Ἡ λέξη πού πρίν ἀπό δέκα ἀκριβῶς χρόνια εἶχα γράψει* πώς θά κρατοῦσα, ἐάν ἦταν νά ξεχάσω ὅλες τίς ἄλλες, ἦταν ἡ λέξη «εὐχαριστῶ». Σήμερα ὅμως, μετά ἀπό τόσον καιρό καί τόσο παραλογισμό, θά προσπαθοῦσα νά χωρέσω καί μιάν ἄλλη μαζί μ᾽ αὐτήν, ἀλλά, ἐάν ἦταν ὁπωσδήποτε νά διαλέξω μία, θά κρατοῦσα πλέον αὐτή τή δεύτερη λέξη.
Μ᾽ αὐτήν δίνεις ἀκόμα καί σ᾽ αὐτούς πού ἔχουν ἀδειάσει τά πάντα μέσα ἀπ᾽ τό καλάθι σου.
Δίνεις σ᾽ αὐτούς πού ξέρεις ὅτι δέν θά σοῦ ἀνταποδώσουν τίποτα, ὄχι μόνο ἀπό ἀδυναμία ἀλλά κυρίως ἀπό ἀχαριστία.
Δίνεις σ᾽ αὐτούς πού μέσα στό βλέμμα τους κόβει ἤδη σάν λεπίδα ἡ ἀπάτη, ἡ εἰρωνεία, ἡ ἀπόρριψη καί ἡ προδοσία γιά τό πρόσωπό σου.
Δίνεις σ᾽ αὐτούς πού καταλαβαίνεις ὅτι δίνοντάς τους μόνο χάνεις, ὅτι κάνεις λάθος, ὅτι ὅλα εἶναι μιά ἐκμετάλλευση.
Ἀλλά συνεχίζεις νά δίνεις σάν τή βροχή καί σάν τόν ἥλιο πού ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους.
Γιατί ξέρεις ὅτι ἄλλη λέξη δέν μπορεῖ νά σέ βγάλει μέσα ἀπ᾽ τή σκοτεινή φυλακή πού βρίσκεσαι. Αὐτή εἶναι τό σύνθημα καί τό παρασύνθημα, γιά νά γυρίσει τό κλειδί στήν πόρτα καί νά βγεῖς ἔξω.
Χωρίς αὐτήν δέν μπορεῖς νά ἰσορροπήσεις πάνω στό στενό ἑτοιμόρροπο γεφυράκι, γιά νά περάσεις ἀπέναντι, ἐνῶ δίπλα σου βρυχᾶται τό χάος.
Μ᾽ αὐτήν παραιτεῖσαι ἀπ᾽ αὐτό πού εἶσαι, ἀπ᾽ αὐτό πού θά μποροῦσες νά εἶσαι.
Χάρη σ᾽ αὐτήν μᾶς χαρίστηκε ἡ Σαρακοστή. Χάρη σ᾽ αὐτήν μᾶς χαρίστηκε ἡ σωτηρία, αὐτή πού δέν ἀξίζαμε. Μόνο μ᾽ αὐτήν μποροῦμε νά σταθοῦμε στήν κρίση. «Ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰα 2,13).
Δίκιο σίγουρα ὑπάρχει κι ὅλοι παλεύουμε νά βροῦμε τό δίκιο μας, γιά νά ἡσυχάσουμε. Ἀλλά ὁ κόσμος δέν θά σωθεῖ μέ τό δίκιο. Θά σωθεῖ μέ τό ἔλεος. Μ᾽ αὐτό πού δέν ἀξίζει ὁ ἄλλος ἀλλά κοστίζει μόνον σέ σένα.
Ὅπως καί σ᾽ ὅλους μας δέν ἄξιζε μιά τέτοια, «τηλικαύτη», σωτηρία, ἀλλά μᾶς χαρίστηκε μέ ἀσύλληπτο κόστος τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, «διὰ σπλάχνα ἐλέους Θεοῦ ἡμῶν» (Λκ 1,78).
Ζ.Γ.
• Βλ. «ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ», τ. 757, σελ. 8.