τοῦ δούλου του. ῾Ο δοῦλος «ἦν αὐτῷ ἔντιμος», ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς, δηλαδή ἐπιμελής, ἄξιος, πιστός καί εἰλικρινής πρός τόν κύριό του, καί ὁ κύριος ἐκτιμοῦσε τήν καλή συμπεριφορά του, τόν ἀγαποῦσε, τόν σεβόταν καί συνδεόταν μαζί του.
  ῾Ο ρωμαῖος ἀξιωματικός αἰσθάνεται συμπάθεια ἀλλά καί εὐθύνη γιά τόν δοῦλο του, διότι κατοικοῦσε μαζί του, ἐν τῇ οἰκίᾳ, τόν εἶχε στό δικό του σπίτι, σάν παιδί του. ᾿Ενδιαφέρεται καί συμπάσχει μαζί του, λές καί γνωρίζει ἀλλά καί βιώνει τήν ἀλήθεια πού θά διακηρύξει ἀργότερα ὁ ἀπ. Παῦλος· «οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (Γα 3,28).
  Παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος: ῾Η περιγραφή τῆς ἀσθένειας τοῦ δούλου πού βασανίζεται τρομερά, δικαιολογεῖ τήν παραμονή του στό σπίτι. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι αὐτό εἶναι ἀπόδειξη τῆς μεγάλης πίστης τοῦ ἑκατοντάρχου· ἦταν πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν πίστη ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κατέβασαν τόν ἄλλο παραλυτικό ἀνοίγοντας τή σκεπή. Γνώριζε πολύ καλά ὅτι ἀρκεῖ καί μόνο τό πρόσταγμα τοῦ ᾿Ιησοῦ γιά νά σηκωθεῖ ὁ κατάκοιτος, γι᾿ αὐτό θεώρησε περιττό νά τόν μεταφέρει ἐκεῖ.
  ῾Ο ᾿Ιησοῦς κάνει ἐδῶ κάτι πού δέν ἔκανε πουθενά ἀλλοῦ προηγουμένως. Δέν ἐπιτελεῖ ἀμέσως τό σημεῖο πού τοῦ ζητᾶ ὁ ἑκατόνταρχος, ἀλλά δείχνει τή διάθεσή του νά μεταβεῖ αὐτοπροσώπως στό σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου, γιά νά θεραπεύσει τόν παράλυτο δοῦλό του· ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν. ῾Ο Κύριος τό κάνει αὐτό γιά νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀρετή τοῦ ἑκατοντάρχου.

 8,8. Καί ἀποκριθείς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλά μόνον εἰπέ λόγῳ, καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου.
  ῾Ο ἑκατόνταρχος ἀπαντᾶ μέ πολλή ταπείνωση. ῎Αν καί ὁ ἴδιος εἶχε ζητήσει νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του, ὅμως δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἄξιο νά βρεθεῖ κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη μέ τόν ᾿Ιησοῦ (πρβλ. τήν παρόμοια στάση τοῦ Πέτρου Λκ 5,8). ῾Ο ἀείμνηστος π. Σεραφείμ Παπακώστας στό βιβλίο του «Τά θαύματα τοῦ Κυρίου» γράφει· «Αἱ ταπειναί ψυχαί ταπεινώνονται ἀκόμη περισσότερον ὅταν βλέπουν αὐτόν τόν Κύριον νά συγκαταβαίνει μέχρι τῆς σμικρότητός των καί νά ἐνδιαφέρεται δι᾿ αὐτάς».
  Τή φράση τοῦ ἑκατοντάρχου Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς, τήν ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος σέ μία κατανυκτική εὐχή τῆς θείας Μεταλήψεως, πού ἐκφράζει τή συντριβή καί τήν ταπεινοφροσύνη τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται ἀνάξιος νά φιλοξενήσει στήν καρδιά του τόν Κύριο· «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα, ὅτι οὐκ εἰμί ἄξιος, οὐδέ ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς». ῞Ολοι οἱ ἅγιοι τῆς ᾿Εκκλησίας μας εἶχαν ἐπίγνωση τῆς ἀτέλειας καί τῆς ἀδυναμίας τους, ὁμολογοῦσαν πάντοτε μέ μεγάλο δέος τήν ἀναξιότητα καί ἁμαρτωλότητά τους, ἀναγνωρίζοντας τήν τελειότητα τοῦ Χριστοῦ. Τό πρῶτο βῆμα τῆς λύτρωσης εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητας, τό γκρέμισμα τῶν τειχῶν πού συνήθως κτίζουμε γιά νά δείξουμε στούς ἄλλους τή δύναμη καί τήν ὑπεροχή μας. Αὐτά μᾶς ἀποξενώνουν ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, ἀλλά ἐμποδίζουν καί τήν πραγματική ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
  ῾Ο π. Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Φλωρίνης, ἐπισημαίνει· «῾Ο ἑκατόνταρχος εἶναι ἀνώτερος ἀπό τούς συγχρόνους του ᾿Ιουδαίους στήν ἀγάπη, στήν πίστη, καί στήν ταπείνωση. ᾿Ενῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ἄν καί ἔβλεπαν κάθε μέρα τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς, καί μάλιστα οἱ ἄρχοντές τους, οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι, μιλοῦσαν περιφρονητικά γιά τό πρόσωπό του καί τόν ὀνόμαζαν, “υἱόν τοῦ τέκτονος”, παιδί τοῦ μαραγκοῦ, ἀνάξιο τιμῆς, ὁ ἑκατόνταρχος, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἀπάντηση πού ἔδωσε στόν Χριστό, συγκρίνοντας τόν ἑαυτό του μέ τό ἄφθαστο ὕψος τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητος τοῦ Χριστοῦ, βλέπει ὅτι τεράστια εἶναι ἡ ἠθική ἀπόσταση πού τόν χωρίζει ἀπό τόν Χριστό καί ὁμολογεῖ δημοσίως, ὅτι δέν εἶναι ἄξιος νά τόν δεχθῆ στό σπίτι του» (Σταγόνες ἀπό τό ὕδωρ τό ζῶν, σελ.151)
  ῾Ο Θεοτόκης θαυμάζει τήν ἄρρητη σοφία τοῦ Κυρίου μας, σχολιάζοντας τή συμπεριφορά του ἔναντι τῶν δύο ἐθνικῶν πού ζητοῦν τή βοήθειά του, τῆς Χαναναίας καί τοῦ ἑκατοντάρχου. Τήν Χαναναία τήν προκαλεῖ ὥστε νά ἐκφράσει τήν πίστη της. Στήν περίπτωση τοῦ ἑκατοντάρχου, γνωρίζει τήν πίστη του πρίν ἐκεῖνος τήν ἐκφράσει.   
  ᾿Αλλά μόνον εἰπέ λόγῳ, καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου: ῾Ο ἑκατόνταρχος ἐκφράζει τήν ἀκράδαντη πίστη του ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔχει τή δύναμη μέ ἕνα του λόγο νά θεραπεύσει καί ἀπό μακριά τόν δοῦλο. «Δέν εἶπε· Παρακάλεσε τόν Θεό, οὔτε εἶπε, προσευχήσου καί ἱκέτευσέ τον, ἀλλά πρόσταξε μόνο», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.

8,9. Καί γάρ ἐγώ ἄνθρωπός εἰμι ὑπό ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτόν στρατιώτας, καί λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καί πορεύεται, καί ἄλλῳ, ἔρχου, καί ἔρχεται, καί τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καί ποιεῖ.
  ῾Ο ἑκατόνταρχος κατοχυρώνει τήν προτροπή του πρός τόν ᾿Ιησοῦ μέ ἕνα προσωπικό του παράδειγμα.
  ᾿Εγώ ἄνθρωπός εἰμι ὑπό ἐξουσίαν, ἐγώ ὁ ἴδιος εἶμαι κάτω ἀπό τίς διαταγές τῶν ἀνωτέρων μου, ἀλλά καί ὁ δικός μου λόγος ἐκτελεῖται ἀπό τούς ὑφισταμένους μου στρατιώτας. Ξέρω, λοιπόν, καλά τί σημαίνει μιά διαταγή. ῎Αν ἐγώ πού εἶμαι ἄνθρωπος μπορῶ νά δίνω διαταγές καί νά ἐκτελοῦνται, πόσο μᾶλλον ᾿Εσύ μέ τήν ὑπερφυσική σου δύναμη ἔχεις ἐξουσία νά θεραπεύσεις τήν ἀσθένεια; ῾Ο ἑκατόνταρχος ἀναγνωρίζει τήν παντοδύναμη, τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ ᾿Ιησοῦ· αὐτός μπορεῖ ὅλα νά τά κατορθώσει, φθάνει νά δώσει μιά διαταγή.  


β) ῾Ο θαυμασμός τοῦ ᾿Ιησοῦ γιά τήν πίστη ἑνός ἐθνικοῦ (8,10)

8,10. ᾿Ακούσας δέ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐθαύμασε καί εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐδέ ἐν τῷ ᾿Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον.
  Τά λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου προξενοῦν ἐντύπωση στόν Χριστό. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐθαύμασε, ἔδειξε τό θαυμασμό του γιά τήν πίστη τοῦ ἐθνικοῦ στρατιωτικοῦ μπροστά σέ ὅλους ὅσους τόν ἀκολουθοῦσαν, ἐπιτιμώντας ἔμεσα τήν ἀπιστία τῶν ἰουδαίων. ῾Η πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου προκάλεσε τόν θαυμασμό τοῦ ᾿Ιησοῦ, διότι ἦταν πίστη φιλάδελφη, ταπεινή καί ἀκλόνητη. ῾Η στάση τοῦ Κυρίου μας ἀποτελεῖ μιά προτροπή γιά ὅλους μας νά μιμηθοῦμε τό μέγεθος τῆς πίστης αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ. ᾿Αξίζει νά σημειώσουμε ὅτι τά εὐαγγέλια χρησιμοποιοῦν δύο φορές τό ρῆμα ἐθαύμασε γιά τόν ᾿Ιησοῦ: ῾Η μία εἶναι ἐδῶ μέ ἀφορμή τήν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου καί ἡ ἄλλη μέ ἀφορμή τήν ἀπιστία τῶν Ναζαρηνῶν (βλ. Μρ 6,6).  
  Οὐδέ ἐν τῷ ᾿Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον, ἀναφωνεῖ! Βλέπει τόν ἑκατόνταρχο νά πορεύεται πρός τούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ, ἐνῶ τά παιδιά τοῦ ᾿Αβραάμ νά κατρακυλοῦν πρός τήν κόλαση. ῾Ο Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης. ῾Ο Κύριος θαυμάζει τόν ἑκατόνταρχο καί μπροστά σέ ὁλόκληρο τό πλῆθος τοῦ λαοῦ τόν παρουσιάζει ὡς ὑπόδειγμα πρός μίμηση ἐπαινώντας τήν πίστη του. ῾Ο ἔπαινος ὅταν εἶναι δίκαιος καί δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν κολακεία, ἀποτελεῖ εὐγενικό κίνητρο γιά ἀκόμη μεγαλύτερα ἔργα. Εἶναι γι᾿ αὐτόν πού ἀγωνίζεται καί κοπιάζει μιά ἠθική τόνωση καί ἐνίσχυση στό δρόμο τῆς ἀρετῆς καί τῆς πίστης. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος ὡς ἄριστος παιδαγωγός καί χειραγωγός τῶν ἀνθρώπων πολλές φορές χρησιμοποίησε τόν ἔπαινο (βλ. Μθ 13, 16-17· 15,28· 25,21-23· Λκ 10,19-24· 16,8· ᾿Ιω 1,48). Τήν ἴδια τακτική ἀκολουθοῦσε καί ὁ ἀπ. Παῦλος  (Α´ Κο 11,2· Β´ Κο 8,18).
  Τρία πολύτιμα ἀστέρια, παράσημα μεγάλης ἀξίας κοσμοῦν τόν ρωμαῖο αὐτόν στρατιωτικό, τρεῖς ἀρετές τόν διακρίνουν· ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπεινοφροσύνη.
  ῾Ο ἑκατόνταρχος εἶναι ἕνας κοσμικός ἄνθρωπος, ξένος καί εἰδωλολάτρης. Οἱ φαρισαῖοι καί πολλοί ᾿Ιουδαῖοι φαίνονται εὐσεβεῖς. Τόν ἑκατόνταρχο τόν διακρίνει ἀληθινή πίστη, ἐνῶ τούς «γνήσιους» ᾿Ισραηλίτες καθιστᾶ νόθους ἡ ἀπιστία.
  Μόλις ὁ ἑκατόνταρχος ἔμαθε  ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται στήν Καπερναούμ, σπεύδει νά τόν παρακαλέσει γιά νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του. Δέν ζητᾶ καμμιά ἀτομική ἐξυπηρέτηση καί χάρη. Δέν κάνει ἐπίδειξη τοῦ πλούτου καί τῆς ἐξουσίας του. ᾿Αντίθετα μέ τίς ἰδέες τῶν ὁμοεθνῶν του, ἀγαπᾶ καί φροντίζει γιά τούς δούλους του.
  Συναισθάνεται ἀκόμη τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν ἀναξιότητά του στό νά ἔχει σχέση μέ τόν ᾿Ιησοῦ, ἕναν τόσο θαυμαστό ἄνθρωπο καί σπουδαῖο διδάσκαλο. Παρ᾿ ὅτι ἦταν στρατιωτικός ἄρχοντας τῆς περιοχῆς, μέ ζηλευτή κοινωνική θέση, ἐντούτοις ὁμολογεῖ δημόσια ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά φιλοξενήσει στό σπίτι του τόν ᾿Ιησοῦ. ῾Η ταπείνωση εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος, πού προσελκύει τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, «ὅτι ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Πρμ 3,34· Α´ Πέ 5,5). Οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας συνέλαβαν καί βίωσαν στή ζωή τους τό μαγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης, τό ἐκφράζουν δέ θαυμάσια στή διδασκαλία τους. ᾿Ενδεικτικά ἀναφέρω τόν ἅγιο ᾿Ισαάκ τόν Σύρο πού  ὀνομάζει τήν ταπεινοφροσύνη στολή τῆς Θεότητος. Μέ αὐτή, λέει, μᾶς ἀποκαλύπτονται τά μυστήρια καί μᾶς κυκλώνει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾Η ταπείνωση εἶναι μυστική δύναμη καί χωρίς αὐτή δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πετύχει τήν τελειότητα.
  Οἱ ἀρετές τοῦ ἑκατοντάρχου εἶναι ἀπαραίτητες γιά τόν κάθε πιστό. Μέ τήν ταπεινοφροσύνη γνωρίζουμε καλά τόν ἑαυτό μας καί νιώθουμε ἐσωτερική ἁρμονία· μέ τήν ἀγάπη προσεγγίζουμε τόν ἀδελφό μας καί ζοῦμε εἰρηνικά μαζί του καί μέ τήν πίστη γνωρίζουμε καί συνδεόμαστε μέ τόν Θεό.  


γ) ῾Υπόσχεση γιά τήν παγκοσμιότητα τῆς σωτηρίας (8,11-12)

  Τά λόγια τοῦ Κυρίου πού καταγράφονται στούς δύο στίχους πού ἀκολουθοῦν τά διασώζει καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς σέ ἄλλη συνάφεια (13,28-29). ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος τοποθετώντας ἐδῶ τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ τονίζει πόσο κρίσιμη εἶναι ἡ κατάσταση γιά τούς ᾿Ιουδαίους, ἄν δέν παραδειγματιστοῦν ἀπό τήν προσέλευση τῶν ἐθνικῶν. ῾Ο Χριστός δηλαδή προαναγγέλλει καί προφητεύει τήν πίστη τῶν ἐθνικῶν στό πρόσωπό του ἀλλά καί τήν ἀπιστία τῶν ἰουδαίων.

8,11. Λέγω δέ ὑμῖν ὅτι πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν ἥξουσι καί ἀνακλιθήσονται μετά ᾿Αβραάμ καί ᾿Ισαάκ καί ᾿Ιακώβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
  Τά λόγια τοῦ Κυρίου ἀποτελοῦν συνδυασμό τῶν χωρίων· ᾿Ησ 45,6· 49,12· 59,19· ᾿Ιρ 3,18· Μα 1,11.  ῾Η μεσσιακή εὐτυχία παρουσιάζεται ἐδῶ μέ δεῖπνο, μιά εἰκόνα πολύ συνηθισμένη στούς ᾿Ιουδαίους (βλ. Μθ 22,1-14· Λκ 14,15-24· ᾿Απ 19,9) πού δηλώνει τήν πνευματική εὐφροσύνη τήν ὁποία θά ἀξιωθοῦν οἱ δίκαιοι στήν  κοινωνία τους μέ τόν Θεό στή μέλλουσα ζωή.
  Θά ἔρθουν ἄνθρωποι ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν, δηλαδή ἀπό ὅλους τούς λαούς, καί ἀνακλιθήσονται, θά παρακαθίσουν στό τραπέζι ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι ἔτρωγαν ξαπλωμένοι. ᾿Ακουμποῦσαν στό ἀριστερό πλευρό, γιά νά ἔχουν τό δεξί χέρι ἐλεύθερο νά πιάνουν τά σκεύη καί τά φαγητά, πού βρίσκονταν στό κέντρο σ᾿ ἕνα χαμηλό τραπέζι. ῎Ετσι ἔγινε καί ὁ Μυστικός Δεῖπνος. Γι᾿ αὐτό ὅπως ἐμεῖς λέμε «κάθισαν νά φᾶν», οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν «ἀνεκλίθησαν φαγεῖν». ῞Οταν, λοιπόν, ὁ ᾿Ιησοῦς ἐδῶ λέει ἀνακλιθήσονται μετά ᾿Αβραάμ θέλει νά πεῖ «θά παρευρεθοῦν στό πνευματικό τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν μαζί μέ τόν ᾿Αβραάμ». «᾿Ανάκλισιν δέ λέγει τήν ἀνάπαυσιν, τήν ἀπόλαυσιν», γράφει ὁ Ζιγαβηνός. ῞Οσοι ἐργάζονται καί ἀγωνίζονται τώρα γιά τή σωτηρία τους, μετά ἀπό λίγο θά ἀπολαύσουν τά ἀγαθά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
  Οἱ ᾿Ισραηλίτες, γιά νά δηλώσουν σέ ποιό Θεό πιστεύουν, ἔλεγαν «στόν Θεό πού πίστευε ὁ ᾿Αβραάμ καί ᾿Ισαάκ καί ᾿Ιακώβ», δηλαδή οἱ τρεῖς πατριάρχες καί  γενάρχες τους. Γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός ἐδῶ ἀντί νά πεῖ ὅτι οἱ ξένοι θά πᾶνε στόν παράδεισο, λέει ὅτι οἱ ξένοι θά φᾶνε στό τραπέζι πού τρώει ὁ ᾿Αβραάμ καί ὁ ᾿Ισαάκ καί ὁ ᾿Ιακώβ.
  ᾿Αντιθέτα πρός τίς ἐθνικές προσδοκίες τῶν ᾿Ιουδαίων, ὁ Κύριος στό στίχο δέν κάνει λόγο γιά ὑποταγή τῶν ἐθνῶν, ἀλλά γιά συμμετοχή τους στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ ὁποία παρουσιάζεται μέ τήν εἰκόνα τοῦ δείπνου. ῾Ο Κύριος προαναγγέλλει πράγματι μία τρομερή ἀντιστροφή τῶν πραγμάτων μέ τόν προειδοποιητικό αὐτό στίχο.
  Εἶναι τραγικό ἀλλά καί σήμερα πολλοί χριστιανοί ζοῦν μέ τήν αὐτάρεσκη βεβαιότητα τοῦ τέλειου πνευματικά ἀνθρώπου, κρίνουν τούς ἄλλους λησμονώντας ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπό τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί ἔχουν τήν ἀνάγκη τῆς λύτρωσης πού προσφέρει ἡ ἀγάπη του.

8,12. οἱ δέ υἱοί τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων.
 Υἱοί τῆς βασιλείας, ἐδῶ δέν ἐννοοῦνται ὅλοι οἱ ἰουδαῖοι, ἀλλά μόνο ὅσοι  ἀπό αὐτούς θά παραμείνουν ἀμετανόητοι ἐχθροί τοῦ ᾿Ιησοῦ, τοῦ Μεσσία. ῞Ολοι ἐκεῖνοι πού θεωροῦν ἀναφαίρετο δικαίωμά τους τή συμμετοχή στή βασιλεία λόγῳ τῆς καταγωγῆς τους ἀπό τόν ᾿Αβραάμ (βλ. Μθ 3,8-9). ῾Η προειδοποίηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι σκληρή ἀλλά καί κατηγορηματική. ῾Ο Κύριος τήν ἀπευθύνει καί σέ κάθε χριστιανό πού ἔχει τήν ἰδιότητα τοῦ υἱοῦ τῆς βασιλείας ἀλλά ζῆ ὑποκριτικά καί ἐπιφανειακά στή σχέση του μέ τόν Θεό.
  Τό ἐκβληθήσονται δέν σημαίνει ὅτι θά διωχθοῦν ἀπό τήν αἴθουσα τοῦ δείπνου, ἀφοῦ πρῶτα εἰσέλθουν, ἀλλ' ὅτι δέν θά τούς ἐπιτραπεῖ ἡ εἴσοδος. ῞Οσοι εἶναι ἐργάτες τῆς ἀδικίας, φυσικά, πηγαίνουν στόν τόπο ὅπου ἀνήκουν, εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον· ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὅπου εἶναι ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων· τά μάτια θά κλαῖνε ἀκατάπαυστα ἀπό τή λύπη καί τήν ὀδύνη καί τά δόντια θά τρίζουν ἀπό τή φρίκη καί τήν ἀπελπισία. ῾Η εἰκόνα αὐτή εἶναι μιά ἀπό τίς ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις πού χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος (βλ. Μθ 8,12· 24,51), ὅταν θέλει νά δείξει τήν ὀδύνη καί τήν τραγικότητα τῆς κόλασης.
  ῾Η κόλαση εἶναι μιά πραγματικότητα, γιά τήν ὁποία μᾶς μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέγει ὅτι κόλαση εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Κυρίου. Εἶναι προσωπική μας ἐπιλογή νά μείνουμε ἔξω ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ (βλ. ᾿Απ 22,15), ἔξω ἀπό τίς πύλες, ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ αἰώνια φωτιά, ὅπου οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί θά λάβουν τήν ἀνταμοιβή γιά τά βδελυρά τους ἔργα.
  ῾Ο Θεός ἔδειξε μέ διάφορους τρόπους τό ἐνδιαφέρον του γιά τό λαό του. ῞Οταν ὅμως ἐκεῖνος τόν ἀπέκρουσε, στράφηκε στούς ἐθνικούς. Νά ἀνήκει κανείς τυπικά σ᾿ ἕνα σύνολο, πού φέρει τόν τίτλο «λαός τοῦ Θεοῦ», δέν ἀποτελεῖ ἐχέγγυο σωτηρίας. Γιά τούς ᾿Ισραηλίτες, πού θεωροῦσαν ὅτι δικαιωματικά τούς ἀνήκουν οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ ὡς παιδιά τοῦ ᾿Αβραάμ, λέγει ἡ Γραφή· «ὅτι δύναται ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ ᾿Αβραάμ» (Μθ 3,9· πρβλ. Λκ 3,8). Δηλαδή, μέ τήν ἀπόρριψη τῶν ᾿Ιουδαίων δέν θά μείνει ὁ Θεός χωρίς λαό. ᾿Αφοῦ αὐτοί ἀποδείχθηκαν σκληροί σάν τίς πέτρες, μπορεῖ ὁ Θεός ν᾿ ἀναστήσει δικό του λαό ἀπό τούς ἐθνικούς. ῾Η ἴδια προειδοποίηση ἰσχύει καί γιά ὅσους τυπικά καί ἐξωτερικά ἀνήκουν στήν ᾿Εκκλησία, στόν νέο λαό τοῦ Θεοῦ. ῾Ο τύπος καί τό σχῆμα μόνα τους δέν σώζουν τόν ἄνθρωπο. ῾Η πραγματική πίστη βρίσκεται στήν ἀγάπη, στήν ἐλευθερία, στή θυσία, στήν πρόθυμη ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.


δ) ῾Η ἀμοιβή τῆς πίστεως (8,13)

8,13. Καί εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καί ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καί ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
  ῾Ο στίχος αὐτός ἀποτελεῖ τή συνέχεια τοῦ στίχου 10. ῾Ο Κύριος ἀμείβει τόν ἑκατόνταρχο γιά τήν ἀκράδαντη πίστη του μέ τή θεραπεία τοῦ ἀγαπημένου δούλου. Τοῦ χαρίζει ὅμως καί αἰωνία πνευματική ἀμοιβή. Τόν συγκαταριθμεῖ ἀπό τήν ἴδια στιγμή μεταξύ ἐκείνων, πού θά ἀπολαμβάνουν τήν ἀτελεύτητη χαρά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
  Στά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου βλέπουμε, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔδωσε τῷ ἑκατοντάρχῳ περισσότερα καί  ἀνώτερα ἀπό ὅσα ἐκεῖνος τοῦ ζήτησε. Πῆγε νά παρακαλέσει γιά  τή θεραπεία τοῦ δούλου του καί ἔλαβε ὄχι μόνο αὐτή, ἀλλά καί τήν ἐπιδοκιμασία καί τόν δημόσιο ἔπαινο τῆς πίστης του. Αὐτό εἶναι μιά σπουδαία ἀμοιβή τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας του, διότι ἔσπευσε νά παρακαλέσει τόν Κύριο ὄχι γιά τόν ἑαυτό του ἤ γιά κάποιο ἀπό τά παιδιά του, ἀλλά γιά τόν δοῦλο του. Εἶναι φανερό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού φροντίζει γιά τό καλό τῶν ἄλλων, ἑλκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο πάνω σ᾿ ἐκείνους, ἀλλά καί στόν ἑαυτό του, πρῶτος αὐτός ἀποζημιώνεται γιά τόν κόπο καί τήν προσφορά του.
  ῾Η προσταγή τοῦ Κυρίου γενηθήτω σοι μᾶς θυμίζει τή φωνή τοῦ Θεοῦ στή δημιουργία τοῦ κόσμου. «Αὐτός εἶπε καί ἐγενήθησαν, αὐτός ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν» (Ψα 148,5). «Πάντα ὅσα ἠθέλησεν ὁ Κύριος ἐποίησεν ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ, ἐν ταῖς θαλάσσαις καί ἐν πάσαις ταῖς ἀβύσσοις» (Ψα 134,6).
 ῾Ως ἐπίστευσας σημαίνει καί «ὅπως ἐπίστευσες» ἀλλά καί «ἐπειδή ἐπίστευσες». ῾Η πίστη τοῦ ρωμαίου ἀξιωματικοῦ πού ἐκφράστηκε ὡς ἐμπιστοσύνη καί ἀναγνώριση τοῦ ᾿Ιησοῦ, ζυγίστηκε πνευματικά καί ἔλαβε τό ἰσοστάσιό της σέ χάρη. Γι᾿ αὐτό ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἐνεργεῖ ἀμέσως τή θεραπεία τοῦ δούλου. Εἶναι σάν νά τοῦ λέει· «Λάβε τό χάρισμα ἀνάλογον τῇ πίστει σου», σημειώνει ὁ Θεοτόκης.
  Καί ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ: ῾Η ἄμεση θεραπεία ἀποδεικνύει τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ καί μᾶς διδάσκει τή δύναμη τῆς προσευχῆς πού γίνεται μέ ταπεινοφροσύνη, πίστη καί ἀγάπη. ᾿Ακόμη καί στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού ὁ Θεός κρίνει ὅτι ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος πρέπει νά μή θεραπευθεῖ γιά σοφούς σκοπούς πού ὁ ἴδιος γνωρίζει καί ὅταν τήν ἀφήσει νά προχωρήσει πρός τό θάνατο, πάλι ἡ προσευχή πού γίνεται μέ πίστη δέν μένει χωρίς ἀπάντηση καί χωρίς εὐεργετικό ἀποτέλεσμα. Τό ἀποτέλεσμα αὐτό φαίνεται στήν ψυχή τοῦ προσευχομένου. Θά δώσει ὁ Θεός θεραπεία πολύ ἀνώτερη ἀπό τήν ὑγεία τοῦ σώματος· θά δώσει ὑπομονή καί καρτερία καί διά τῆς ὑπομονῆς θά ἐξαγνίσει καί θά ἐξαγιάσει τόν ἄνθρωπο.

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)