Ἐπειδή οἱ Ἰουδαῖοι ἄκουγαν ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο παίρνοντας χῶμα ἀπό τή γῆ, γι’ αὐτό κι ὁ Χριστός ἔπλασε μ’ αὐτό τόν τρόπο. Τό νά πεῖ ὅτι ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού πῆρε χῶμα ἀπό τή γῆ καί ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, φαινόταν ἀπαράδεκτο στούς ἀκροατές· ἀποδεικνύοντάς το ὅμως μέ τό ἔργο ἔπαυε πλέον νά προκαλεῖ.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, κι αὐτός παίρνοντας χῶμα κι ἀνακατεύοντάς το μέ τό σάλιο, φανέρωσε μ’ αὐτό τόν τρόπο τήν κρυμμένη δόξα του. Δέν εἶναι βέβαια μικρή δόξα τό νά θεωρηθεῖ δημιουργός τῆς κτίσεως. Διότι ἀπ’ αὐτό προστίθονταν καί τά ἄλλα, ἀπό τό μέρος βεβαιωνόταν καί τό ὅλον. Ἡ πίστη γιά τό μεγαλύτερο βεβαίωνε καί τό μικρότερο.
Ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό πολυτιμότερο πρᾶγμα ἀπό ὅλη τήν κτίση, καί τό πολυτιμότερο ἀπό τά μέλη μας εἶναι τό μάτι. Γι’ αὐτό καί δέν δημιούργησε ἁπλῶς τά μάτια, ἀλλά τά δημιούργησε μ’ ἐκεῖνο τόν τρόπο. Ὅ,τι εἶναι ὁ ἥλιος γιά τήν οἰκουμένη, αὐτό εἶναι τό μάτι γιά τό σῶμα. Ἄν σβήσεις τήν ἥλιο, ἔχασες καί τάραξες τά πάντα. Ἄν σβήσεις τά μάτια, εἶναι πλέον ἄχρηστα καί τά πόδια καί τά χέρια καί ἡ ψυχή. Φεύγει ἡ γνώση ἄν ἀρρωστήσουν αὐτά, διότι μ’ αὐτά γνωρίσαμε τόν Θεό. «Τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ, ἀπό κτίσεως κόσμου, τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται».
Δέν εἶναι, λοιπόν, τό μάτι μόνο λυχνάρι τοῦ σώματος, ἀλλά καί τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό καί εἶναι στημένο σάν σέ μιά βασιλική τοποθεσία, ἔχοντας τό ἄνω ἄκρο καί πρυτανεύοντας τῶν ἄλλων αἰσθήσεων. Αὐτό, λοιπόν, διαπλάθει ὁ Χριστός.
Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό κατά Ἰωάννην 56·
PG 59,307-308