Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Μέ τή φράση αὐτή ὁ Μέγας Ἀθανάσιος περιγράφει συνοπτικά τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ἐνανθρώπηση σημαίνει ὅτι ὁ πολύ πολύ μεγάλος, ὁ Θεός, ἔγινε πολύ πολύ μικρός, ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ πολύ μικρός ἄνθρωπος πολύ μεγάλος θεός.
Γιά νά συλλάβουμε μέ τή σκέψη μας αὐτή τήν ἀναλογία μεγάλου-μικροῦ θά πρέπει νά ἐπιχειρήσουμε μία μέτρηση: νά μετρήσουμε τό μέγεθος τοῦ ἀνθρώπου καί νά τό συγκρίνουμε μέ ἕνα συμβατικό «μέγεθος» τοῦ Θεοῦ, πού θά μπορούσαμε νά καταλάβουμε.
Ὡς τάξη μεγέθους γιά τή «μέτρηση» αὐτή θά μποροῦσε νά χρησιμοποιηθεῖ τό σύμπαν πού μᾶς περιβάλλει. Σύμφωνα μέ τήν ἀσφαλῆ γνώση τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, τό σύμπαν ὑπολογίζεται σήμερα ὅτι ἔχει ἡλικία 13,8 δισεκατομμυρίων γήινων ἡλιακῶν ἐτῶν. Τό μέγεθός του εἶναι ὁ χῶρος πού δημιουργεῖ τό φῶς τρέχοντας ἀπό τήν πρώτη ἀρχή καί ἐπί 13,8 δισ-εκατομμύρια χρόνια μέ ταχύτητα 300.000 χιλιόμετρα τό δευτερόλεπτο! Τό μέγεθος αὐτό, μπροστά στό μέγεθος τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος, θά μπορoύσαμε ἴσως νά τό περιγράψουμε ὡς ἕνα μικρό κεφαλάκι καρφίτσας στήν ἄκρη τῶν δακτύλων του.
Ἄν θελήσουμε τώρα νά ὑπολογίσουμε τό μέγεθος τοῦ πολύ πολύ μικροῦ, τοῦ ἀνθρώπου, θά πρέπει νά συλλάβουμε μέ τή φαντασία μας μέσα στό ἀχανές σύμπαν τόν πλανήτη γῆ ὡς οὐράνιο σῶμα. Δέν εἶναι μεγαλύτερος ἀπό ἕνα αἰωρούμενο μικροσωματίδιο σκόνης. Κατά ἀναλογία ὁ ἄνθρωπος ὡς φυσικό μέγεθος ἐπάνω στή γῆ δέν εἶναι μεγαλύτερος ἀπό ἕνα ἐπίσης ἐλάχιστο μικροσωματίδιο.
Ὅταν λοιπόν ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐννοοῦμε αὐτόν ἀκριβῶς τόν μετασχηματισμό τοῦ πολύ πολύ μεγάλου Θεοῦ στήν μορφή τοῦ πολύ πολύ μικροῦ ἀνθρώπου. Καί λόγῳ τῆς διαφορᾶς μεγέθους εἶναι ἀσφαλῶς ἀδύνατον νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι αὐτός ὁ Θεός μπορεῖ νά στερήθηκε κάτι ἀπό τό μεγαλεῖο ἤ τή δύναμή του. Μόνο τήν ἀναλόγου μεγέθους ἄπειρη ἀγάπη του μπορεῖ κανείς νά ψηλαφήσει, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας σκέφθηκε καί ἀποφάσισε νά προβεῖ σέ αὐτή τήν ἐνέργεια.
Τά εὐαγγελικά κείμενα χαρακτηρίζονται ἀπό μία ἐμφανῆ παραδοξότητα: περιγράφουν ἕναν ἄνθρωπο, τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, νά ἀντιμετωπίζει τά προβλήματα τοῦ κόσμου μας μέ χαρακτηριστική εὐκολία καί ἄνεση· ἀπό τά πιό εὔκολα ἕως καί τά πιό δύσκολα, τίς δυνάμεις τῆς φύσεως, τίς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων ἕως καί τόν θάνατο. Ἀποσβολωμένοι, μέ θαυμασμό, δέος καί ἀπορία τόν παρατηροῦσαν ὅσοι τόν συνάντησαν νά ἐνεργεῖ μέ τήν ἄνεση καί τήν εὐκολία τῆς δυνάμεως τοῦ πολύ πολύ μεγάλου καί τήν ἴδια στιγμή νά εἶναι ὁ ἴδιος πολύ πολύ μικρός, ἀπαράλλακτα ὅμοιος μέ ἐκείνους. Τή μαρτυρία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων διαφυλλάττει ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὡς διαχρονικός καί ἀέναος συνεχιστής τούς περιγράφει ὡς ἄλλος αὐτόπτης καί αὐτήκοος μάρτυς τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ τήν ἐμπειρία τῆς ἐπικοινωνίας μαζί του. Τή μαρτυρία αὐτή ἡ Ἐκκλησία τήν ἔκανε κείμενο, ἦχο καί τραγούδι, τή ζωγράφισε στόν καμβά καί στόν τοῖχο, τή μετασκεύασε σέ λατρευτικό δρώμενο, ὥστε νά διατρέχει τόν χῶρο καί τόν χρόνο καί νά φθάνει στούς ἐγγύς καί στούς μακράν.
Αὐτή θά μποροῦσε νά εἶναι μία προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, καθώς ἀναλογίζεται κανείς τά γεγονότα τῶν ἡμερῶν, γονατιστός ἐμπρός στόν φωταγωγό τῆς αἰωνιότητος, στό κενό μνῆμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, στό ὁποῖο μπῆκε ὡς πολύ πολύ μικρός καί βγῆκε ὡς πολύ πολύ μεγάλος. Αὐτό τό μνῆμα στέκει ἕως σήμερα ἀταλάντευτα σταθερός, βουβός μάρτυς, ἀλλά καί συγχρόνως διαπρύσιος κήρυκας τῆς θεί- ας ἐνανθρωπήσεως.
Καί εἶναι πράγματι νά ἀναρωτιέται κανείς: Ἀπό πόση ἀνοησία μπορεῖ νά ἐμφορούμαστε, ὅταν ἐξομοιώνουμε αὐτόν τόν Ἰησοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τόν πολύ πολύ μεγάλο πού θέλησε νά γίνει τόσο πολύ μικρός, μέ τούς ποικίλους ἀνθρωπίσκους αὐτῆς τῆς γῆς καί ἀνακατεύουμε τήν ἁγία διδαχή του μέ τίς ἀσυνάρτητες μωρίες τους;
Πόσο μίζεροι μπορεῖ νά εἴμαστε, ὅταν ἀπιστοῦμε ὅτι Αὐτός ἔχει τή δύναμη νά ἐπιλύσει τά προβλήματα καί τίς δυσκολίες ὄχι ἁπλῶς τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, ἀλλά ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, πού ζῆ ἐπάνω σέ αὐτόν τόν τόσο μά τόσο μικρό πλανήτη;
Ἀλλά καί πόσο ἀκόρεστη εἶναι καί ἡ χαρά τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀενάως ἑορτάζει τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως; Μέ βαθειά ἀγαλλίαση καί εὐγνωμοσύνη τά μέλη της ἀναζητοῦν διακαῶς κάτι ἀπό αὐτόν τόν κόσμο νά Τοῦ προσφέρουν ταπεινά ὡς ἐλάχιστο ἀντίδωρο στή δική του ἀπερίγραπτη δωρεά: «Τί σοὶ προσενέγκωμεν, Χριστέ;». Ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ ἄγγελοι, ὁ οὐρανός, οἱ μάγοι, οἱ βοσκοί, ἡ γῆ, ἡ ἔρημος, κάτι Τοῦ δίνουν. Ἐμεῖς βρίσκουμε ἕνα μόνο: τήν ἀδελφή μας, τήν ἁγνή Μητέρα του, πού χάρισε τή σάρκα της σέ Ἐκεῖνον, τόν πρό αἰώνων Θεό, γιά νά γίνει ἄνθρωπος σάν ἐμᾶς. Ἀλλά καί ἐσένα «τί σὲ καλέσωμεν, ὦ κεχαριτωμένη;» Οὐρανό, Παράδεισο ἤ Παρθένο; Λίγο εἶναι! Σέ ὀνο- μάζουμε κάτι μοναδικό: Παρθένο μητέρα, διότι μόνον ἐσύ κράτησες στήν πάναγνη ἀγκαλιά σου ὡς παιδίον νέον τόν πάντων Θεό. Αὐτόν ἱκέτευε, γιά νά γίνουμε κι ἐμεῖς οἱ μικροί, μεγάλοι σάν ἐκεῖνον!
Ἀθανάσιος Παπαρνάκης
ἀν. καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2018