ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ;

 jump c Πρόκειται γιά ἕνα κρίσιμο ἐρώτημα πού ἀπευθύνεται σέ ὅλους μας. Πι­στεύ­ουμε; Πιστεύουμε ἀληθινά στόν Ἰησοῦ Χριστό; Ἤ μήπως εἴμαστε Χριστιανοί ἐπειδή ἔτυχε νά γεννηθοῦμε μέσα σέ μία χριστιανική κοινότητα; Καί τί εἶναι τελικά πίστη;
  Πίστη σημαίνει πεποίθηση, βεβαιότητα. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση πρό­κειται γιά τήν βεβαιότητα πού ἔχει κάποιος ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη αὐτή δέν ἔχει σχέση μέ τίς αἰσθήσεις, μέσῳ τῶν ὁποίων γνωρίζουμε καί ἀντιλαμβανόμαστε τίς φυσικές ἀλήθειες. Εἶναι, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, μία ὑπεραίσθηση, μέ τήν ὁποία ψη­λαφοῦμε τήν μεταφυσική πραγματικότητα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει χαρα­κτη­ριστικά ὅτι ἡ πίστη εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλε­πομένων» (Ἑβ 11,1). Αὐτά δηλαδή πού ἐλπίζουμε ὅτι θά ἀπολαύσουμε στόν οὐ­ρανό καί δέν τά ἀγγίζουμε μέ τίς αἰσθήσεις μας, τά κρατοῦμε στά χέρια μας μέσῳ τῆς πίστης.
  Ἡ ὑπεραίσθηση αὐτή εἶναι ὑπόθεση πρωτίστως τῆς καρδιᾶς, ὄχι τοῦ νοῦ (πρβλ. Ρω 10,8-10). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πίστη δέν στηρίζεται σέ μαθηματικές ἀποδείξεις ἀπ᾽ αὐτές πού ἰδιάζουν στόν νοῦ. Ἡ πίστη εἶναι ἕνα ἅλμα στό κενό, δέν στηρίζεται πουθενά. Αὐτός πού πιστεύει στόν Θεό ὑποτάσσεται σέ ἄλλου εἴδους συλλογιστική, ὄχι στό τρίπτυχο πείραμα-παρατήρηση-μαθη­ματικός λογι­σμός.
  Τό γεγονός αὐτό, ὅτι δηλαδή ἡ πίστη δέν βασίζεται σέ ἀποδείξεις, εἶναι ἡ δικαιολογία πού ἐπικαλοῦνται οἱ ἄπιστοι γιά τήν ἀπιστία τους. Θά ἦταν δια­τε­θειμένοι, λένε, νά πιστέψουν, ἄν ἡ πίστη ἐλεγχόταν ἀπό τήν ἐπιστημονική ἔρευνα ἤ ἔστω συμφωνοῦσε μέ τήν λογική.
  Γιά νά ἀρχίσουμε ἀπό τό τέλος, πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ἡ πίστη δέν εἶναι ἀσύμβατη μέ τήν λογική. Ἡ πίστη στήν ὕπαρξη Θεοῦ δημιουργοῦ εἶναι ἀπόλυτα λογική. Τό ἀντίθετο εἶναι παράλογο. Λογική ἐπίσης εἶναι ἡ πίστη στήν ἐναν­θρώ­πηση τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν στιγμή πού δεχόμαστε ἀξιωματικά ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος, γιατί ἀμφισβητοῦμε ὅτι μποροῦσε νά γίνει ἄνθρωπος; Τό πρό­βλημα λοιπόν δέν εἶναι ἡ λογική. Τό πρόβλημα εἶναι ὁ ὀρθός λόγος. Ὀρθός λόγος λέγεται μιά θεωρία πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς διαφωτιστές (ΙΖ΄-ΙΗ΄ αἰ.), ἡ ὁποία ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχει μόνον ὅ,τι μπορῶ νά διαπιστώσω. Ἀλλ᾽ αὐτή ἡ ἀντίληψη εἶναι ἁπλῶς μιά εἰκασία. Ἐκφράζει τόν ἐνθουσιασμό τῶν διαφωτιστῶν γιά τίς ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου, ὡστόσο δέν ἀποδεικνύει τίποτε. Ἄλλο συνεπῶς λογική, πού κανένας δέν καταργεῖ, κι ἄλλο μιά θεωρία πού σύν τοῖς ἄλλοις ἀποτελοῦσε καί ἀντίδραση στόν ἄκρατο δογματισμό τοῦ παπισμοῦ.
  Ὅσον ἀφορᾶ στό πρῶτο, τό ὅτι δηλαδή ἡ πίστη δέν ἐλέγχεται ἀπό τήν ἐπι­στήμη, ἰσχύει· αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά δέν θά μιλούσαμε γιά πίστη ἀλλά γιά γνώση. Ὁ Θεός ὅμως θέλει τήν πίστη μας. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι θέλει νά τόν προσεγγίζει ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα. Ἡ γνώση εἶναι κάτι τό ἀ­ναγ­καστικό. Εἶναι δεδομένα πού δέν μποροῦμε νά ξεπεράσουμε. Ὁ Θεός ὅμως εἶναι ἐλευθερία (βλ. Β΄ Κο 3,17), εἶναι πέρα ἀπό κάθε ὅριο. Συνεπῶς γιά νά τόν συναντήσουμε πρέπει νά ὑπερβοῦμε κάθε τι πού μᾶς ἀναγκάζει καί μᾶς πε­ριο­ρί­ζει. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του. Τούς προσέφερε, γιά νά πιστέψουν, σημεῖα, δηλαδή ἁπτές ἀποδείξεις τῆς θεότητάς του, μολονότι ὁ ἴδιος δέν ἤθελε μιά τέτοια πίστη (βλ. Ἰω 4,48). Θά ἤθελε νά πιστεύουν σ᾽ αὐτόν ἔτσι, χωρίς τεκμήρια, καί μάλιστα μακάρισε ὅσους στό μέλλον «δέν θά δοῦν καί θά πιστέψουν» (Ἰω 20,29). Αὐτό μπορεῖ νά προκαλεῖ τούς ἀπίστους, δείχνει ὡστόσο πόσο ἐλεύθερη θέλει ὁ Θεός τήν σχέση μας μαζί του.
  Πίστη λοιπόν, ἀληθινή πίστη, σημαίνει ὅτι ὑπερβαίνω τόν ἑαυτό μου, ὅτι ξε­περνάω τά ὅριά μου, ὄχι ὅτι ἐθίζομαι σέ μιά θρησκευτική παράδοση. Καί κάτι ἄλλο: σημαίνει ἔργα (βλ. Ἰα 2,17). Οἱ ἄνθρωποι συνηθίζουν νά θεωροῦν ὡς πίστη μιά ἐκδήλωση τοῦ συναισθήματος. Ὅμως αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι ρηχή καί ἐπι­φανειακή καί μέ τήν πρώτη δοκιμασία θ᾽ ἀνατραπεῖ εὔ­κο­­­λα. Ἀντίθετα ἡ ἀληθινή πίστη ἔχει βάθος, ἀγκαλιάζει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀν­θρώ­­που καί κυρίως παράγει ἔρ­γα. Αὐτός πού πιστεύει ἀ­λη­­θινά στόν Χριστό, πού ἔχει ξεπεράσει ὅλα τά ἐμ­πό­δια καί τά σύνορα τῆς ἀπιστίας, ἐργάζεται. Ὁ νοῦς, ἡ καρδιά του καί τά χέρια του δου­λεύ­ουν ὅπως θέλει ὁ Θεός, καί δέν ὑπολογίζει οὔ­τε προσπά­θεια οὔτε κό­πο οὔ­τε κι αὐτόν τόν θάνατο. Αὐτή ἡ πίστη θ᾽ ἀντέξει.
Τέτοια πίστη εἶχαν καί οἱ ἱδρυτές καί οἱ ἐργάτες τῆς «Ἀπολυ­τρώ­σεως», τά ἐνενήντα χρόνια τῆς ὁποίας τιμᾶ τό πα­ρόν τεῦχος. Γι᾽ αὐτό καί τό ἔργο τους, πού δοκι­μά­στηκε σκληρά καί ποικι­λο­­τρό­πως, ὄχι μόνον ἄντεξε ἀλ­λά ἀποτελεῖ καί σεμνό καύ­χημα τῆς Ἐκκλησίας. Τέ­τοια πί­στη εὐχόμαστε ἀπό τήν θέ­ση αὐτή καί στούς συν­εχιστές τους, ὥστε ἡ Ἀδελ­φό­τητα, μέσα σέ μιά γενιά δύσμοιρη πού καυχᾶται γιά τήν ἀπι­στία της ἐνῶ κα­ταρρέει, νά συν­εχίσει νά παρά­γει καρ­πούς εὔχυμους γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος

"Ἀπολύτρωσις", Φεβρ. 2019