Γράφοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν Α´ Ἐπιστολή του πρός τήν ἀρτιγέννητη Ἐκκλησία τῶν Θεσσαλονικέων παρακαλεῖ τούς πιστούς, ἀνάμεσα στά ἄλλα, νά χαίρονται πάντοτε, νά προσεύχονται ἀδιάλειπτα καί νά εὐχαριστοῦν τόν Κύριο γιά ὅλα: «Παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί,… πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α´Θε 5,16-18). Διότι, ὅπως τονίζει στήν συνέχεια, «τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς» (Α´Θε 5,18). Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τίς τρεῖς αὐτές θεόπνευστες προτροπές τοῦ ἀποστόλου ἀξίζει νά προσέξουμε καί νά μελετήσουμε ἰδιαίτερα τήν τρίτη, τό νά εὐχαριστοῦμε δηλαδή τόν Θεό γιά ὅλα, διότι εἶναι ἴσως αὐτό πού παραμελοῦμε περισσότερο. Πράγματι, εἴμαστε Χριστιανοί κι αὐτό ἀπό μόνο του ἀποτελεῖ πηγή χαρᾶς καί εὐφροσύνης. Προσευχόμαστε, ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις μας, διότι ἡ προσευχή εἶναι ἀνάγκη. Εὐχαριστοῦμε ὅμως τόν Κύριο; Τοῦ εἴμαστε εὐγνώμονες; Γιά ὅλα;
Ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι δύσκολη ὑπόθεση· καί δέν εἶναι ποτέ δεδομένη. Ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπό τήν γέννησή του θέλει μόνο νά κερδίζει, νά κατακτᾶ. Αὐτό συμβαίνει διότι εἶναι θνητός καί προσπαθεῖ νά στηρίξει κάπου τήν φθαρτή ὕπαρξή του. Ὁ ἀγώνας αὐτός εἶναι τίς περισσότερες φορές ἄγριος, ἀγχώδης, σωστός πόλεμος. Προέχουν τό «ἐγώ» μου καί τά «θέλω» μου. Τήν προσφορά τοῦ ἄλλου στήν ζωή μου, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, συνήθως δέν τήν ἐκτιμῶ διότι κάτι τέτοιο θεωρῶ ὅτι μέ μειώνει. Σέ τέτοιες συνθῆκες πῶς νά ἀνθίσει ἡ εὐγνωμοσύνη; Εὐγνωμοσύνη θά πεῖ ὅτι ἀναγνωρίζω πώς εἶμαι ἀδύναμος. Ὅτι ὁ ἐγωισμός μου ὑποχωρεῖ καί ὁ ἑαυτός μου προσφέρει ἀπό τό ἔδαφός του στόν ἄλλο, στόν εὐεργέτη μου. Κάτι τέτοιο ὅμως γιά μένα, πού θεωρῶ ὅτι μοναδική ἀξία εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ κυριαρχία, εἶναι ἀδιανόητο.
Τό πιό φοβερό εἶναι ὅτι ἡ ἀγνωμοσύνη ἀγγίζει καί τούς πιστούς, αὐτούς πού διδάχθηκαν ἀπό τὸν ἴδιο τόν Κύριο τήν ἀξία τῆς καρδιᾶς πού εὐγνωμονεῖ. Αὐτούς πού θά ἔπρεπε νά γνωρίζουν ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη δέν μοῦ ἀφαιρεῖ, ἀλλά δημιουργεῖ μέσα μου τόν ἀναγκαῖο χῶρο γιά νά ἐνεργήσει ἡ εὐλογία τοῦ Οὐρανοῦ. Καί τό ἀκόμη πιό φοβερό εἶναι ὅτι ἡ ἀγνωμοσύνη μας ἐκδηλώνεται καί ἀπέναντι στόν ἴδιο τόν Θεό. Ἔθεσα πιό πάνω τό ἐρώτημα ἄν τοῦ εἴμαστε εὐγνώμονες. Ἄς σκεφτοῦμε κάτι ἁπλό: Ὅταν προσευχόμαστε, ὅταν δηλαδή ἐπικοινωνοῦμε μέ τόν Κύριο καί τοῦ καταθέτουμε τήν ψυχή μας, τοῦ γνωρίζουμε τά αἰτήματά μας «μέ εὐχαριστία» (βλ. Φι 4,6); Ἤ τοῦ ζητοῦμε μόνο μέ τήν νοοτροπία τοῦ κακομαθημένου παιδιοῦ πού ξέρει μόνο νά ἀπαιτεῖ; Βρίσκουμε νά τοῦ ποῦμε δυό λόγια εὐγνωμοσύνης ἤ στεκόμαστε ἐνώπιόν του πνιγμένοι στίς ἀνάγκες μας πού πολλές φορές δημιουργεῖ ἡ ἀπληστία μας, ἀνίκανοι νά ἀναγνωρίσουμε τίς εὐεργεσίες του στήν ζωή μας;
Καί εἶναι ἀμέτρητα τά εὐεργετήματα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ἄπειρα. Γιά τήν ἀκρίβεια τί ἔχουμε πού δέν εἶναι δικό του; Ἀκόμη καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξή μας καί τήν ζωή μας σ’ Αὐτόν τά ὀφείλουμε. Ἄν δέν τό ἤθελε Ἐκεῖνος, δέν θά ὑπήρχαμε. Καί ὅ,τι ἄλλο καλό ἀπολαμβάνουμε, ὁ κόσμος στόν ὁποῖο ζοῦμε, ἡ ὑγεία μας, τά ἀγαθά μας, ἡ οἰκογένειά μας, ἡ ἀγάπη τῶν φίλων μας, ὅλα εἶναι δική του προσφορά. Καί πρέπει νά ἔχουμε πάντοτε στόν νοῦ μας ὅτι δέν μᾶς τά ὄφειλε. Μᾶς τά δώρισε. Μᾶς τά χάρισε ἔτσι, χωρίς νά ζητήσει τίποτε γιά ἀνταπόδομα. Πόσο λοιπόν μεγάλο εἶναι τό χρέος τῆς εὐγνωμοσύνης μας ἀπέναντί του;
Ἀλλά καί οἱ δύσκολες στιγμές καί οἱ δοκιμασίες καί οἱ κάθε εἴδους θλίψεις εὐεργετήματά του εἶναι. Ὅλα αὐτά μπορεῖ νά μᾶς φαίνονται δυστυχήματα καί νά τά ἀπευχόμαστε, ὅμως ὁ πιστός πού γνωρίζει νά διακρίνει καί νά ἀξιοποιεῖ τό πνευματικά ὠφέλιμο, ξέρει ὅτι οἱ θλίψεις εἶναι μιά πολύ εὐεργετική ἄσκηση. Ὁ Κύριος μ’ αὐτό τόν τρόπο μᾶς γυμνάζει στήν ὑπακοή καί στήν ἐξάρτησή μας ἀπ’ Αὐτόν. Οἱ θλίψεις μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε βαθιά μιά μεγάλη ἀλήθεια: Χωρίς τόν Θεό δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τίποτε (βλ. Ἰω 15,5). Δέν εἴμαστε τίποτε. Μαθαίνουμε λοιπόν ἔτσι νά τά ἐμπιστευόμαστε ὅλα στά παντοδύναμα χέρια του, κι αὐτό τοῦ ἐπιτρέπει νά ὑπερβαίνει τήν ἐλευθερία μας, τήν ὁποία σέβεται ἀπόλυτα, καί νά ἐπεμβαίνει λυτρωτικά στήν ζωή μας.
Ὡστόσο πάνω ἀπ’ ὅλα ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη στόν Θεό γιά τήν θυσία του. Εἶναι ἀδύνατο νά συλλάβει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τί σημαίνει ὅτι ὁ Θεός θυσιάστηκε γιά μένα, γιά τόν κάθε ἄνθρωπο. Τί ἤμασταν ἐμεῖς οἱ μικροί, οἱ χωματένιοι; Τά ἀγαπημένα του παιδιά. Οἱ εὐεργετημένοι ἀπό τό ἔλεός του μέ μύριους τρόπους. Καί οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας του. Καί τί γίναμε; Προδότες καί ἐχθροί του. Ἐπιλέξαμε τήν ἁμαρτία καί τήν ἄρνηση τῆς ἀγάπης του καί συμπαραταχθήκαμε μέ τόν Σατανᾶ καί τούς ἀγγέλους του. Τί μᾶς ἄξιζε γι’ αὐτό; Ὁ θάνατος, ὁ ἀφανισμός τῆς γενιᾶς μας μιά γιά πάντα. Καί ἀντ’ αὐτοῦ τί μᾶς χαρίστηκε; Ὁ ἴδιος του ὁ Υἱός, ὁ ἄλλος ἑαυτός του. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τήν φθορά ἔγινε ἄνθρωπος καί «σκήνωσε ἀνάμεσά μας» (Ἰω 1,14). Κι ὄχι μόνον αὐτό ἀλλά καί πέθανε μέ θάνατο φρικτό, σταυρικό, ὥστε νά οἰκειωθεῖ πλήρως τήν φύση μας καί μέ τήν ἀνάστασή του νά τήν ὑψώσει στόν θρόνο τοῦ Πατέρα του. Ποιός μπορεῖ νά ζυγίσει αὐτή τήν προσφορά; Ποιός μπορεῖ νά μετρήσει «τό πλάτος καί τό μῆκος, τό βάθος καί τό ὕψος» αὐτῆς τῆς ἀγάπης (Ἐφ 3,18-19); Καί ποιός μπορεῖ νά ὑπολογίσει τήν ὀφειλή μας ἀπέναντί του;
Ὅμως εἴπαμε: Δέν μᾶς ζητεῖται τίποτε. Κανένα ἀντίδωρο. Τί μποροῦμε ἄλλωστε νά ἀντιπροσφέρουμε ἐμεῖς στόν Θεό ἀνάλογο τῶν δωρεῶν του; Τό μόνο πού θέλει ὁ Κύριος ἀπό μᾶς εἶναι τό «εὐχαριστῶ» τῆς εὐγνωμοσύνης μας. Κι αὐτό ὄχι γιά νά μᾶς ταπεινώνει, ἀλλά διότι ἡ εὐχαριστία μας τοῦ δίνει τό δικαίωμα νά μᾶς πλουτίζει ἀκόμη περισσότερο. Εἶναι τό «ναί» πού ἀπαντοῦμε στήν πατρική του παράκληση «δῶσ’ μου, γιέ μου, τήν καρδιά σου» (Πρμ 23,26). «Δῶσ’ την μου νά τήν ἁγιάσω καί νά τήν χαριτώσω». Δηλαδή μέ τήν εὐγνωμοσύνη μας ἀπέναντί του καί πάλι ἐμεῖς κερδίζουμε, ἐμεῖς ὠφελούμαστε. Τί ἄλλο θέλουμε;
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας