Ἡ διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἰσραήλ

old testament bible cΛΕΥΪΤΙΚΟΝ 26,3-5. 11-12
Κείμενο
3. Ἐὰν τοῖς προστάγμασί μου πο­ρεύησθε καὶ τὰς ἐντολάς μου φυ­λάσσησθε καὶ ποιήσητε αὐτάς,
4. καὶ δώσω τὸν ὑετὸν ὑμῖν ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καὶ ἡ γῆ δώσει τὰ γενήματα αὐτῆς καὶ τὰ ξύλα τῶν πεδίων ἀπο­δώσει τὸν καρπὸν αὐτῶν.
5. καὶ καταλήψεται ὑμῖν ὁ ἁλοητὸς τὸν τρυγητόν, καὶ ὁ τρυγητὸς κατα­λήψεται τὸν σπόρον, καὶ φάγεσθε τὸν ἄρτον ὑμῶν εἰς πλησμονὴν καὶ κατοικήσετε μετὰ ἀσφαλείας ἐπὶ τῆς γῆς ὑμῶν, καὶ πόλεμος οὐ διε­λεύ­σε­ται διὰ τῆς γῆς ὑμῶν.
....................................................
11. καὶ θήσω τὴν σκηνήν μου ἐν ὑ­μῖν, καὶ οὐ βδελύξεται ἡ ψυχή μου ὑμᾶς,
12. καὶ ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν· καὶ ἔ­σομαι ὑμῶν Θεός, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός.
Μετάφραση
3. Ἄν πορεύεσθε σύμφωνα μέ τά προστάγματά μου, ἄν τηρεῖτε καί ἐφαρμόζετε τίς ἐντολές μου,
4. τότε στήν κατάλληλη ἐποχή θά σᾶς δώσω βροχή, καί ἡ γῆ θά δώσει τά γε­νή­ματά της, καί τά δένδρα στούς κάμπους θά καρποφορήσουν.
5. Τότε ὁ ἁλωνισμός σας θά διαρκεῖ μέχρι τόν τρύγο, καί ὁ τρύγος θά διαρκεῖ μέχρι τήν σπορά. Θά τρῶτε τό ψωμί σας καί θά χορταίνετε καί θά κατοικεῖ­τε μέ ἀσφάλεια στήν χώρα σας καί πό­λε­μος δέν θά περάσει ἀπό τήν χώρα σας.
...........................................
11. Καί θά στήσω τήν σκηνή μου ἀνά­με­σά σας, καί δέν θά σᾶς ἀποστραφεῖ ἡ ψυχή μου.
12. Θά περπατῶ ἀνάμεσά σας καί θά εἶμαι ὁ Θεός σας κι ἐσεῖς θά εἶστε ὁ λαός μου.

Στό Λευϊτικό, τό τρίτο βιβλίο τῆς ἁ­γίας Γραφῆς, ὁ Μωυσῆς δέν κατα­γράφει ἱστορικά γεγονότα, ἀλλά καθορίζει κυρίως ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τήν θεία λατρεία. Μέ πολλές λεπτομέρει­ες ἀναφέρεται στήν τέλεση τῶν θυ­σι­­ῶν: κάνει διαχωρισμό ἀνάμεσα σέ νομικῶς καθαρά καί ἀκάθαρτα ζῶα, ἀ­νάμεσα σέ νομικῶς καθαρές καί ἀ­κάθαρτες πράξεις, ὁρίζει τίς ποσό­τη­τες καί τά εἴδη τῶν καρπῶν γιά τίς θυσί­ες, τόν χρό­νο τῶν προσφορῶν κ.ἄ.
Ἐντύπωση προκαλεῖ τό ὅτι ὁ Θεός ἀσχολεῖται μέ πράγματα πού μέ μιά πρώτη ματιά μοιάζουν ἀνούσια καί ἀσήμαντα. Ὡστόσο, ὁ φιλεύσπλαγχνος πατέρας καί πάνσοφος παιδα­γωγός μέ ὅλα ὅσα παραγγέλλει θέλει νά φυ­λάξει τόν λαό του ἀπό τίς θυ­σί­ες τῶν εἰδωλολατρῶν καί νά τόν χειραγωγήσει στήν πνευματική ὡριμότητα· στήν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί στήν ἀνάγκη γιά λύτρω­ση. Ἔτσι τόν προετοιμάζει γιά τήν θυσία τοῦ αἰώ­νι­ου ἀρχιερέα, τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν μόνη πού προσφέρει τήν ἀληθινή σωτηρία.
Πέρα ὅμως ἀπό τήν νομική καθα­ρό­τητα, στό Λευϊτικό γίνεται λόγος καί γιά τήν ἠθική καθαρότητα. Γιά νά ’ναι εὐπρόσδεκτες ἀπό τόν Θεό οἱ θυσί­ες, εἶναι ἀνάγκη νά συνο­δεύ­ον­ται ἀ­πό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του.
Αὐστηρό ἔλεγχο ἀσκοῦσαν οἱ προ­φῆτες στούς Ἰουδαίους, διότι ἐνῶ τελοῦσαν τίς θυσίες, ἐκ­τρέ­πον­ταν ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἐκτροπή μάλιστα παρου­σι­άζεται συ­χνά ὡς πνευματική μοι­χεία. Ἡ δια­θή­κη πού ἔγινε ἀνάμεσα στόν Θεό καί στόν λαό του δέν εἶχε χαρακτήρα νο­μικῆς συμφωνίας, ἀλλά γάμου. Ὁ Θε­ός ἀπαιτοῦσε πιστότητα ἀπό τόν λαό του ὅπως ἕνας σύζυγος ἀπό τήν σύ­ζυγό του. Στά προφητικά κείμενα ἐμ­φανίζεται ζηλότυπος κάθε φορά πού ὁ λαός του ἐρωτοτροπεῖ μέ τά εἴ­δω­λα. Αὐτή ἡ σχέση, πού φανερώ­νει τήν ἀσύλληπτη θεϊκή ἀ­γάπη καί συγκα­τά­βαση, προάγεται ἀσφα­λῶς καί τελει­οποιεῖται στά χρόνια τῆς Καινῆς Δια­θήκης, ὅταν ὁ νυμφίος Χριστός ἑνώ­νεται ὀργανικά πλέον μέ τήν νύμφη του Ἐκκλησία.  
Τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φανε­ρώνει καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀ­πευθύνεται στόν πνευ­ματικά ἀνώ­ριμο ἀκόμη Ἰσραήλ. Τοῦ μιλᾶ ὅπως ὁ πατέρας στό μικρό του παιδί, μέ ὑ­πο­σχέσεις καί ἀπειλές. Ἄν ὁ λαός μείνει πιστός, ὁ Θεός ὑπόσχεται πλούσιες εὐλογίες: εὐφορία τῆς γῆς, εἰρήνη καί ἀσφάλεια, αὔξηση τοῦ λα­οῦ... Ἄν ὄχι, προειδοποιεῖ ὅτι θά ἀ­κολου­θή­σουν σκληρές τιμωρίες: ἀ­καρπία τῆς γῆς, ἐπιδρομή ἄγριων ζώων, ὀδυνη­ρές ἀρρώστιες, ὑποδούλωση σέ ἐ­χθρούς, πείνα ἀβάσταχτη...
Ὑποσχέσεις καί ἀπειλές βρίσκου­με καί στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά ἐκεῖ ὁ ὁρίζοντας ἐπεκτείνεται ἀπό τά ἐπίγεια στά οὐράνια, ἀπό τά πρόσκαιρα στά αἰώνια. Οἱ ὅροι τῆς διαθήκης ἀ­ναθεωροῦνται. Κι ὅταν ἀκόμη ἐκτελοῦμε τόν νόμο τοῦ Κυρίου, ἀναμέ­­νουμε σ᾿ αὐτή τήν ζωή θλίψεις καί βά­σανα. Μόνο πού στούς πιστούς ὅλες αὐτές οἱ δοκιμασίες φαίνονται μικρές μπροστά στήν δόξα πού κατεργάζονται γιά τήν αἰωνιότητα (βλ. Β´ Κο 4, 17).
Μιά ἀνταύγεια ἀπό τό πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀχνοφέγγει καί στό Λευϊτικό, καθώς ἀνάμεσα στίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ διακρίνεται μία πού δέν ἀφορᾶ σέ ὑλικές ἀπολαβές: «καὶ θήσω τὴν σκηνήν μου ἐν ὑμῖν, καὶ οὐ βδε­λύξεται ἡ ψυχή μου ὑ­μᾶς, καὶ ἐμπε­ριπατήσω ἐν ὑμῖν· καὶ ἔσομαι ὑ­μῶν Θεός, καὶ ὑμεῖς ἔ­σε­σθέ μοι λαός» (στ. 11-12). Ἄν οἱ Ἰουδαῖοι φυ­λάγουν τά προστά­γμα­τα τοῦ Θε­οῦ, θά ζήσουν τήν εὐ­λογία τοῦ παραδεί­σου: ὁ Θεός θά σκη­νώσει ἀνά­μεσά τους! Θά τόν ἔχουν συνεχῶς κοντά τους καί θά συνδέονται μαζί του μέ σχέσεις ἀγάπης καί οἰκειότητος.
Ἡ εὐλογία αὐτή ἔ­γινε ἁπτή πραγματικότητα στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, πού «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω 1,14). Στόν τέλειο βαθμό θά τήν ἀπολαμβάνουν οἱ πιστοί μετά τήν Δευτέ­ρα Παρουσία, ὅπως ἀ­ποκαλύπτει ὁ ἀπό­στο­λος Ἰωάννης, καθώς ἐνατενίζει τό μέλλον καί ἀκούει ἀπό τόν οὐ­ρανό μιά δυνατή φω­νή: «ἰ­δοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θε­οῦ μετὰ τῶν ἀν­θρώ­πων, καὶ σκηνώσει μετ᾿ αὐ­τῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐ­τὸς ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν ἔσται» (21,3).

Στ. Ν. Σάκκος