Ὁ πολέμαρχος τοῦ Μοριᾶ Δημήτρης Πλαπούτας

plapoutas c Μεγάλο πανηγύρι ἔχει ἡ Ζάτουνα Γορτυνίας. Τά καλύτερα τρα­γού­δια παί­ζουν οἱ ὀργανο­παῖ­χτες, γιά νά σύ­ρουν τόν χορό οἱ δύο ἀρ­ρα­βω­­νια­σμέ­νοι. Ἡ ὄμορ­φη Στε­κού­λα, πρώτη ξα­­δέλ­φη τοῦ Θεόδωρου Κολο­κο­τρώ­νη, ἀρρα­βω­­νιά­­ζεται τόν λε­βεντό­κορμο Δη­μή­τρη Πλα­­­πούτα. Στά 1802 ἑ­νώ­νον­ται δυό ὀνο­μα­στές οἰ­κο­­­γένει­ες, τῶν Πλα­πουταί­ων καί τῶν Κο­­λο­κο­τρω­­ναίων. Στήν Ἐ­θ­νε­γερ­σία τοῦ 1821 θά παί­ξουν πρω­τα­γω­νι­στικό ρό­λο.
Πάνω πού τό γλέν­­τι δυνάμωνε καί ὁ χορός κα­λά κρα­τοῦσε, οἱ Τοῦρ­κοι φθο­νοῦν τή χαρά τους κι ὁρμοῦν. Στήν ἄ­γρια συμ­πλο­κή ὁ ἀρ­ρα­βω­­νια­στικός πληγώνεται. Στόν ἀν­θό τῆς νιότης του, μόλις στά  δε­καέξι του χρόνια, χύνει τό πρῶτο του αἷμα γιά τήν Πα­τρίδα. Καί θά τῆς τό δώσει πολλές φορές στή συνέ­χεια.
Ἀργότερα ξενιτεύεται στήν ἀγ­γλοκρατούμενη Ζάκυνθο. Μαζί μέ τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τόν Νι­κη­ταρᾶ καί μέ πολλούς ἄλλους ἀγω­νιστές κατα­τάσ­σονται στόν ἀγγλικό στρατό, γιά νά σπου­δάσουν μεθοδι­κότερα τά μυστικά τοῦ πολέμου. Γρή­­γορα ὁ Πλαπούτας παίρνει τό βαθμό τοῦ ἑκα­τόνταρχου (λοχα­γοῦ).
 Σ’ ἕνα γραφικό ἐκκλησάκι, ἔ­ξω ἀπό τή Ζάκυν­θο, μυεῖται στούς σκο­πούς τῆς Φιλικῆς Ἑ­ταιρείας. Μέ τήν ἔκρηξη τῆς Ἑλ­ληνικῆς Ἐπανάστασης ρί­χνε­ται μέ πάθος στόν ἀγώ­να γιά τή λευ­τεριά τῆς πατρί­δας.
 Ἡ νικηφόρα μά­­­­χη στό Βαλ­τέ­τσι, στούς πρώ­­τους μῆνες τῆς Ἐ­πα­νά­­στα­σης, ἐμ­­­ψυ­χώνει τούς Ἕλ­ληνες νά συ­νε­χίσουν ἀπο­φα­σι­στικά. Ποιός εἶ­­ναι ὅμως ὁ κι­νη­τή­ριος μο­χ­­λός της; «Ἡ μά­χη στό Βαλτέτσι ἦταν ἡ ἐ­λευ­θε­ρία τῆς πατρίδας χάρις εἰς τήν ἔγ­καιρον ἄφιξιν τοῦ Πλα­πούτα...», ση­­­μειώνει στά Ἀπομνημο­νεύματά του ὁ Κο­λο­κοτρώνης.
 Δέν ὑπάρχει πόλεμος στόν Μοριά πού νά μήν πῆρε μέρος αὐτό τό παλ­ληκάρι. Εἶναι ὁ μαχητής μέ τίς με­γά­λες πολεμικές ἱκανότητες καί μέ τήν πιό μεγάλη συμμετοχή στίς διά­φορες ἐπιχει­ρή­σεις. Ποτέ δέν λυγίζει στόν ὁποιον­δή­ποτε κίνδυνο. Δίκαια ὁ Πλα­πούτας χαρακτηρίζεται πολέ­μαρ­χος τοῦ Μοριᾶ.
 Γι’ αὐτό ἡ Πελοποννησιακή Γε­ρουσία τοῦ ἀπονέμει τόν βαθμό τοῦ στρατηγοῦ καί τό 1823 τόν διορίζει φρούραρχο τοῦ Ναυπλίου, τῆς πρώ­της πρωτεύουσας τοῦ κράτους.
Ἐκεῖ πού ἀρχίζει δειλά-δειλά νά χαράζει ἡ λευτεριά, δυστυχῶς σκο­τει­νιάζει καί πάλι ὁ οὐρανός τῆς πα­τρί­δας μας ἀπό τά μαῦρα σύννεφα τοῦ ἐθνικοῦ διχασμοῦ. Ἀποτραβη­γμένος σ’ ἕνα φτωχό σπι­τάκι στή Σιλί­μνα τῆς Ἀρκαδίας, ὁ Θεόδωρος Κο­λο­κο­τρώνης, τό «λιοντάρι» τοῦ Ἀ­γώ­να, ἔχει παραδοθεῖ στό κλάμα. Θρη­νεῖ γιά τήν κατάντια τῆς πολύ­παθης πατρίδας, γιά τίς διχαστικές τάσεις μερικῶν πού, πρίν ἀκόμα ἐλευ­θε­ρω­θεῖ ὁ τόπος, αὐτοί ἐπείγονται ν’ ἀ­ναρ­ριχηθοῦν στήν ἐξουσία. Κλαίει ὅ­μως ἀπαρηγόρητα καί γιά τόν ἄδικο χαμό τοῦ καλύτερού του παιδιοῦ, τοῦ Πά­νου. Κάπου στήν Τρίπολη πληρω­μέ­νοι φονιάδες τόν σκοτώνουν ἄναν­­­- δρα. Καί τώρα; Πῶς νά προχωρήσει ἡ Ἐπανάσταση χωρίς τόν «Γέρο τοῦ Μοριᾶ»;
 Σ᾽ αὐτή τήν κρίσιμη στιγμή σηκώ­νει τό ἀνάστημά του ὁ φλογερός, ἁ­γνός πατριώτης Δημήτρης Πλα­πού­- τας. Ψάχνει νά βρεῖ ποῦ κρύβεται ὁ ἀρχηγός. Τόν βρίσκει ἐπιτέλους ἀγνώριστο, ἀλλοιωμένο στήν ὄψη, τσα­­­κισμένο ἀπό τήν ἀπελπισία. Δα­κρύβρεχτη ἡ συνάντησή τους. Πέ­φτει ὁ ἕνας στήν ἀγκαλιά τοῦ ἄλλου καί σμίγουν τά δάκρυά τους γιά τά καινούργια δεινά πού πλήτ­τουν τήν πατρίδα. Ποιανοῦ τά φυλ­λο­κάρδια δέν θά σπάραζαν, σάν ἀντί­κρυζαν τούτη τή σκηνή;
Ὕστερα ἀπό ὥρα παραμερίζονται οἱ συναι­σθη­ματισμοί. Ὑψώνει τότε τή φωνή του ὁ Πλαπούτας:
- Νά μοῦ ἐπιτρέψεις νά σοῦ πῶ ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ ἀδικοχαμένος γιός σου, ἄν μποροῦσε νά σοῦ μιλήσει ἀπό ἐκεῖ πού βρίσκεται, αὐτό θά σοῦ ἔλεγε νά κάνεις: νά συγχωρήσεις τούς δολο­φό­νους του γιά χάρη τῆς Πατρίδας. Θά τοῦ χαλάσεις τό χατίρι; Ἐσύ ἔχεις κάμει τόσα καί τόσα γι’ αὐτόν τόν βα­σανισμένο τόπο. Κάμε καί τούτη τή θυσία...
Καί τήν ἔκανε «ὁ Γέρος τοῦ Μο­ριᾶ» γιά τό καλό τῆς δόλιας Πατρί­δας. Σφίγγει τήν καρδιά του, συντρί- βει τόν ἐγωισμό του καί μαζί μέ τόν Πλαπούτα πηγαίνει στό Ναύπλιο. Δη­λώνει ὑπακοή στήν Κυβέρνηση καί ζητᾶ ἀπ’ ὅλους συμφιλίωση καί συν­εργασία, γιά νά μή σβήσει ὁ Ἀγώνας. Καί δέν ἔσβησε, ἄναψε ξανά καί δα­φνοστεφανώθηκε.
 Πραγματικά, τιμή καί δόξα ἀνήκει στόν Πλαπούτα. Στήν Ἐθνεγερσία τοῦ 1821 εἶχε πείσει τούς ἐπανα­στά­τες ν’ ἀναγνωρίσουν τόν Κολοκο­τρώ­νη ὡς ἀρχηγό τῆς Ἐπανάστασης. Καί τώρα πού ἡ διχόνοια δηλητηρίαζε τίς σχέσεις τῶν ἀγωνιστῶν, ὁ Πλα­πού­τας ἐνεργεῖ φωτισμένα, συνετά. Ζητᾶ ἀπό τόν ἀρχηγό νά συμφιλιωθεῖ μέ τήν Κυβέρνηση.
 Τό Ἔθνος σ’ εὐγνωμονεῖ, σεμνέ πατριώτη! Κι ἄν τίποτε ἄλλο δέν εἶ­χες νά ἐπιδείξεις στή ζωή σου, καί μόνον αὐτές οἱ σοφές ἐνέργειές σου ἀρ­κοῦν, γιά νά σέ κατατάξουν στούς μεγάλους εὐεργέτες τῆς Πατρίδας.

Ἑλληνίς