Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

3 ierarxes cὉ Ἰανουάριος εἶναι ὁ μήνας πού ἡ Ἐκκλησία ἀφιερώνει στήν μνήμη τῶν ἁγίων τριῶν ἱεραρχῶν: Βασιλείου τοῦ Μεγάλου (1/1, 30/1), Γρηγορίου τοῦ Θε­ολόγου (25/1, 30/1) καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (27/1, 30/1).
Πρόκειται γιά τρεῖς προσωπικότητες πού σφράγισαν μέ τήν παρουσία καί τήν δράση τους ὄχι μόνο τήν ἐποχή τους ἀλλά καί ὅλους τούς χρι­στια­νικούς αἰῶνες.
Ἔζησαν σέ μία κρίσιμη περίοδο. Οἱ διωγμοί εἰς βάρος τῶν Χριστιανῶν μόλις εἶχαν τελειώσει. Μετά ἀπό τριακόσια χρόνια περιπετειῶν, κινδύνου καί μαρτυ­ρίου οἱ πιστοί μποροῦσαν πλέον νά λατρεύουν τόν Θεό ἐλεύθερα. Ἀλλά ἐνῶ αὐτή ἡ νέα συνθήκη ἦταν ἀναμφισβήτητα εὐλογία, ἄρχισε νά ἀπειλεῖ τήν Ἐκκλησία ἕνας καινούργιος διττός κίνδυνος: ἡ αἵρεση καί ἡ ἐκ­κοσμίκευση.
Ἡ αἵρεση, δηλαδή ἡ ἀλλοίωση τῆς πίστης, δέν ἦταν κάτι ἄγνωστο στήν χριστιανική κοινότητα. Αἱρετικές ἀντιλήψεις καί κινήσεις ἐμφανίστηκαν ἤδη ἀπό τήν ἀρχή, ὅμως πρώτη φορά ἔπαιρναν τέτοιες διαστάσεις. Ὁ ἀρεια­νι­σμός, δηλα­δή ἡ αἵρεση πού ἀρνοῦνταν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, συγκι­νοῦ­σε ὄχι μόνο πλῆ­θος πιστῶν ἀλλά καί ἐπισκόπους καί ὁλόκληρες συνόδους. Ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος. Ὁ Ἄρειος καί οἱ ὀπαδοί του στήν προσπάθειά τους νά ἐξηγήσουν τό μυστήριο τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ στηρίχτηκαν στήν ἑλληνική φιλοσοφία καί ὑποστήριξαν ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔλεγαν, μπορεῖ νά κατέχει πρωτεύουσα θέση ἀνάμεσα στά κτίσματα, ἀλλά εἶναι κι αὐτός κτίσμα, δημιούργημα. Τί­ποτε περισσότερο.
Οἱ ἅγιοι πατέρες ἀντιτάχθηκαν σθεναρά σ᾽ αὐτή τήν ἰδέα. Τόνισαν ὅτι αὐτή ἡ ἀντίληψη εἶναι ἀντίθετη μέ τήν ἁγία Γραφή καί ἀνατρέπει τό θεμέλιο τῆς σω­τηρίας μας. Ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι θεάνθρωπος, ἄν στό πρόσωπό του δέν ἑνώθηκε ἀληθινά τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τότε δέν σωθήκαμε. Διότι σ᾽ αὐτό συ­ν­ίσταται ἡ σωτηρία μας, ὅτι ἐμεῖς οἱ θνητοί καί φθαρτοί κοι­νω­νή­σαμε ἐν Χρι­στῷ τόν ἀθάνατο Θεό καί περάσαμε ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου στήν ἐλευθερία τῆς ἀφθαρσίας. Ἕνα κτίσμα, ὅσο σοφό καί ἅγιο κι ἄν εἶναι, ὑπόκειται κι αὐ­τό στόν θάνατο. Δέν θά μποροῦσε νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν ἐξουσία του.
Ἡ θέση αὐτή ἀποτελεῖ τό ἀπόσταγμα τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης, τῆς ὁποίας οἱ τρεῖς αὐτοί ἱεράρχες ἀποδείχτηκαν οἱ ἱστορικοί θεματοφύλακες καί ἐντολοδόχοι. Καί εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγάλα σημεῖα τοῦ Θεοῦ, ὅτι σέ μία τόσο κρί­σιμη στιγμή γιά τήν Ἐκκλησία ἔστειλε ὁ οὐρανός αὐτούς τούς τρεῖς γιά νά ὑπο­στηρίξουν τήν μαρτυρία τῆς ἀλήθειας. Δέν ἦταν κάτι εὔκολο. Ἀν­τιμετώπισαν θύελλες. Κι ὅμως, μολονότι ἦταν ἀδύναμοι, ἀσθενικοί καί γυ­μνοί ἀπό κάθε κο­σμική ἰσχύ, νίκησαν. Ἔτσι ἐργάζεται ὁ Κύριος. Δέν χρη­σιμοποιεῖ γιά τό σχέδιό του ἀτσάλινα σκεύη ἀλλά ὀστράκινα, «ὥστε ἡ ὑπερ­βολή τῆς δύναμης νά φανεῖ ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὄχι δική μας» (Β΄ Κο 4,7).
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν αἵρεση ἀπείλησε τό ἐκκλησιαστικό σῶμα καί τό σαράκι τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ἐκκοσμίκευση θά πεῖ συσχηματισμός μέ τόν κό­σμο, υἱο­θέτη­ση τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος. Τί χαρακτηρίζει τό κοσμικό φρό­νημα; Τρία κυ­ρί­ως πράγματα: ἡ σαρκολατρία, ἡ πλεονεξία καί ἡ κενοδοξία (βλ. Α΄ Ἰω 2,16). Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἁμαρτωλές ἕξεις καί πάθη συνδέονται καί ἐξαρτῶνται ἀπ᾽ αὐτές τίς μάστιγες.
Ἡ ἀναγνώριση τῆς χριστιανικῆς πίστης ὡς ἐπίσημης θρησκείας τῆς ρω­μαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί τά προνόμια πού συνεπαγόταν γιά τούς Χρι­στια­νούς αὐτή ἡ ἐξέλιξη, χαλάρωσε τό φρόνημα τῶν πιστῶν καί τά τρία αὐτά κοσμικά χαρα­κτη­ριστικά ἄρχισαν νά νοθεύουν τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Τό μαρτυρικό ἦθος ἐξέλιπε καί οἱ πιστοί, ἀκόμη καί οἱ κληρικοί, ἄρχισαν νά ἐπιδίδονται στό κυνήγι τοῦ πλού­του, στήν ἀρχομανία καί στήν ἱκανοποίηση ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν. Ἐλάχιστοι ἦταν πλέον αὐτοί πού κατηύθυναν τήν ζωή τους μέ πυξίδα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οἱ περισσότεροι ἐνδιαφέρονταν ὄχι γιά τήν μέλλουσα πόλη ἀλλά γιά τούς ἄρτους καί τά βρόμικα θεάματα. Ἡ πομπή τοῦ Σατανᾶ, πού εἶχαν ἀποταχθεῖ κατά τό Βάπτισμά τους, ἐπι­χει­ροῦσε πλέον νά ἁλώσει τήν παράταξη τῶν ἁγίων ὕπουλα καί χωρίς ἀντί­σταση.
Ἀπέναντι σ᾽ αὐτή τήν οἰκτρή κατάσταση οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες πῆραν θέση μά­χης. Μέ τήν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Ἐφ 6,17) πο­λέμησαν αὐτό τό ἀντίχριστο φρόνημα σέ κάθε του ἐκδήλωση. Ποτέ δέν δεί­λιασαν. Ποτέ δέν ὑπολόγισαν τόν κίνδυνο. Χρησιμοποιώντας ἐπιδέξια τήν ἄ­φθαστη δύναμη τοῦ λόγου τους ἤλεγξαν γιά τήν ἀνομία τους τόσο τόν ἁπλό λαό ὅσο καί τούς ἄρχοντες. Ξεσκέπασαν τήν πληγή καί σάν σώφρονες ἰατροί ἐπι­χείρησαν νά ἀφαιρέσουν το ἀπόστημα γιά νά σώσουν τό σῶμα.
Ὡστόσο οὐδέποτε θά ἀ­πέ­διδε καρπούς ἡ προσπά­θειά τους, ἄν μαζί μέ τόν λόγο τους δέν συμπο­ρευόταν καί ἡ βιοτή τους. Οἱ Τρεῖς Ἱε­ράρχες δέν κή­ρυξαν μόνο τό εὐαγγέλιο τοῦ Χρι­στοῦ ἀλλά καί τό ἐφάρ­μο­σαν ὑποδει­γμα­τικά. Ἡ σεμνό­τη­τά τους, τό τα­πεινό καί ἄτυφο τοῦ χα­ρα­κτήρα τους, ἡ ἀ­πα­ρά­μιλλη ἀνιδιοτέ­λειά τους, ἡ ἀ­γά­πη τους γιά τούς ἀν­θρώ­πους πού ξεπερ­νοῦ­σε τά ὅρια τῆς θυ­σί­ας, δια­φη­μί­ζονταν ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τους. Κι ἄν δέν κα­τόρθωσαν νά ἀ­παλ­λάξουν μιά γιά πάντα τήν Ἐκ­κλησία ἀ­πό τόν πειρασμό τῆς ἐκκο­σμί­κευ­σης, ὡστόσο τῆς κλη­ροδό­­τη­­­σαν παρακαταθήκη ἀνε­κτί­­μη­­τη τό παράδειγμα τῆς ζω­ῆς τους. Στό ἑξῆς κανείς δέν μπο­ρεῖ νά ἰσχυ­ριστεῖ ὅτι οἱ εὐ­αγ­γελικές ἀρετές εἶναι μιά οὐ­­το­­πία.
Αὐτή, πολύ συνοπτικά, ἦ­ταν ἡ προσφορά τῶν Τριῶν Ἱ­ε­ραρχῶν στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Τώ­ρα πλέον ἡ εὐθύνη βα­ραί­νει ἐμᾶς. Ἆραγε στοιχιζό­μα­στε στήν γραμμή τους; Μπαίνου­με δουλευτές στόν κόπο τους; Οἱ μορφές καί τό ἔργο τους μᾶς προσκαλοῦν σέ συ­στράτευση. Κι ἄν θέλουμε μιά Ἐκκλησία ζωντανή πού νά συγκινεῖ καί νά σώζει ψυχές, ὀφείλουμε νά ἀν­ταποκριθοῦμε ὁλόψυχα.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας