- Μπαμπά, ποῦ εἶναι τά ὅπλα μας; ρωτάει, καθώς τραβάει τό μανίκι τοῦ πατέρα του ἕνας μικρούλης, γύρω στά πέντε, μέ ἀθλητική περιβολή καί μεγαλίστικο ὕφος.
- Ποιά ὅπλα, ἀγόρι μου;
- Τά ὅπλα γιά νά πολεμήσουμε! Τό πρωί μᾶς εἶπες «παιδιά, θά πᾶμε στίς Πρέσπες νά πολεμήσουμε!».
- Ναί, τό εἶπες, τό εἶπες! Τό ἄκουσα κι ἐγώ, πετάχτηκε ὁ ἄλλος, ὁ πιό μικρός, ἀπό ἀδελφική, μᾶλλον, ἀλληλεγγύη.
- Νά τά ὅπλα μας, παιδιά! ἀπάντησε ὁ νεαρός πατέρας καί ἔδειξε τίς δεκάδες γαλανόλευκες σημαῖες πού κρατοῦσαν στά χέρια τους νέοι, γέροι, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά καί φώναζαν μέ ρυθμό τό σύνθημα «Ἡ Μακεδονία εἶναι Ἑλλάδα».
- Ψέματα! Δέ σκοτώνουν οἱ σημαῖες! εἶπε μέ στόμφο ὁ μικρός κοιτάζοντας μέ δικαιολογημένη ἀπορία στά μάτια τόν πατέρα του, ἐνῶ κι ὁ ἀδελφός του κουνοῦσε τό κεφάλι τό ἴδιο ἀπορημένος.
- Δίκιο ἔχεις, ἀγοράκι μου. Οἱ σημαῖες δέν σκοτώνουν, ἀλλά γιά τίς σημαῖες σκοτώνονται οἱ πατριῶτες… Ἡ γαλανόλευκη σημαία μας εἶναι σύμβολο ἱερό! Συμβολίζει τήν Πατρίδα μας μέ τίς ὀμορφιές της, τή δοξασμένη μας Ἱστορία μέ τούς πολέμους γιά τήν ἐλευθερία, πού σᾶς ἀφηγεῖται ὁ παππούς κάθε ἀπόγευμα, συμβολίζει τήν ἑλληνική ψυχή! ἀπάντησε μέ συγκίνηση ὁ πατέρας τους χαϊδεύοντας τά κοντοκουρεμένα παιδικά κεφαλάκια.
Τά δύο μικρά παιδάκια ρούφηξαν τά λόγια τοῦ πατέρα τους κοιτάζοντάς τον μ’ ἐμπιστοσύνη στά μάτια. Ξεδίπλωσαν, στή συνέχεια, τίς σημαιοῦλες πού τούς ἔδωσε καί τίς σήκωσαν πάνω ἀπό τό μικρό τους ἀνάστημα!...
Συμμετεῖχα στό συλλαλητήριο τῆς 17ης Ἰουνίου, στή Βίγλα Πισοδερίου. Ἡ συζήτηση ἀνάμεσα σέ ἕναν συνειδητοποιημένο νεοέλληνα πατέρα καί τά παιδιά του, πού ἔγινε δίπλα μου, μέ συνάρπασε. Τά μικρά αὐτά παιδιά διδάσκονταν ἕνα ζωντανό καί περιεκτικό μάθημα Ἱστορίας! Μιᾶς Ἱστορίας πού, ἐξ ὁρισμοῦ, εἶναι συμφωνία μεταξύ νεκρῶν, ζώντων καί ἀγέννητων. Εἶναι, λοιπόν, αἰσχρό καί ἄνομο νά ἀλλάξει ἐν ἀπουσίᾳ τῶν νεκρῶν καί τῶν ἀγέννητων…
Σήμανε συναγερμός στήν ψυχή μου. Στ’ αὐτιά μου βούιζαν τά φλογερά συνθήματα γιά τήν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας καί τό ἀδιαπραγμάτευτο τοῦ ὀνόματός της. Τά μάτια μου βουρκωμένα δέν ἔβλεπαν τό δικαίως ἀγανακτισμένο πλῆθος γύρω μου, ἀλλά δύο ἄλλα μικρά παιδάκια, τόν Μίκη καί τή Ζέζα!
Τά ἔβλεπα στό σπίτι τους, στήν Ἀθήνα, νά κοιτοῦν μέ ἀγωνία τή νεαρή μητέρα τους Ναταλία Δραγούμη-Μελᾶ, πού μέ τρεμάμενα χέρια ἄνοιγε τό γράμμα τοῦ συζύγου της Παύλου. Περίμεναν μέ ἀγωνία νά μάθουν τά νέα ἀπό τήν ὑπόθεση τῆς Μακεδονίας. Ὁ προστάτης τοῦ σπιτιοῦ τους εἶχε ἀφήσει καριέρα, πλούτη καί οἰκογενειακή θαλπωρή, γιά νά πολεμήσει γιά μιά ἐλεύθερη ἑλληνική Μακεδονία. Πόσο, σκεφτόμουν, πόνεσαν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι γιά νά μποροῦμε ἐμεῖς σήμερα νά πατᾶμε σ’ αὐτά τά ἅγια χώματα ἐλεύθεροι ἀπό κάθε δυνάστη Τοῦρκο ἤ Βούλγαρο!
Ἔκλαιγε ἡ συνείδησή μου κοιτώντας τά βουνά ὁλόγυρα, ὅπου πάτησε τό πόδι τοῦ ἥρωα Παύλου Μελᾶ καί τῶν παλληκαριῶν του! Ἄν ὅλοι αὐτοί ἐρχόντουσαν στό σημερινό συλλαλητήριο, τί θά μᾶς ἔλεγαν ἤ καλύτερα τί θά μᾶς ἔδειχναν; Τί ἄλλο ἀπό τά κομμένα τους χέρια, τά κομμένα τους κεφάλια, τίς τραυματισμένες καρδιές τους, τήν πέρα ἀπό τόν θάνατο ὀρθόδοξη ἑλληνική τους ψυχή;
Πῶς θά ἀντιδροῦσαν ὅλοι αὐτοί οἱ ἥρωες πού ξόδεψαν αἷμα γιά τή Μακεδονία, ἄν μάθαιναν ὅτι τήν Κυριακή 17 Ἰουνίου 2018 ἀνάμεσα στούς ὑπουργούς Ἐξωτερικῶν Ἑλλάδας καί Σκοπίων ὑπεγράφη συμφωνία μέ τήν ὁποία ἀναγνωρίζεται τό γειτονικό κράτος ὡς «Βόρεια Μακεδονία»;
Ἀλλά καί τί θά εἴχαμε, ἄραγε, νά ἀποκριθοῦμε στούς χιλιάδες νεκρούς τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων 1912-13; Θά εἴχαμε τό σθένος νά τούς κοιτάξουμε στά μάτια; Θά τολμούσαμε νά σταθοῦμε μπροστά τους ἐμεῖς, πού ἀπαξιώνουμε τούς ἀγῶνες τους, προδίδουμε τήν Ἱστορία μας καί ἀνοίγουμε διάπλατα τήν κερκόπορτα γιά μελλοντικές διεκδικήσεις ἐδαφῶν πού ποτίστηκαν μέ τό αἷμα τους;
Κοίταξα τά δύο μικρά παιδάκια δίπλα μου, πού κρατώντας τίς σημαιοῦλες τους φώναζαν μέ τίς ἀθῶες τους ψυχές: «Ἡ Μακεδονία εἶναι Ἑλλάδα!» καί κάτι σάν ἐλπίδα ἄρχισε νά κελαϊδάει μέσα μου. Ἦταν βάλσαμο οἱ παιδικές φωνές στό τραυματισμένο μακεδονικό μου φιλότιμο…
Φωτεινή Φωτιάδου-Κωνσταντίνου