Εἶμαι ἐδῶ μόνος, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα ἀκολουθεῖ

 Potagas cΟἱ περισσότεροι νομίζουμε πώς στήν Ἑλλάδα ἡ πρώτη ἀντιστασιακή πράξη ἐνάντια στή γερμανική κατοχή ὑπῆρξε τό κατέβασμα τῆς σβάστικας ἀπό τόν ἱερό βράχο τῆς Ἀκρόπολης στίς 30 Μαΐου 1941 ἀπό τούς δύο φοι­τητές, Γλέζο καί Σάντα. Τούς πρόλαβε, ὡστόσο, ἕνας νεαρότερος ἄ­τρομος Ἕλληνας, μία ἀληθινά ὡραία καί ἡρωική ψυχή.

Ὁ Μαθιός Πόταγας, μαθητής τῆς Ε´ Γυμνασίου στή Βαρβάκειο Σχολή, διαμένει στήν Ἀθήνα, ἀλλά αὐτές τίς μέρες βρίσκεται στή γενέτειρά του, τή Βυτίνα Ἀρκαδίας. Ἡ ἐφηβική του καρδιά ἐδῶ καί μῆνες, ἐδῶ καί χρόνια ζῆ τόν παγκόσμιο χαλασμό καί πάλλεται ἀγωνιστικά. Παλεύει ἐντός του μέ γνήσιο ἑλληνικό τρόπο. Ὅσα μαθαίνει στά σχολικά βιβλία γιά ἥρωες τώρα νιώθει πώς ξαναζωντανεύουν γύρω του μέ ὅσα θαυμαστά ἀκούει πώς πραγματοποιήθηκαν ἀπό τούς ἕλληνες φαντάρους στά βουνά τῆς Πίνδου. Αἰσθάνεται ὅμως πώς καί στίς δικές του φλέβες κυλᾶ τό αἷμα τῶν ἡρώων ἐκείνων πού μάχονται μέ­σα στό διάβα τῶν αἰώνων γιά τήν ἐ­λευθερία καί τήν ἀξιοπρέπεια τῆς Ἑλ­λάδας. Δέν ἀντέχει οὔτε κἄν στήν ἰδέα τῆς ὑποδούλωσης. Ποικίλες σκέψεις περνοῦν ἀπό τό μυαλό του, καθώς οἱ ἐξελίξεις τρέχουν.
Ἡ μεραρχία «Ἀδόλφος Χίτλερ», ἡ καλύτερη μεραρχία ἁρμάτων μάχης τῆς Γερμανίας, συμμετέχει στήν εἰσ­βολή ἐναντίον τῆς Ἑλλάδας. Τώ­ρα προχωρᾶ πρός τή δυτική Ἑλ­λάδα. Φθάνει στήν Αἰτωλοακαρνανία καί πορεύεται πρός Καλαμάτα μέ στόχο νά ἐμποδίσει τά στρατεύματα πού θά ἔφευγαν γιά τή Μέση Ἀνατολή. Ἕνα τμῆμα τῆς μεραρχίας ξεκινᾶ ἀπό τήν Πύλο γιά τήν κατάληψη τῆς Τρίπολης. Ὁ δημόσιος δρόμος περνᾶ ἔξω ἀπό τή Βυτίνα.
2 Μαΐου 1941. Ὁ 17χρονος Μαθιός πληροφορεῖται πώς τά ἅρματα μάχης τῶν ναζί θά περάσουν δίπλα ἀπό τό χωριό του. Ὅλο τό εἶναι του ἀντιδρᾶ. Κάπως πρέπει νά χτυπήσει τή γερμανική φάλαγγα. Εἶναι δεινός σκοπευτής. Νά πάρει τό ὅπλο τοῦ πατέρα του; Νά ἐπιχειρήσει ἀνατίναξη τῆς γέφυρας; Τί νά κάνει;
Σύμφωνα μέ μία ἐκδοχή, ὁ Πόταγας ἄδειασε τό ὅπλο του ἐναντίον τῶν γερμανικῶν μηχανοκίνητων. Ἡ ἀδελφή του ὅμως καταθέτει ὅτι δέν χρησιμοποίησε τελικά τό ὅπλο, κι αὐ­τό ἐπιβεβαίωσαν σχετικές ἔρευνες τοῦ Γλέ­ζου. Δέν ἐφάρμοσε τήν πρώ­τη σκέψη. Δέν χτύπησε κανέναν. Δέν πῆγε νά σκο­τώσει ἕναν - δυό Γερμανούς. Ἤθε­­­λε νά δηλώσει σταθερά κι ἀμετάκλη­τα, ἐπίσημα καί σοβαρά τήν ἄρνηση ὑποδούλωσης. Καί γι’ αὐτό ἦταν δια­τε­θειμένος νά προσφέρει τήν ἴδια του τή ζωή.
Πετάγεται, λοιπόν, ἄοπλος μπροστά στούς θηριώδεις κατακτητές. Ὑ­ψώνει τό χέρι του. Λεβέντικα καί ἄφο­βα τούς φωνάζει: «Σταθεῖτε, δέν θά μᾶς σκλαβώσετε! Θά μᾶς πεινάσε­τε, θά μᾶς κάψετε, θά μᾶς σκοτώσε­τε, ἀλ­λά δέν θά μᾶς νικήσετε. Εἶμαι ἐδῶ μό­νος, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα ἀκο­- λουθεῖ».
Ὁ Γερμανός ἔκπληκτος ζητᾶ ἀπό τόν διερμηνέα νά μάθει τί λέει ὁ νεαρός. Ἐντυπωσιάζεται, ἀλλά καί ἐ­ξορ­γίζεται. Καταλαβαίνει πολύ καλά τή σοβαρότητα τῶν λόγων του, ἀλλά καί τήν ἰσχύ κάθε τέτοιας ἑλληνικῆς καρδιᾶς. Ἀναγνωρίζει τή γενναιό­τητα τοῦ νεαροῦ Ἕλληνα ἀλλά καί τόν κίνδυνο πού κρύβουν τά λόγια του. Γι’ αὐτό καί σπεύδει μέ τό αὐτόματό του νά τόν ἐξοντώσει. Μά δέν ἀρκεῖται σ’ αὐτό. Τόν ἐρεθίζει ἀφόρητα ὁ ἀδούλωτος νοῦς. Γι’ αὐτό καί δίνει ἐντολή νά πολτοποιήσουν μ’ ἕναν ὀγκόλιθο τό κεφάλι τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ.
Φοβήθηκε ὁ τύραννος ἕνα νεαρό παιδί τό ὁποῖο δέν δίστασε νά ὑψώσει τό ἀνάστημά του στό περιβόητο Γ´ Ράιχ καί τόν στρατό του, τή στιγμή πού ὁλόκληροι ἐθνικοί στρατοί ἄλ­λων χωρῶν ἔσκυβαν δουλικά τό κε­φά­λι. Ἐ­δῶ συνάντησε φρόνημα πρω­τό­γνω­ρα γενναῖο. Τόν τάραξε τό ἀε­τίσιο βλέμ­μα τοῦ Ἕλληνα. Καί τό­σο ἦταν τό μί­σος του ἐνάντια σέ κάθε ὕπαρξη μέ ἐ­λεύθερη σκέψη κι ἐθνική ὑπερηφά­νεια, πού βάλθηκε νά λειώσει τό μυα­λό του, ἀκόμα κι ἄν ἦταν νεκρός. Ἤ μᾶλ­λον ἦταν πολύ δικαιολογημένη ἡ λύσ­σα καί ἡ φοβία του, γιατί ὄντως καί νεκροί οἱ ἥρωες μᾶς ἐμπνέουν.
Ἐκεῖνο τό μαγιάτικο μεσημέρι ὁ Πόταγας φαινόταν μόνος του, ἕνα τολμηρό γυμνασιόπαιδο μέ ἀπερίσκεπτο γιά κάποιους ζῆλο, μέ τό παράτολμο θάρρος τῆς νιότης. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι πώς τό παλληκάρι ἐκείνη τή στιγμή σήκωνε στούς ὤ­μους του μία ὁλόκληρη ἱστορία χιλιετηρίδων. Στό συναπάντημά του μέ τόν κατακτητή ὁ Μαθιός ἐνεργοῦσε στό ὄνομα ἑνός ὁλόκληρου λαοῦ. Ἔνιωσε τόν ἑ­αυτό του ὡς συνέχεια σ’ αὐτό τό ἱερό ποτάμι τῶν ἑλλήνων ἡρώων καθώς μέ­σα στήν καρδιά του φώλιαζε ἡ ἴδια ἀ­γάπη γιά τήν ἐλευθερία καί ἡ ἴδια πί­- στη στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ αὐτοθυσία του μένει βαρειά κλη­ρονομιά στίς ἐπερχόμενες γενιές. Ἕνας ὑπέροχος ὁδοδείκτης γιά τό σήμερα. Μακάρι νά βροῦμε τήν ψυχική δύναμη καί τό ἀνάλογο ἦθος γιά νά προσφέρουμε στήν Ἑλλάδα μας, ὅταν τό χρειαστεῖ, τό καλύτερο κομμάτι τῆς ὕπαρξής μας!

Ἀγγελική Τσιραμπίδου