Ὑπάρχει ἐλπίδα;

 hopeless cἩ ἐλπίδα πεθαίνει τελευταία, συν­ηθίζει νά λέει ὁ λαός μας. Πράγματι μόνο ἀπελπισμένοι μποροῦν νά θέσουν τέρμα στόν βίο τους. Ὁ ἄν­θρω­πος διαχρονικά στήριζε τίς ἐλ­πίδες του στούς θεούς πού λάτρευ­ε. Σ’ αὐ­τούς πρόσφερε θυσίες, προκειμένου νά τούς ἐξευμενίσει ἤ νά ζητήσει νά ἐξελιχθοῦν εὐνοϊκά οἱ ὑποθέσεις  του. Ὅταν ὁ Θε­ός ἐνανθρώπη­σε στό πρόσ­­­ωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρόσ­φε­ρε μέ τή θυσία του καί τήν ἀνάστασή του τήν ὑπέρτατη ἐλπίδα, τήν ἐλπίδα τῆς αἰ­ώνιας ζωῆς μετά τό τέλος τοῦ ἐπί τῆς γῆς βίου. Ἀσφαλῶς οἱ ἄνθρωποι τῆς πρό Χριστοῦ ἐποχῆς δέν ἦσαν παντελῶς στερημένοι τέτοιας ἐλπίδας. Πίστευαν σέ μετά θάνατον ζωή, ὅ­πως μαρτυροῦν τά ταφικά ἔθιμα καί ἡ φιλολογία τους. Ἦταν ὅ­μως οἱ δοξασίες τους ἄκρως συγκεχυμένες καί ἡ ἐλπίδα τους καχεκτική καί ἀν­ήμ­πο­ρη νά δώσει νόημα στόν βίο τους. Γι’ αὐ­τό, παρά τόν διαρκῆ ἐμ­πλουτισμό τοῦ πανθέου τοῦ ἀρχαί­ου κόσμου μέ πλῆ­θος νέων θεοτή­των κατά τήν ἑλ­ληνορωμαϊκή περίοδο, ἦ­ταν ἐμφανής ἡ κα­τάρρευσή του. Ἡ ραγδαία ἀποδο­χή τοῦ Εὐαγγελίου, πα­ρά τούς ἀναίτιους ἄγριους διωγμούς, συνιστᾶ τήν πλέον πειστική μαρ­τυρία.

 Κύλησαν αἰῶνες καί στίς κοινωνίες πού ἀποδέχθηκαν τή νέα πίστη συνέβησαν ἐντυπωσιακότατες μεταβολές. Οἱ πλέον σημαντικές ἀπό αὐ­τές ὑπῆρ­ξαν οἱ ἀκόλουθες: Ἡ δια­­στρέ­βλωση ἀρχικά τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου λόγῳ τῶν δυσκολιῶν πού ἀν­τιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος στήν ἐ­φαρ­μογή του. Αὐτός ἦταν συνηθι­σμέ­νος νά στηρίζεται στήν κοσμική ἰσχύ καί δύναμη, μέσῳ τῶν ὁποίων ἐπέβαλλε τίς ἀπόψεις του (δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου). Ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου, αὐ­τό πού ἀργότε­ρα σέ περίοδο ἐκ­πτώσεων τῶν ἀξιῶν ὀνομάστηκε ἀνθρώπινα δικαιώματα, ὑ­πῆρξε καί στήν με­τά Χριστόν ἐποχή ἀνυπόφορη ὄχι μό­νο γιά τούς ἰσχυρούς ἀλλά καί γιά τούς ἀδύναμους. Οἱ θρη­σκευτικοί ἡ­γέτες στή Δύση, ἡ ὁ­ποία κυρίως ἐπηρέασε τίς ἐξελίξεις, ἐνέδωσαν στόν πειρασμό τῆς ἄσκησης ἐξουσίας κοσμικοῦ τύπου καί κατ’ ἐπανά­ληψη δι­εκπεραίωσαν ὑποθέσεις πίστεως μέ­σῳ αὐτῆς εἴτε ζητώντας τή βοήθεια τοῦ ἡγεμόνα εἴτε, τό ὀδυνηρότερο, ὑποκαθιστώντας τον στήν ἄ­σκηση τῆς ἐξουσίας. Ἀπότοκη αὐτῆς τῆς στρέβλωσης ὑ­πῆρξε ἡ ἀμφισβήτηση τῆς αὐθεντίας τῆς ἐξουσίας ἀπό κάποιους κύκλους στή Δύση. Τούς πα­ρουσιάζουν σή­με­ρα οἱ ἰδεολογικοί τους διάδοχοι ὡς φωτεινά πνεύματα καί πρωτοπόρους στή μάχη τῶν ἰδε­ῶν. Στήν οὐ­σία ἦταν ἕνα κοσμικό κατεστημένο, τό ὁποῖο ἤθελε νά διαρ­ρήξει τούς ἀναγκαστικούς δεσμούς του μέ τό θρησκευτικό κατεστημένο, ἀμφισβητώντας ἀρχικά τήν αὐ­θεντία του καί ἀργότερα τή θεία αὐθεντία, τήν ὁ­ποία ὑποστήριζε ὅτι ἀντιπρο­σω­­πεύ­ει ἐπί τῆς γῆς. Ἡ ἀπόληξη τῆς ἀμ­φισβήτησης τῆς θείας αὐθεντίας ἦταν ἡ ἄρνησή της καί τό πέρασμα στήν ἐ­ποχή τῆς νεωτερικότητας πρίν ἀπό δυόμισι αἰῶνες.
 Κύρια γνωρίσματα τῆς ἐποχῆς αὐ­τῆς ὑπῆρξαν ἡ ἄκρα αὐτοπεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ παραίτησή του ἀπό ἐ­κεῖ­νο πού οἱ φιλόσοφοι ἀποκαλοῦν με­τα­φυσική ἐλ­πίδα. Στό ἑξῆς ἀναζητεῖ ἐνδοκοσμικές λύσεις στά προβλήματά του διά τῆς πολιτικῆς, ἡ ὁποία μέ τήν πάροδο τοῦ χρό­νου διαμορφώθηκε σέ εἶδος κοσμικῆς θρη­σκεί­ας, στήν ὁποία ἡ θεολογία ὑποκατα­στά­θηκε μέ τήν ἰδεολογία. Ἰσχυρότατη ὤθηση στή γιγάντωση τῆς ἐν­δοκοσμικῆς ἐλπίδας ἔ­δω­σε ἡ ἁλ­μα­­τώδης ἀνάπτυξη τῆς ἐπι­στή­μης, ἡ ὁποία ἐτέθη στήν ὑπηρεσία τῶν δυτικῶν ἰδεολογιῶν. Ὁ ἐπιστημονικός μεσσιανισμός ἔ­φθασε στό ἀπόγειό του κατά τή λή­ξη τοῦ 19ου αἰώ­να. Ἡ ἐπιστήμη σύρθηκε στό προκρούστειο κρεβάτι τῆς ὑλιστικῆς φιλοσοφίας, γιά νά βεβαιώσει τήν ἀνυ­παρξία τοῦ Θε­οῦ, καί ἡ πολιτική τήν πρόβαλε ὡς πανάκεια γιά ὅλα τά ἀν­θρώπινα προ­βλήματα, ἐν­νοώντας μέ τό «ὅλα» τά βιοτικά καί μόνο, ἀ­φοῦ στό ὄνομα τοῦ ὀρθολογισμοῦ τά πνευματικά εἶχαν μπεῖ στό περιθώριο!
Ἐκεῖνοι ὅμως πού ἀνέτρεψαν τό θρησκευτικό κατεστημένο διαπί­στω­σαν ὅτι οἱ μέθοδοί του λειτουργοῦσαν καί ὑπό τίς νέες συνθῆκες. Τά ἀνθρώπινα δικαιώμα­τα ἴσχυαν γιά τούς ἡμετέρους ἐκλεκτούς καί ὄχι γιά ὅλους. Ἡ ἀποι­κιοκρατία ἦταν ἡ πλέον χαρακτηριστική ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ἡ μήτρα τοῦ δυτικοῦ θρησκευτικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ συνέχιζε νά εἶναι γόνιμη στά ἀστι­κά πλαίσια. Καί καθώς ἡ ἀ­πληστία δέν ἐπέτρεπε τήν ἱκανοποίηση οὔτε τῶν πολιτῶν τῶν προνο­μιούχων λαῶν, ἡ μήτρα γέννη­σε τούς νεότερους ὁλοκληρωτισμούς. Ὅλοι τους θρεμ­μέ­νοι μέ τήν ὑλιστική ἰδεολογία ἔδωσαν πικρότατους καρπούς κατά τόν 20ό αἰώ­να, στό τέλος τοῦ ὁ­ποίου εἴδαμε τήν κατάρρευση τῶν ἰδε­ολογιῶν. Βέβαια οἱ κρατοῦν­τες ἰσχυ­ρίζονται ὅτι ἐπικράτησε ἡ ὑπέρτατη ἰδεολογία, αὐτή τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας! Ἄν εἶναι δυνατόν νά συνιστᾶ ἰδεολογία ἡ ὑποδούλωση στό ἔνστικτο καί τό δικαίωμα στήν πάσης φύσεως ἀσυδοσία.
 Ἡ κρατοῦσα κατάσταση ἐν­τείνει τόν ἐκμαυλισμό τῶν συνει­δήσεων τῶν προσώπων, τά ὁποῖα ἔ­χουν ἐκ­πέσει σέ οἰκονομικές μονάδες, σέ εἶδος ἀ­να­­λωσίμου σέ πλήρη ἐπάρκεια. Κα­τήν­τησαν νά ἀπολαμβάνουν ὡς μόνα τους δικαιώματα τήν καθημερινή δό­ση ψεύδους ἀπό τή μικρή ὀθόνη καί νά βρίζουν σέ στιγμές ἀ­γανά­κτησης τούς ὑπαίτιους ἤ καί νά βλασφημοῦν τόν Θεό πού ἀρνήθηκαν βυθισμένοι στόν πρακτικό ὑλισμό. Οἱ ἄνθρωποι ἔ­παψαν νά ὀνει­ρεύονται ἀκόμη καί τήν κοινωνική μεταβολή, πόσο μᾶλλον νά ἀγωνί­ζον­ται γι’ αὐτήν, καθώς ἔ­χουν καταστεῖ ἄβουλοι καί πλαδαροί. Τό σύ­στημα βέβαια δέν παύει νά ἐπιχειρεῖ τήν ἀ­να­νέωση τῶν ἐν­δοκοσμι­κῶν ἐλπίδων, προ­βάλ­λοντας νέους «σω­τῆρες» στούς τομεῖς τῆς πο­λι­τι­κῆς, τῆς οἰκονομίας, τῆς κοινωνιολογίας, ἀλλά καί τῆς χυδαιότητας• ὅ­μως ὁ­λοένα καί λιγότεροι πλέον σπεύδουν νά τούς ὑποδεχθοῦν. Ἡ ἐνδοκο­σμι­κή ἐλπίδα σβήνει καί    ὁ κίν­δυνος ἀποσταθερο­­ποίη­σης εἶναι πλέον ὁρατός. Ἀσφαλῶς τό σύστημα δέν ἔχει ἀπορρίψει τή λύ­ση τῆς ἐπανόδου στόν ὁ­λοκλη­ρωτισμό, ὁ ὁποῖος φαν­­τάζει πλέον ὡς ἐλπίδα γιά τόν παραπαίοντα ἄν­θρωπο. Ἡ μόνη πού ἐξακολουθεῖ νά βάλλεται στό ὄνομα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῶν ἀνθρωπίνων δικαι­ωμάτων εἶναι ἡ θρησκευτική πίστη. Κι ὁ ἄν­θρω­πος, πού ἀποφεύγει νά στηρίξει τίς ἐλπίδες του σ’ αὐ­τήν, γιά νά μή μιανθεῖ καί καταστεῖ ἀπόβλητος ἀπό τό περιβάλλον τοῦ συστήματος, πα­ρα­παίει ἐναποθέτοντας τήν ἐλπίδα του στό μέλλον, πού ἐπείγε­ται νά καταστήσει παρόν μή συν­ειδητοποιώντας τό βραχύβιό του.

Ἀπ. Παπαδημητρίου