Humility Πόσο μπορεῖ κάποιος νά κρύβει τή ζωή του;

huminity c  Νυχτερινή ἀκολουθία σ᾽ ἕνα ἀπόμερο μοναστήρι. Κι οἱ λιγοστοί προσκυνητές ἔ­βλεπαν τούς μοναχούς νά γλιστροῦν μέσα στόν ναό σκυφτούς, σιωπηλούς. Σκεπασμέ­να τά πρόσωπά τους, τό βλέμμα τους κάτω στή γῆ, δέν ἔβλεπαν κανέναν, δέν τούς ἔ­βλε­πε κανείς. Δέν ξεχώριζες φυσιογνωμίες, ἔ­βλεπες μόνο σκιές. Μπορεῖ νά μήν τούς κα­ταλάβαινε μέσα σ᾽ αὐτό τό σκοτάδι καί τήν ὁμοιομορφία οὔτε κι ὁ πιό δικός τους...
  Σέ 108 περίπου δισεκατομμύρια ὑπολογίζονται οἱ ἄνθρωποι πού πέρασαν ἀπ᾽ αὐ­τή τή γῆ ἀπ᾽ τήν ἀρχή τοῦ κόσμου μέ­χρι σή­μερα. Καί δέν ξέρουμε πόσα ἀκόμα θά εἶ­ναι μέχρι νά τελειώσει ὁ κόσμος. Μέσα σ᾽ αὐ­τά τά ἀτελείωτα δισεκατομμύρια μία μόνο λέξη μπορεῖ νά περιγράψει τήν ἀτομι­κή παρουσία τοῦ καθενός μας, ἡ λέξη «μη­δα­μινότητα».
  Φοβούμενοι, λοιπόν, ὅτι αὐτή ἡ μη­δα­μινότητα θά μᾶς ἐξαφανίσει, κάνουμε ὅλοι τά πάντα γιά νά ξεφύγουμε ἀπ᾽ αὐ­τήν. Γι᾽ αὐτό κι οἱ ζωές μας κάνουν τό­σο θόρυβο καί πιάνουν τόσο πολύ χῶ­ρο· γι᾽ αὐτό βγάζουν τόσο στόμφο καί διαφημίζονται μέ ὑ­ψηγορία σέ μιά διαρ­κῆ ὑπερέκθεση στά μάτια τῶν ἄλ­λων πού τούς θέλουμε μό­νον σάν μέτρο σύγκρισης. Γιατί θεωροῦ­με ὅτι ἐπιτυχία εἶναι νά πιστεύουν οἱ ἄλλοι ὅτι εἴμαστε πετυχημένοι. Γιατί πειστήκαμε ὅτι ὁ πρῶτος εἶναι τά πάντα καί ὁ δεύτερος τίποτα.
  Σ᾽ αὐτή μας τήν προσπάθεια νά περάσουμε ἀπ᾽ τήν ἀνωνυμία στήν ἐπωνυμία κι ἀπ᾽ τήν ἀσημαντότητα στή σπου­δαι­ότητα μπορεῖ νά ἀνεβοῦμε ἤ νά κατεβοῦμε ὅλα τά σκαλοπάτια: ἀπ᾽ τή μεγαλουργία μέ­χρι τήν πανουργία κι ἀπ᾽ τήν ἀποθέωσή μας μέχρι τή γελοιοποίησή μας.
  Αὐτά ὅλα ὅμως δέν μᾶς ἰσορροποῦν. Στό ἀνελέητο αἴσθημα τῆς μηδαμινότητας ἡ μόνη κατάσταση πού μπορεῖ νά μᾶς ἰσορροπήσει εἶναι ἡ ταπεινότητα, πού καί στήν ἑλληνική καί στή λατινική της ρίζα θυμίζει τό ἔδαφος, τό χῶμα, τή γῆ. Ταπεινότητα εἶναι νά φέρεται κανείς ὅπως ἡ γῆ, νά κάνει ἥσυχα τό ἔργο του, νά τά δέχεται ὅλα ὅπως αὐτή. Μυστικά, σιωπηλά, νά ζεῖ χωρίς αὐταρέσκεια καί νά ζοῦν ὅλοι ἀπ᾽ τή ζωή της.
  Μηδαμινότητα μέσα στό μέγα πλῆ­θος τοῦ κόσμου. Ἐάν ἀπαντήσουμε σ᾽ αὐτήν μέ τήν ταπεινότητα τῆς γῆς, τότε θά νιώσουμε τήν πραγματική ἀξία τοῦ καθενός μας, πού εἶναι ἡ μοναδικότητά μας μέσα στό μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Πού μόνο αὐτός μπορεῖ νά ἔχει προσωπική σχέση μέ τόν καθένα ἀπ᾽ τά ἀναρίθμητα δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων.
  Σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωση ὁ ἄνθρωπος νιώθει τήν ἀνάγκη ὅλο νά κρύβει κι ὄχι νά φανερώνει τή ζωή του, γιατί «ἡ ζωὴ ἡ­μῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θε­ῷ» (Κλ 3,3). Σάν τούς κρυμμένους καρπούς, χυ­μούς, θησαυρούς τῆς γῆς. Γιατί, ὅπως σο­φά εἰπώθηκε, «ἔζησε καλά ὅποιος κρύφτηκε καλά».
  Γι᾽ αὐτό ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί ἔκρυβαν τόσο τή ζωή τους ἀκόμα καί μές στό σκοτάδι τοῦ μοναστηριοῦ. Γιατί εἶχαν καταλάβει ὅτι ὅσο οἱ ἴδιοι ἑκούσια ἐξα­φά­νιζαν τόν ἑαυτό τους, τόσο πιό προσ­ωπικό ἔπεφτε πάνω τους τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ:
  «Ναί, ἐσένα πού δέν σέ ξέρει κανείς, δέν σέ ξεχωρίζει κανείς, σέ ξέρω καλά μέ τ᾽ ὄνομά σου καί σέ ἀγάπησα πρῶτος, εἰς τέλος, πρό καταβολῆς κόσμου».
  Γι᾽ αὐτό καί ἐκεῖνος ὁ τελώνης πού κατέβηκε ὅλα τά σκαλοπάτια τῆς ταπεινότητας καί ἀπέναντι στόν Θεό καί ἀπέναντι στόν ἄλλο συνάνθρωπό του μέσα στόν ναό, ἔφυγε γιά τό σπίτι του ὑπερυψωμένος, δικαιωμένος στόν οὐρανό. Αὐ­τός ὁ δεύτερος, τό τίποτα πού δέν τολ­μοῦσε οὔτε τό βλέμμα του νά σηκώσει ἀπ᾽ τή γῆ.
 

Ζ.Γ.

Φιλόλογος

"Ἀπολύτρωσις", Φεβρ. 2019