Α΄
Μέ εἰδική ἀπόφασή της στίς 14/10/ 1998 ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀφιέρωσε τή δεύτερη Κυριακή τοῦ Ἰανουαρίου στόν ἑορτασμό τῆς ἁγίας οἰκογένειας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τήν καθιέρωσε ὡς προστάτιδα τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας. Πρόκειται γιά ἕναν συμβολικό καί συνάμα οὐσιαστικό τρόπο -ἀναλόγως πρός τό περίσσευμα τῆς πίστεως τοῦ καθενός- μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐξέφρασε τό ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον καί τήν ἀγωνία της γιά τή φυσική, ψυχική καί πνευματική ὑγεία τῆς οἰκογένειας, ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτᾶται καί ἡ ὑγεία τοῦ καθενός προσώπου ξεχωριστά.
Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ Ἱ.Σ. ἐπέλεξε τή συγκεκριμένη οἰκογένεια εἶναι προφανής: καί τά ὀκτώ γνωστά μέλη της (ἐνδεχομένως νά ὑπῆρχαν καί ἀκόμη δύο ἤ τρεῖς ἀδελφές) κοσμοῦν τά ἁγιολόγια τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά δέν εἶναι ἡ μόνη. Ὑπάρχει ἕνα πλῆθος ἁγίων χριστιανικῶν οἰκογενειῶν πού συναντᾶ κανείς στά συναξάρια. Ἀπό αὐτές ξεχωρίζουν ἀκόμη δύο παρόμοιες οἰκογένειες, ἐμβληματικές σάν ἐκείνη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: ἡ οἰκογένεια τοῦ ἐπιστήθιου φίλου του ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί ἡ οἰκογένεια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἀναδείχθηκε πρόσφατα μετά ἀπό συντονισμένες ἐνέργειες τοῦ μητροπολίτου Βεροίας. Πενταμελής ἡ πρώτη, ἑπταμελής ἡ δεύτερη, κατατάσσονται ἐπίσης ὁλόκληρες στά ἁγιολόγια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μας ἀνέκαθεν ἀντιλαμβάνεται τήν οἰκογένεια ὡς τό κατεξοχήν ἐργαστήρι τῆς ἁγιότητας τῶν μελῶν της, τόν χῶρο ὅπου μυοῦνται στό φρόνημα καί στή ζωή τῆς ἁγιότητας. Ἑπομένως, μέ τήν πράξη της αὐτή θέτει διαχρονικά ἐνώπιον τῶν χριστιανῶν καί εἰδικά τῶν οἰκογενειαρχῶν μία ἐμφανῆ πρόκληση: Μέ ποιό τρόπο πέτυχαν ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς νά δημιουργήσουν τίς κατάλληλες συνθῆκες ἐντός τῆς οἰκογενείας τους, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ τό ἀπόλυτο 100% στήν ἁγιότητα;
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶναι μία ἰδιάζουσα περίπτωση, καθώς περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους μέσα στά ἐκτενῆ αὐτοβιογραφικά κείμενά του ἄνοιξε διάπλατα τίς πόρτες καί τά παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ του, γιά νά κατοπτεύσουμε καί νά διδαχθοῦμε ἀπό τόν τρόπο ζωῆς τῆς ἁγίας οἰκογενείας του. Κάποια ἀπό τά διδάγματα, πού μπορεῖ κανείς νά ἀντλήσει, εἶναι τά ἀκόλουθα:
α) Βασικό θεμέλιο τῆς οἰκογένειας ἀναδεικνύεται ὅτι ἀποτελοῦν οἱ δύο αἴτιοι τῆς δημιουργίας - ὕπαρξής της: οἱ δύο σύζυγοι καί γονεῖς, ὁ καθένας μέ τόν δικό του μοναδικό, ἀναντικατάστατο καί συμπληρωματικό ὡς πρός τόν ἄλλο ρόλο του. Αὐτοί ἐμφανίζονται νά ἦταν οἱ ὁδηγοί καί ἡ πυξίδα τῆς πνευματικῆς ἀνάπτυξης καί προόδου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στή χριστιανική ζωή: ἡ προσωπικότητά τους καί ὁ προσωπικός τους ἀγώνας γιά τήν ἀρετή. Τό παρατηρητικό καί διεισδυτικό παιδικό του βλέμμα ἀκτινογραφοῦσε καθημερινά τή συμπεριφορά τους, καταγράφοντας ὅλες τίς κινήσεις τους μέ κάθε λεπτομέρεια. Συσσωρεύθηκαν ἔτσι μέσα του παραστάσεις πού τόν ἐνέπνευσαν νά μιμηθεῖ τό παράδειγμά τους καί νά βαδίσει τήν ὁδό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μέ πολλή ἐπιτυχία, ὅπως καταδεικνύει ἡ ἱστορία. Πρόκειται γιά μία ἱκανότητα μέ τήν ὁποία εἶναι ἀπό τή φύση της προικισμένη ἡ παιδική ψυχή, ἀφοῦ, ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ σέ σύγχρονες μελέτες, οἱ γνωστικές δυνατότητες βρεφῶν ἡλικίας τριῶν μηνῶν εἶναι τόσο ἀνεπτυγμένες, ὥστε νά μποροῦν μέ ἀσφάλεια καί σταθερότητα νά πραγματοποιοῦν ἀξιολογικές κρίσεις ἠθικῆς φύσεως, νά ἐπιλέγουν δηλαδή τό καλό ἀπό τό κακό, μέ βεβαιότητα καί συχνότητα ἄνω τοῦ 80%.
Ἄς προσέξουμε, γιά παράδειγμα, τίς λεπτομέρειες μέ τίς ὁποῖες ὁ ἅγιος Γρηγόριος περιγράφει τόν πατέρα του Γρηγόριο: «Ἡ ταπεινοφροσύνη του δέν βρισκόταν στά φορέματά του, ἀλλά στήν ἴδια τήν ψυχή του. Τό λύγισμα τοῦ τραχήλου, τῆς φωνῆς τό χαμήλωμα, τό σκύψιμο τοῦ προσώπου, τό μάκρος τῆς γενειάδας του, τό ξύρισμα τῆς κεφαλῆς του, ὁ τρόπος τοῦ βαδίσματος, τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά δέν ὑποκρινόταν τήν ταπεινοφροσύνη...». Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ περιγραφή τῆς μητέρας του Νόννας: «Ποιός καιρός ἤ τόπος γιά προσευχή διέφυγε τήν προσοχή της, τήν προσευχή πού ἦταν γι᾽ αὐτήν ἡ πρώτη ἀπό ὅλες κίνηση τῆς ἡμέρας; Ποιός σεβάσθηκε τόσο τό χέρι καί τό πρόσωπο τοῦ ἱερέα; Ποιός περισσότερο μέ νηστεῖες καί ἀγρυπνίες ἀφαίρεσε τίς σάρκες ἤ ἔστησε τόν ἑαυτό του ὄρθιο μέ ὁλονύκτιες καί ὁλοήμερες ψαλμωδίες; Ποιά ἔγινε καλύτερη συμπαραστάτης τῶν χηρῶν καί τῶν ὀρφανῶν; Αὐτά λοιπόν τά μικρά ἴσως καί γιά μερικούς πιθανόν περιφρονημένα, ἐγώ τά ἐκτιμῶ, ἐπειδή ἦταν εὑρήματα τῆς πίστεως καί τολμήματα πνευματικοῦ ζήλου. Ποτέ δέν ἀκούσθηκε ἡ φωνή της στίς ἱερές συνάξεις καί στούς ἱερούς τόπους, ἐκτός ἀπό τίς ἀναγκαῖες καί μυστικές ἀναφωνήσεις». Στίς περιγραφές αὐτές εἶναι ἄξιο παρατηρήσεως τό γεγονός ὅτι ἐκεῖνο πού ἐντυπώθηκε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα στήν ψυχή τοῦ μικροῦ Γρηγορίου ἦταν οἱ πνευματικοί ἀγῶνες καί ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν πού ἀσκοῦσαν οἱ γονεῖς του πρῶτα στόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό καί ἔπειτα στά παιδιά τους.
Ἀθ. Παπαρνάκης
(Συνεχίζεται)