ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ

 nikandros cΜοιάζει μέ λιτάνευση, μέ ἱερουργία. Ἕνας ἄνθρωπος -ὁ Νίκανδρος στή μακρινή Αἴγυπτο- σκυμμένος στή γῆ περισυλλέγει μέ σεβασμό καί εὐ­λάβεια κακοποιημένα, παραμορφωμένα σώματα μαρτύρων. Τά περιποι­- εῖται, τά μυρώνει, τά ἐνταφιάζει. Ἀπό μικρό παιδί εἶχε θαυμάσει τούς ἡρω­ικούς ὁμολογητές τῆς πίστεως. Οἱ εὐ­σεβεῖς γονεῖς τόν χειραγωγοῦσαν μέ πίστη πάνω στά ματωμένα χνάρια τῶν ἁγίων. Καί τώρα ἀξιώνεται νά τούς τιμήσει. Μέσα στή νύχτα ἀθέατα καί μυστικά -εἶναι ἀκόμη ὁ διω­γμός τοῦ Διοκλητιανοῦ- διακονεῖ τά ἁγιασμένα λείψανα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς πίστεως. Δέν ἔχει λυχνάρι μαζί του γιά νά διακρίνει καλύτερα μέσα στό σκοτάδι. Ἐκπέμπουν φῶς οἱ ἅ­γιοι. Τά σώματά τους εἶχαν γιά ἐφόδιο, ὅσο ζοῦ­­σαν, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τά ἄχραντα μυστήρια ἔγιναν φῶς στήν πορεία τους, φωτιά στόν ἀ­γώνα τους. Καί ἔτσι ἁγιάσθηκαν. Δέν ἔχει θυμίαμα μαζί του. Τά πάντα εὐ­ω­διάζουν τό μύρο τῆς πολ­λῆς προσ­ευχῆς τῶν πιστῶν κεκοιμημένων καί τῆς ἐπίμονης ἐντρύφησής τους στόν θεῖο λόγο.
 Ζῆ ἕνα σημεῖο τῆς θείας παρουσί­ας ἀνάμεσα στά λείψανα. Ἡ ἁγιαστι­κή τους δύναμη τόν συγκινεῖ. Δέν εἶναι ἀκόμη ἄνοιξη καί ὁ τόπος μοσχοβολάει. Τά διαμελισμένα κουφάρια δέν ἀποπνέουν τόν φόβο τοῦ θανάτου. Εἶναι ἥμερα, εὐπρόσιτα, ὡ­ραῖα. Γίνονται οἱ ἀγγελιοφόροι τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν σωμάτων. Ἐκ­πέμπουν τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Στοργικά, ἀ­γαπητικά τά προπέμπει στήν τελευ­ταία τους κατοικία. Τρεῖς αἰῶνες μετά μοιάζει ὁ εὐλογημένος Νίκανδρος μέ τούς τολ­μηρούς, ἀφανεῖς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ, τόν Ἰωσήφ καί τόν Νικόδη­μο. Ἐκεῖνοι ἀποζήτησαν καί ἀποκαθήλωσαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου τους, γιά νά τό ἐνταφιάσουν λατρευτικά. Ὁ εὐ­σεβής Νίκανδρος νιώθει μέλη στό σῶμα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ τά μαρτυρικά σώματα τῶν ἁγίων. Στή χά­ρη τοῦ Σταυροῦ γίνεται κοινωνός, κα­θώς τά τι­μᾶ.
 Μία νύχτα τοῦ 293 τόν βρίσκουν ἀφοσιωμένο στή ἱερή ἀποστολή του. Τόν ἐνοχοποιοῦν, τόν συλλαμβάνουν, τόν ὁδηγοῦν στόν διοικητή τοῦ τόπου. Ὁ Νίκανδρος μέ ἐνθουσιασμό ὁμολογεῖ. Ἀντιστέκεται! Ἀντλεῖ ἀκατανίκητη δύναμη ἀπό τούς κεκοιμημένους ὁ­μολογητές ἀδελφούς του. Οἱ δήμιοι τόν βασανίζουν σκληρά καί ἀπάνθρωπα. Τόν γδέρνουν ζωντανό. Ἀποζητᾶ τήν πρεσβεία ὅλων τῶν ἁ­γίων πού περιποιήθηκε μέ ἀγά­πη καί θυσία. Στρέφεται μέ πίστη στόν ἐ­σταυρωμένο Ἰησοῦ καί ἱκετεύει νά τόν ἐνισχύσει. Μέ χαρά σμίγει τό αἷμα του μέ τό αἷμα τῶν μαρτύρων. Μακάριος ὁ Νίκανδρος παραδίδει τό πνεῦ­μα του στόν Θεό, γιά νά ἀντικρύζει τόν Νυμφίο τῆς καρδιᾶς του ὄχι διά πίστεως, ἀλλά διά εἴδους.
 Στίς 15 Μαρτίου πού εἶναι ἡ μνή­μη του -λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου- εὐαγγε­λίζεται ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων τήν ἀξία πού δίνει στό ἀνθρώπινο σῶμα ἡ Ὀρθόδο­ξη Πίστη μας. Στό Συναξάριό του σημειώ­νεται: «Ὁ ἅγιος μάρτυς Νί­καν­δρος ὁ ἐν Αἰγύπτῳ τὴν δοράν ἀφαιρεθείς, τελει­οῦ­ται». Ἀπόθεσε ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ τή σάρκινη δο­ρά, τό δέρμα του, γιά νά πολιτογραφηθεῖ ἀνάλαφρος στή μακαριότητα τοῦ παραδείσου.
 Τήν ἡμέρα τῆς μνήμης σου, εὐλο­γημέ­νε ἅγιε, στεκόμαστε μέ εὐλάβεια μπρο­στά στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ να­οῦ. Βυθι­σμέ­να ἔχει μέσα της τά λεί­ψα­να τῶν ἁγίων πού ἀγάπησες. Καταφύγιό μας γίνονται. Μᾶς φιλοτιμοῦν νά ἐντείνουμε τόν καλόν ἀ­γώ­να τῆς πίστεως. «Οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστε­-ως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ, περὶ ἡμῶν κρεῖτ­τόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι» (Ἑβ 11,39-40). Ἱκέτευε, στε­φα­νηφόρε Νίκανδρε, μέ ὅποιο κόστος νά ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ.

Οὐρανοδρόμος

"Ἀπολύτρωσις", Μάρτ. 2018