Τό ὄνομα Ἰησοῦς, πού δόθηκε στόν Υἱό τῆς Παρθένου κατά τήν περιτομή του σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ (βλ. Λκ 1,31), μεταφράζεται στά ἑλληνικά «ὁ Γιαχβέ εἶναι σωτηρία». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Γιαχβέ δέν εἶναι μόνον ὁ παντοδύναμος Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἔσωζε τόν λαό του ἀπό ποικίλους κινδύνους καί περιπέτειες. Εἶναι κι αὐτό τό βρέφος πού περιτέμνεται, πονάει καί κλαίει ὅπως κάθε νεογέννητο Ἑβραιόπουλο. Ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τό εἶχε πεῖ ξεκάθαρα στόν Ἰωσήφ: «(ἡ Παρθένος) θά γεννήσει γιό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰησοῦ, διότι αὐτός θά σώσει τόν λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες τους» (Μθ 1,21). Λέει «αὐτός θά σώσει» καί ὄχι «ὁ Γιαχβέ θά σώσει», γιά νά δηλώσει ἀκριβῶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ.
- Μά ὁ Θεός, θά πεῖς, ἕνα βρέφος; Μήν ἀπορεῖς. Τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατο γι’ αὐτόν. Μπορεῖ τώρα νά μήν κάνει αἰσθητή τήν παρουσία του μέ φωτιά καί γνόφο, ὅπως τότε στό Σινά, μπορεῖ νά ἔχει ντυθεῖ τήν φτωχή ἀνθρώπινη φύση, εἶναι ὅμως ὁ ἴδιος ὁ αἰώνιος Κύριος. Σκήνωσε ὡς ἄνθρωπος ἀνάμεσά μας γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τήν φοβερή ἀπειλή τῆς ἁμαρτίας. Περιέστειλε τήν θεϊκή του δόξα στήν σάρκα του γιά νά μπορέσουμε νά τόν ἀγγίξουμε, νά τόν ψηλαφήσουμε, νά τόν κοινωνήσουμε• γιά νά γίνει τό σῶμα του καί τό αἷμα του γιά μᾶς, τούς δούλους τῆς φθορᾶς, «φάρμακο ἀθανασίας», «ἀντίδοτο τοῦ θανάτου».
Οἱ προφῆτες τόν εἶχαν προαναγγείλει μέ τόν τίτλο-ὄνομα τοῦ Μεσσία, τοῦ Χριστοῦ. «Χριστός» θά πεῖ «χρισμένος», «ἀλειμμένος». Στόν Ἰσραήλ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «χριστοί Κυρίου» λέγονταν οἱ βασιλεῖς, οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ προφῆτες, διότι προκειμένου νά ἀναλάβουν τά καθήκοντά τους χρίονταν μέ μύρο. «Χριστός» ὅμως λεγόταν κατ’ ἐξοχήν ἐκεῖνος πού θά εὐαγγελιζόταν τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός δέν θά ἦταν χρισμένος μέ μύρο ἀλλά μέ τό ἅγιο Πνεῦμα (βλ. Ἠσ 61,1• Λκ 4,18). Ἐπειδή δέ εἶναι Θεός, δέν λέγεται ἀπό τήν Γραφή «Χριστὸς Κυρίου» ἀλλά «Χριστὸς Κύριος» (Λκ 2,11). Ἐπιπλέον ὁ Χριστός Ἰησοῦς διαφέρει ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους χριστούς καί ὡς πρός τό ὅτι συγκεντρώνει στό πρόσωπό του τέλεια καί τά τρία ἀξιώματά τους. Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν βασιλεύς, προφήτης καί ἀρχιερεύς. Βασιλεύς, διότι εἶναι «ὁ μακάριος καὶ μόνος ἐξουσιαστής, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ κυρίαρχος τῶν κυριάρχων» (Α´ Τι 6,15), τοῦ ὁποίου ἡ βασιλεία «δέν θά ἔχει τέλος» (Λκ 1,33). Τό βασίλειό του δέν μοιάζει μέ τά βασίλεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου (βλ. Ἰω 18,36). Δέν ἔχει στρατό, ἀστυνομία, σύνορα, ἀξιωματούχους καί ὑποτελεῖς. Εἶναι βασίλειο ἀλήθειας, ἀγάπης καί δικαιοσύνης. Γιά νά γίνεις πολίτης του ἕνα μόνο πιστοποιητικό χρειάζεσαι: τήν μετάνοιά σου, νά ἐγκαταλείψεις τήν κοσμική νοοτροπία καί νά ἀποκτήσεις τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ (βλ. Α´ Κο 2,16). Εἶναι ἐπίσης ὁ Χριστός ὁ κατ’ ἐξοχήν προφήτης. Ἡ λέξη «προφήτης» σημαίνει τόσο αὐτόν πού γνωρίζει καί προλέγει τό μέλλον, ὅσο καί αὐτόν πού διδάσκει. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὡς Θεός γνωρίζει τά πάντα• σ’ αὐτόν «βρίσκονται κρυμμένοι ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς γνώσης καί τῆς σοφίας» (Κλ 2,3). Ἀλλά καί ὡς διδάσκαλος εἶναι ἀπαράμιλλος. Ὄχι διότι ἐφαρμόζει κάποια εἰδική μέθοδο διδασκαλίας, ἀλλά διότι τά λόγια του εἶναι «λόγια πού ὁδηγοῦν στήν αἰώνια ζωή» (Ἰω 6,68). Ἀκόμη καί οἱ ἐχθροί του ὁμολογοῦν ὅτι «ποτέ ἄνθρωπος δέν μίλησε ὅπως αὐτός» (Ἰω 7,46). Τέλος, ὁ Χριστός εἶναι καί ὁ κατ’ ἐξοχήν ἀρχιερεύς. Οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου προσέφεραν στόν Θεό θυσίες ζώων διότι πίστευαν ὅτι ἔτσι θά ἐξιλεωθοῦν ἀπέναντί του τόσο οἱ ἴδιοι ὅσο καί ὁ λαός τους. Εἶναι ὅμως ποτέ δυνατόν τό αἷμα τῶν ταύρων καί τῶν τράγων νά καθαρίσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία; (βλ. Ἑβ 10,4). Ἀσφαλῶς ὄχι. Ὅλα αὐτά ἦταν ἁπλῶς σύμβολα τῆς θυσίας πού θά προσέφερε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πάνω στόν σταυρό, τῆς θυσίας τοῦ ἑαυτοῦ του. Θύτης καί θῦμα ὁ ἴδιος «μπῆκε μιά γιά πάντα στά (ἐπουράνια) Ἅγια τῶν Ἁγίων, γιά νά προσφέρει αἷμα ὄχι τράγων καί μοσχαριῶν, ἀλλά τό δικό του αἷμα• κι ἔτσι μᾶς ἐξασφάλισε τήν αἰώνια σωτηρία» (Ἑβ 9,12).
Τό τρίτο «ὄνομα» τοῦ Ἰησοῦ δέν τοῦ τό ἔδωσε ὁ οὐρανός, ἀλλά οἱ ἐχθροί του. Τόν ὀνόμασαν σαρκαστικά «φίλο τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν» (Λκ 7,34). Μόνο πού αὐτός ὁ σαρκασμός δήλωνε, χωρίς νά τό καταλαβαίνουν, ἀφ’ ἑνός μέν τήν οἰκτρή φτώχεια τους καί ἀφ’ ἑτέρου τόν ἄπειρο πλοῦτο ἐκείνου. Οἱ θρησκευτικοί ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ ἀπεχθάνονταν τούς ἁμαρτωλούς. Δέν ἤθελαν νά ἔχουν καμιά σχέση μαζί τους. Αὐτοί ἦταν «δίκαιοι», ἐνῶ ἐκεῖνοι «ἐπικατάρατοι». Αὐτοί ἦταν «ἅγιοι», ἐνῶ ἐκεῖνοι «ἀποβράσματα». Κι ὅμως, πόσο τυφλοί ἦταν! Θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους μαθητές καί διαδόχους τοῦ Μωυσῆ, ποτέ ὡστόσο δέν ἔμαθαν ὅτι ἡ καρδιά τοῦ Νόμου εἶναι τό ἔλεος καί ὄχι οἱ θυσίες (βλ. Ὡσ 6,6• Μθ 9,13). Ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει νά πεθάνει ὁ ἁμαρτωλός ἀλλά νά ἐπιστρέψει κοντά του καί νά ζήσει (βλ. Ἰζ 18,23). Ὁ Ἰησοῦς ἀντίθετα πλησίασε αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί τούς ἀγκάλιασε. Δέν φοβήθηκε μήπως λερωθεῖ ἀπό τήν βρομιά τους. Δέν ἀηδίασε ἀπό τίς κακοφορμισμένες πληγές τους. Καί σιγά- σιγά ἤ ἄλλοτε δυναμικά τούς ὁδηγοῦσε, μέ ἀπόλυτο σεβασμό στήν ἐλευθερία τους, στήν μετάνοια, στήν ἐπανόρθωση καί στήν ἴαση. Ὁ Χριστός εἶναι ἀγάπη καί ἡ ἀγάπη «ἔχει καλωσύνη… δέν κομπάζει οὔτε περηφανεύεται» (Α´ Κο 13,4).
Τρία λοιπόν ὀνόματα γιά τόν Κύριο πού κρύβουν ἀνεκτίμητους πνευματικούς θησαυρούς: «Ἰησοῦς Χριστός, φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν». Ἀξίζει νά γίνουν καθημερινή μελέτη μας γιά νά μᾶς ἀποκαλύπτουν ὁλοένα καί περισσότερο τό βάθος καί τό ὕψος τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ καί νά μᾶς κατευθύνουν στήν πορεία μας πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας