Τό βιβλίο τῆς Ρούθ -τό ὄγδοο τῆς ἁγίας Γραφῆς- πῆρε τό ὄνομά του ἀπό τό σημαντικότερο πρόσωπο τῆς διήγησής του. Γράφτηκε γύρω στά 1050 π.Χ. ἀπό τόν Σαμουήλ. Εἶναι ἀνεξάρτητο καί αὐτοτελές. Θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ «Μικρή Γένεσις». Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως ἱστορεῖται ἡ γένεση τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, στό βιβλίο τῆς Ρούθ ἡ γένεση τῆς οἰκογένειας τοῦ Δαβίδ· ἡ Ρούθ μετά τόν γάμο της μέ τόν Βοόζ γέννησε τόν Ὠβήδ, ὁ ὁποῖος γέννησε τόν Ἰεσσαί, τόν πατέρα τοῦ Δαβίδ. Μέσα στόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ δημιουργήθηκε ἕνας ἰδιαίτερα περιούσιος οἶκος, ὁ «οἶκος Δαβίδ», ἀπό τόν ὁποῖο θά προέλθει ὁ Μεσσίας. Ἔτσι, ἐνῶ ἄμεσος σκοπός τῆς συγγραφῆς τοῦ βιβλίου τῆς Ρούθ εἶναι νά δείξει τήν γενιά τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ Δαβίδ (βλ.Ρθ 4,18-22), ὁ βαθύτερος καί προφητικός σκοπός ἀποβλέπει στό νά καταγράψει τήν γενεαλογική ρίζα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ (βλ. Μθ 1,5).
Πῶς ὅμως συγκαταλέγεται ἡ Ρούθ στή γενιά τοῦ Μεσσία; Δέν ἦταν Ἰσραηλίτισσα ἀλλά Μωαβίτισσα. Στούς Μωαβῖτες, πού εἶχαν πολεμήσει πολύ σκληρά ἐνάντια στούς Ἰσραηλῖτες (βλ. Ἀρ 22-25), ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δέν ἐπέτρεπε νά γίνουν δεκτοί στόν Ἰσραήλ οὔτε ὡς προσήλυτοι (βλ. Δε 23,4). Πῶς, λοιπόν, ἡ μωαβίτισσα Ρούθ ἀξιώθηκε μιᾶς τόσο μεγάλης τιμῆς;
Ἦταν τά πρῶτα χρόνια τῶν κριτῶν, ὅταν ἔπεσε πείνα στόν Ἰσραήλ. Ὁ Ἐλιμέλεχ, κάτοικος τῆς Βηθλεέμ, ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα, πῆρε τήν οἰκογένειά του καί μετανάστευσε στήν χώρα Μωάβ. Ἐκεῖ οἱ δυό γιοί του παντρεύτηκαν μέ Μωαβίτισσες. Δέκα χρόνια ὅμως μετά τήν ἐγκατάστασή τους ἔφυγαν ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή. Ἄφησαν τή μητέρα τους Νωεμίν, πού ἤδη εἶχε χηρεύσει, μόνη της σέ ξένη χώρα μέ δύο ἀλλοεθνεῖς νύφες. Δέν ἄργησε ἡ Νωεμίν νά πάρει τήν ἀπόφαση νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα της. Ἐξάλλου, εἶχε πάψει πιά ἡ πείνα.
Συγκινητική εἶναι ἡ σκηνή κατά τήν ὁποία ἀποχαιρετᾶ τίς δυό νύφες της. Πρῶτα πρῶτα τίς εὐχαριστεῖ γιά τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωση πού τῆς ἔδειξαν. Κι ἔπειτα, τίς προτρέπει νά ἐπιστρέψουν στό σπίτι τῶν γονιῶν τους, παρά τή δική τους ἐπιμονή νά τήν ἀκολουθήσουν. Σάν μάνα τους, καί ὄχι μάνα τῶν νεκρῶν συζύγων τους, εὔχεται νά χαρίσει ὁ Θεός σ᾿ αὐτές ἕναν νέο εὐτυχισμένο γάμο.
Τελικά, ἡ ᾿Ορφά τήν ἀποχαιρετᾶ ἐγκάρδια καί ἐπιστρέφει στό ἔθνος της. Ἡ Ρούθ ὅμως μένει σταθερή μέ ἀταλάντευτη τήν ἀπόφαση νά τήν ἀκολουθήσει ὅπου πάει.
Κείμενο
15. Καὶ εἶπε Νωεμὶν πρὸς Ρούθ· ἰδοὺ ἀνέστρεψεν ἡ σύννυμφός σου πρὸς λαὸν αὐτῆς καὶ πρὸς τοὺς θεοὺς αὐτῆς· ἐπιστράφηθι δὴ καὶ σὺ ὀπίσω τῆς συννύμφου σου.
16. Εἶπε δὲ Ρούθ· μὴ ἀπαντήσαι μοι τοῦ καταλιπεῖν σε ἢ ἀποστρέψαι ὄπισθέν σου· ὅτι σὺ ὅπου ἐὰν πορευθῇς, πορεύσομαι, καὶ οὗ ἐὰν αὐλισθῇς, αὐλισθήσομαι· ὁ λαός σου λαός μου, καὶ ὁ Θεός σου Θεός μου·
17. καὶ οὗ ἐὰν ἀποθάνῃς, ἀποθανοῦμαι, κἀκεῖ ταφήσομαι· τάδε ποιήσαι μοι Κύριος καὶ τάδε προσθείη, ὅτι θάνατος διαστελεῖ ἀναμέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ.
18. Ἰδοῦσα δὲ Νωεμὶν ὅτι κραταιοῦται αὐτὴ τοῦ πορεύεσθαι μετ᾿ αὐτῆς, ἐκόπασε τοῦ λαλῆσαι πρὸς αὐτὴν ἔτι.
Μετάφραση
15. Τότε ἡ Νωεμίν εἶπε στή Ρούθ: «Νά, ἡ συννυφάδα σου ἐπέστρεψε στόν λαό της καί στούς θεούς της· σέ παρακαλῶ, νά ἐπιστρέψεις καί σύ ἀκολουθώντας τήν συννυφάδα σου».
16. Ἡ Ρούθ ὅμως ἀπάντησε: «Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νά σ᾿ ἐγκαταλείψω ἤ νά σοῦ γυρίσω τήν πλάτη. Γιατί ὅπου ἐσύ πορευθεῖς θά πορευθῶ κι ὅπου κατοικήσεις θά κατοικήσω· ὁ λαός σου θά εἶναι λαός μου καί ὁ Θεός σου Θεός μου·
17. σ᾿ ὅποιον τόπο πεθάνεις, ἐκεῖ θά πεθάνω καί ἐκεῖ θά ἐνταφιασθῶ. Μακάρι ὁ Κύριος αὐτά (τά κακά) νά μοῦ κάνει καί νά προσθέσει κι ἄλλα, ἄν πράξω διαφορετικά, διότι μόνο ὁ θάνατος θά μέ χωρίσει ἀπό ἐσένα».
18. Ὅταν ἡ Νωεμίν εἶδε ὅτι αὐτή ἦταν ἀποφασισμένη νά πάει μαζί της, σταμάτησε πλέον νά τῆς μιλᾶ.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Ρούθ ἔχει μείνει παροιμιώδης· «ὁ λαός σου λαός μου, καὶ ὁ Θεός σου Θεός μου». Φανερώνει ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς πίστης της, γιά τό ὁποῖο κρίθηκε ἄξια νά γίνει προμήτορα τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἐπιλογή της νά μείνει μαζί μέ τήν πεθερά της δέν τήν ὁδήγησε μόνο ἡ ἀγάπη της πρός τήν Νωεμίν -ἴση ἀγάπη πρός αὐτήν εἶχε καί ἡ ᾿Ορφά- ἀλλά κυρίως ἡ πίστη της στόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ. Προτιμᾶ νά ἀφήσει μακριά τήν οἰκογένειά της, τούς συγγενεῖς καί τήν πατρίδα της, τήν ζωή πού ἔκανε ὥς τότε, μέ ἕναν καί μόνο σκοπό: νά μή χάσει τόν ἀληθινό Θεό πού γνώρισε! Πιστεύει ὅτι ἀξίζει νά ριχτεῖ στήν περιπέτεια, νά ἀψηφήσει κινδύνους, νά κάνει τήν ὅποια θυσία, φτάνει νά μήν ξεκοπεῖ ἀπό τόν Θεό πού βρῆκε. Μιά ἐπιθυμία κυριαρχεῖ στήν καρδιά της, αὐτή ρυθμίζει τίς ἐπιλογές καί τίς ἀποφάσεις της: ἡ ἐπιθυμία νά ἀνήκει στόν ἀληθινό Θεό καί στόν λαό του!
Ἡ πίστη μιᾶς Ἰσραηλίτισσας τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν ἀναμενόμενη. Τήν ἴδια πίστη εἶχε ἡ οἰκογένειά της, ὁ σύζυγός της, ὅλο τό περιβάλλον της. Τό νά πιστεύει ὅμως μιά Μωαβίτισσα, καί μάλιστα νά μή λογαριάζει τό ὅποιο τίμημα γιά τήν πίστη της, αὐτό ἦταν πραγματικά ἕνα καταπληκτικό ἅλμα· παρόμοιο πρός τό ἅλμα τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ! Αὐτό εἶδε ὁ καρδιογνώστης Θεός καί ἀνέδειξε τήν Ρούθ προμήτορά του.
Στ. Ν. Σάκκος