ΛΑΤΡΕΙΑ ΕΥΑΡΕΣΤΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ

  latria cΚαυχώμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι, καί δικαίως, γιά τό πνευματικό μέγεθος τῆς λατρείας μας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λατρεύει τόν Θεό διατηρώντας -καί ὡς πρός τό θέμα αὐτό- ἀκέραιη τήν παράδοση τῶν ἁγίων πατέρων, ἡ ὁποία ἔχει τίς ρίζες της στήν ἀποστολική ἐποχή. Δέν προσπαθεῖ ἡ λατρεία της νά ἐπιβληθεῖ στόν πιστό καί νά τόν ταπεινώσει μπροστά στήν παντο­δυ­να­μία τοῦ Θεοῦ, ὅπως κάνουν οἱ παπικοί. Γι’ αὐτήν ὁ Κύριος δέν εἶναι πρω­ταρχικά mysterium tremendum, δηλαδή μυστήριο πού προκαλεῖ τρόμο, ἀλλά mysterium fascinosum, μυστήριο πού ἑλκύει, ἀγάπη. Οὔτε πάλι διδάσκει μόνο, ὅπως συμ­βαίνει μέ τήν λατρεία τῶν προτεσταντῶν. Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία ἀφ’ ἑνός μέν σαρκώνει ἐδῶ καί τώρα τό θαῦμα τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, καί ἀφ’ ἑτέρου κάνει τήν ζωή τοῦ Κυρίου, τόν σταυρό καί τήν ἀνάστασή του ταυτότητα ὑπαρξιακή τοῦ πιστοῦ.
  Ὡστόσο, ἐπειδή ἡ πνευματική ἀλλοτρίωση πού μᾶς ἀπειλεῖ προσ­βάλ­λει πλέον καί τήν λατρευτική μας ζωή, εἶναι ἀνάγκη νά λάβουμε σο­βαρά ὑπ’ ὄψιν ὁρισμένα πράγματα:
  1. Θεμέλιο τῆς λατρείας μας δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο ἀπό τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Σαμαρείτιδα ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσ­κυ­νοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω 4,24). Δηλαδή ἡ λατρεία μας, γιά νά εἶναι ἀληθινή καί εὐάρεστη στόν Θεό, πρέπει πρῶτα νά προσφέ­ρεται στό θυσιαστήριο τῆς ψυχῆς, στόν ἀχειροποίητο ναό τοῦ ἔσω ἀνθρώ­που. Ὅταν δέν συμβαίνει αὐτό, ὅταν στήν ψυχή δέν καίγεται τό θυμίαμα τῆς ἀγάπης μας γιά τόν Κύριο ἀλλά καπνίζει ἡ ἁμαρτία, ὅλες οἱ ἄλλες ἐξωτερικές προσφορές καί θυσίες εἶναι μάταιες καί ἐξοργίζουν τόν Θεό. Παραδείγματα τέτοιας μάταιης λατρείας ἐντοπίζουμε πολλά στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εὐλογήθηκε «σκανδαλωδῶς» ἀπό τόν Γιαχβέ, ἐκτράπηκε πάρα πολλές φορές στήν τυπολατρία. Ἐξωτερικά μέν προσέφερε ὅ,τι ὅριζε ὁ μωσαϊκός νόμος, πλῆθος αἱματηρῶν καί ἀναι­μάκτων θυσιῶν, ἐσωτερικά ὅμως, στήν καρδιά του, ἀδιαφοροῦσε γιά τόν Θεό. Ἄλλοι θεοί λατρεύονταν ἐκεῖ, τά πάθη καί οἱ ἐπιθυμίες του. «Τί νά τό κάνω τό πλῆθος τῶν θυσιῶν σας;», λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσῳ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα· «εἶμαι γεμάτος ἀπό ὁλοκαυτώματα κριαριῶν, δέν θέλω ξίγκια ἀρ­νιῶν καί αἷμα ταύρων καί τράγων… Ὅταν ἀπλώσετε τά χέρια σας σ’ ἐμέ­να, θά ἀποστρέψω τά μάτια μου ἀπό σᾶς, καί ἄν κάνετε πλῆθος προσευχῶν, δέν θά σᾶς ἀκούσω· διότι τά χέρια σας εἶναι γεμάτα αἷμα. Λουσθεῖτε καί καθαρισθεῖτε, καθαρίστε τίς ψυχές σας ἀπό τίς πονηρίες σας ἀπέναντι στά μάτια μου... καί τότε ἐλᾶτε νά συζητήσουμε» (Ἠσ 1,11. 15-16. 18). Ὁ Ἰσραήλ ὅμως δέν ἄκουγε. Νόμιζε ὅτι μέ τίς θυσίες του θά ὑ­ποχρέωνε τόν Θεό ἀπέναντί του. Κι ἔτσι ἔχασε τήν θεία υἱοθεσία.
  2. Ἕνα ἄλλο σημεῖο πού πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα εἶναι ὁ τρό­πος τῆς λατρείας μας. Οἱ ἱερεῖς Ὀφνί καί Φινεές, γιοί τοῦ ἀρχιερέα καί κρι­τῆ Ἠλί, τιμωρήθηκαν παραδειγματικά ἀπό τόν Κύριο διότι ἡ συμπε­ρι­φορά τους μέσα στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου ἦταν ἀπαράδεκτη (βλ. Α´ Βα 2,12-17. 22-36). Ἔ­χουμε, ἱερεῖς καί λαός, συνείδηση τῆς ἱερότητας τοῦ ναοῦ; Ἤ πολλές φορές συμπεριφερόμαστε στόν ἅγιο αὐτό χῶρο, ἰδιαίτερα κατά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων, σάν νά βρισκόμαστε στήν ἀγορά; Συντελεῖ βέ­βαια σ’ αὐτή τήν κατάσταση καί τό γεγονός ὅτι πολλές φορές δέν κατα­λαβαί­νουμε τί ψάλλεται ἤ τί λέγεται, διότι οἱ λειτουργοί καί οἱ ψάλτες δίνουν περισσότερη σημασία στό μέλος παρά στά νοήματα. Παρόμοιο πρόβλημα ἀντιμετώπισε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐκκλησία τῆς Κορίν­θου. Στίς λα­τρευτικές τους συνάξεις οἱ χαρισματοῦχοι γλωσσολαλοῦσαν χωρίς νά ἐξη­γοῦν τί ἔλεγαν, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν καταλαβαίνει καί νά μήν οἰκο­δο­μεῖται κανείς, καί ἡ σύναξη νά δίνει τήν εἰκόνα φρενοκομείου. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος πῆρε δραστικά μέτρα (βλ. Α´ Κο 14). Ἐπίσης ἐπι­διώκουμε πολ­λές φορές μέσα στούς ναούς μας τήν ἄσκοπη πολυτέλεια. Τά πανάκριβα ἄμφια, καλύμματα καί σκεύη προκαλοῦν τούς πιστούς καί δίνουν λαβές στούς ἀπίστους νά κατηγοροῦν καί νά χλευ­άζουν τήν Ἐκ­κλησία. «Δέν εἶναι χρυσοχοεῖο ἤ ἀργυροκοπεῖο ἡ Ἐκκλησία», τονίζει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, «ἀλλά πανήγυρις ἀγγέλων... Δέν ἦταν ἀργυρή ἡ τράπεζα ἐκείνη τότε, οὔτε τό ποτήρι χρυσό ἀπό τό ὁποῖο ἔδωσε ὁ Χριστός στούς μαθητές τό αἷμα του· ἀλλά ὅλα ἐκεῖνα ἦταν πολύτιμα καί φρικτά ἐπει­δή ἦταν γεμάτα ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο». Δέν τιμοῦμε τήν θυσία τοῦ Κυρίου ὅταν τοῦ προσ­φέ­ρουμε χρυσά σκεύη, λέει πάλι ὁ ἅγιος πατήρ, ἀλλά ὅταν τοῦ προσφέρουμε χρυσές τίς ψυχές μας, γιά τίς ὁποῖες καί θυσιάστηκε.
  3. Τέλος, γιά νά εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό ἡ λατρεία μας, λέει ὁ ἅγιος Ἰά­κωβος ὁ ἀδελφόθεος, πρέπει νά ἔχει ὡς ὑπόβαθρό της τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς καί τήν ἁγνότητά μας ἀπό τούς σπίλους τοῦ κόσμου· «Θρη­σκεία (=λατρεία) κα­θαρή καί ἀμόλυντη γιά τόν Θεό καί Πατέρα εἶναι αὐτή: νά συμ­παρα­στέκε­στε στά ὀρφανά καί στίς χῆρες ὅταν ὑ­ποφέ­ρουν, καί νά διατηρεῖτε ἁ­γνό τόν ἑαυτό σας ἀπό τήν ἐ­­πιρροή τοῦ κόσμου» (Ἰα 1,27). Ἄν λα­τρεύουμε τόν Θεό ἀλλά ἀδια­φοροῦμε γιά τήν θλί­ψη καί τήν ὀδύ­νη τῶν ἀδελφῶν μας, ἐξ­α­πατοῦμε τούς ἑαυτούς μας. Ὁ Κύ­ρι­ος μέ τόν λό­γο του καί μέ τό πα­ρά­δειγμά του ἔ­δειξε ὅτι ὅ­λοι ὅσοι πά­σχουν, εἶ­ναι αὐ­τός ὁ ἴδιος «ἐν ἑ­τέρᾳ μορφῇ». Πῶς λοιπόν εἶναι δυ­­νατόν καί νά τόν λα­τρεύ­ουμε καί νά τοῦ στρέ­φουμε περιφρο­νητικά τά νῶτα μας; Ἐπί­σης πῶς εἶ­ναι δυνατόν νά λα­τρεύ­ου­με τόν Θεό καί τήν ἴδια στιγμή νά σπι­λώ­νουμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν βρομιά τοῦ ἀν­τί­χρι­στου κό­σμου; «Μοιχοί καί μοιχαλί­δες!», λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰάκω­βος, «δέν γνω­ρίζετε ὅτι ἡ ἀγά­πη γιά τόν κόσμο εἶ­ναι ἔχθρα ἐναν­τίον τοῦ Θεοῦ; Ὅ­­ποιος λοι­­πόν θέλει νά εἶ­ναι φί­λος τοῦ κόσμου γί­νεται ἐ­χθρός τοῦ Θε­οῦ» (Ἰα 4,4).
  Ἡ λατρεία μέ τόν θεῖο λόγο καί τό Μυστήριο εἶ­ναι γιά τούς Χριστια­νούς ἡ καρ­διά τῆς ζωῆς τους. Χω­ρίς αὐτήν ὁ πιστός πε­θαί­νει, ἡ πνευμα­τικότητά του νε­κρώνεται. Ἔχουμε χρέ­ος λοι­­­­πόν ἀπέ­ναντι στήν Ἐκ­κλη­σία, γιά τήν ὁποία θυ­σιάστηκε ὁ Χρι­στός, νά τήν προστα­τεύ­ου­με ἀ­πό κάθε ἀλλοίωση καί φθορά καί νά τήν διατη­ροῦμε ἄ­μωμη.
Ἡ λατρεία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παρών στήν ζωή μας.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

"Ἀπολύτρωσις"