(Ὁ ἐπικήδειος πού ἐκφωνήθηκε στήν κηδεία τοῦ Κ. Κατσίφα ἀπό τή βορειοηπειρώτισσα Ἑλένη Δήμου)
Κωνσταντῖνε, γεννήθηκες σέ ἕνα τόπο θυσίας καί ἡρωισμοῦ. Τά πρῶτα παιδικά σου βήματα σκόνταψαν σέ φυσίγγια κι ὀβίδες, ἀπομεινάρια ἑνός πολέμου. Ἡ παιδική σου ψυχή ἀφουγκράστηκε τά ὀστᾶ τῶν ἡρώων τοῦ ’40 πού ἀναπαύονταν στό χωριό σου. Ἀτένισε τόν φωτεινό σταυρό πού ὁ Σεβαστιανός εἶχε ὑψώσει ἀπέναντι, γιά νά νικάει μέ τό φῶς του τό σκοτάδι ἀπ’ τά πολυβολεῖα καί τά ἠλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, πού σέ χώριζαν ἀπ’ τή μάνα-πατρίδα καί νά φτάνει σέ σένα. Στά ἑπτά σου χρόνια ἀναζήτησες τό ὄνειρο, μία ἀνοιχτή ἀγκαλιά στήν Ἑλλάδα πού πάντα κουβαλοῦσες μέσα σου. Δέν ξέρω ἄν ἡ Ἑλλάδα σοῦ πρόσφερε τήν ἀγκαλιά αὐτή. Ἐσύ δέν τῆς ἀρνήθηκες ποτέ τή δική σου.
Γιά χάρη της ὁπλίστηκε τό χέρι σου, ὄχι γιά ν’ ἀφαιρέσει ζωές, ἀλλά γιά νά προστατέψει τό ἱερό σύμβολο τῆς μεγάλης ἀγαπημένης σου. Τό σύμβολο πού εἶχες κάθε νομικό δικαίωμα νά ὑψώνεις στόν τόπο σου τή μέρα αὐτή τῆς ἐθνικῆς γιορτῆς, μίας γιορτῆς γιά τή νίκη κατά τοῦ φασισμοῦ.
Στό ματωμένο σῶμα σου φαίνεται ὁλοκάθαρα πόσο ἀπέχει ἡ θεωρία ἀπό τήν πράξη. Πόσο γίνονται σεβαστά τά δικαιώματα τῆς Ἐθνικῆς Ἑλληνικῆς Μειονότητας πέρα ἀπό ὅσα λένε τά χαρτιά. Δικαιώματα κατοχυρωμένα μέ διεθνεῖς συμβάσεις, πού ὅμως ἐμεῖς διστάζουμε νά ἐπικαλεστοῦμε καί μπροστά στά ὁποῖα τό ἐθνικό μας κέντρο συστηματικά κωφεύει.
Ὅμως, Κωνσταντῖνε, ὑπάρχει κι ἡ ἄλλη Ἑλλάδα, πού νοιάζεται, πού ἀγαπᾶ. Κι ἦρθε γιά νά τιμήσει τή θυσία σου. Κουραστήκαμε πιά νά σκοντάφτουμε στό «ἀξίωμα» τῆς καλῆς γειτονίας μέ κουκουλώματα, πού ὄχι! δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐτοσκοπός. Σ’ αὐτόν τόν βωμό τῶν «ἄλλων σημαντικῶν ὑποθέσεων» ζητοῦν νά θυσιάσουν τή μνήμη σου. Κι ἐμεῖς τίς ὑποστηρίζουμε. Μόνο πού τό πολύτιμο ἀλάβαστρο τῶν ἑλληνοαλβανικῶν σχέσεων ὀφείλουν νά κρατοῦν ἀράγιστο κι οἱ δύο πλευρές, ὄχι μονάχα ἡ μία.
Ἀντί γι’ αὐτό, καλέ μου Κωνσταντῖνε, σέ δολοφόνησαν, σέ «ἔλουσαν» μέ ἀπαράδεκτη δήλωση τοῦ ἴδιου τοῦ πρωθυπουργοῦ τῆς Ἀλβανίας, σέ εἶπαν τρομοκράτη, σέ βγάλανε τρελό... Ὕστερα περιμάζεψαν τόν πάνοπλο στρατό πού εἶχαν ἐξαπολύσει ἐναντίον σου μιλώντας γιά μεμονωμένο ἐπεισόδιο καί ἐπιχείρησαν νά σέ θάψουν στή σιωπή. Καί πάλι λάθος ἔκαναν. Γιατί τώρα πού πέρασες στήν ἱστορία, ἡ μορφή σου προβάλλει πιό φωτεινή. Ἀνήκεις πιά σ’ ὅλους τούς Ἕλληνες, ὅπου γῆς, καί ὅποιου αἰώνα.
Ἔμεινες πάντα ἀπροσκύνητος κι ἀσυμβίβαστος, ἀποζητοῦσες μόνο ἕνα, νά εἶσαι αὐτός πού εἶσαι, χωρίς κανείς νά σέ ἐξαναγκάζει νά ἀλλοιωθεῖς γιά νά ταιριάξεις βολικά στό στενό σύστημα, νά γίνεις κάτι ἄλλο. Αὐτό ἤθελες: νά διατηρήσεις τήν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά σου, δικαίωμα πού σοῦ ἀναγνωρίζει ἡ διεθνής νομοθεσία μέ τή σύμφωνη ὑπογραφή τῆς Ἀλβανίας πού ὄφειλε νά σεβαστεῖ.
Ὁ θάνατός σου καταμαρτυρεῖ τό ἀθέατο δράμα δεκαετιῶν. Ἡ ἐκτέλεσή σου ἀλλά καί τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Βαγγέλη, τοῦ Θανάση, τοῦ Θύμιου, τοῦ Ἀηδώνη καί πολλῶν ἄλλων παλληκαριῶν μας εἶναι ἕνα δράμα πού ἀλλάζει ἔνταση κι ὑφή. Συνεχής ἡ μεθόδευση ὥστε ἐσύ κι ὅλοι οἱ γηγενεῖς κι αὐτόχθονες Ἕλληνες τῆς Βορείου Ἠπείρου νά λείψουν ἀπ’ τήν πατρογονική τους γῆ ἤ νά μεταλλαχθοῦν. Ὅμως ἐσύ εἶσαι ἀπό κείνους πού τολμοῦν. Τολμοῦν καί δέν φοβοῦνται τίς θυσίες.
Ἔχουμε δέκα μέρες νά ἀκούσουμε τή φωνή σου, αὐτή πού πάντα μέ χαμόγελο μᾶς ἔλεγες: «Λίγη καρδιά, λίγο τσαγανό καί λίγη θέληση, ρέ!». Αὐτή ἡ προσταγή θά μᾶς συνοδεύει καί θά μᾶς ἐλέγχει.
Σήμερα, δέν σέ τρώει ἡ γῆ. Σήμερα παραστέκεται στό ξόδι σου ἡ ἴδια ἡ Ἱστορία. Σήμερα, ἀνήμερα τῶν Ἀρχαγγέλων, σάν λαμπρό ἄγγελο σέ ὑποδέχεται ὁ οὐρανός· ἐκεῖ νά περιμένεις τήν ἀνάσταση.
Καλό Παράδεισο, Κωνσταντῖνε!
Ἴσως, ἐλπίζω, μέ τοῦ θανάτου τό φιλί νά τά κατάφερες νά ξυπνήσεις τήν Ἑλλάδα, τήν ὡραία κοιμωμένη σου. Τό ἔγκλημά σου ἦταν ὅτι ἀκόμα κι ἔτσι, κοιμισμένη, τήν ἀγάπησες πολύ.
Τώρα πού «ἄλλαξες ζωή»*, μένεις γιά πάντα ἀθάνατος!
Σταματία Καραγεωργίου-Πάπιστα
* ἰδιωματισμός τῆς βορειοπειρωτικῆς διαλέκτου γιά τόν θάνατο