Ὁ νεομάρτυς Μιχαήλ Μαυρουδῆς

mihail c Ἡ φλόγα ἑνός κεριοῦ διαλύει τό σκοτάδι... Ἕνα κερί ἦταν ἡ καρδιά τοῦ Μιχα­ήλ σέ χρόνια μαῦρα, σκοτεινά. Τό φλό­γισε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τό ἀπίθωσε στῆς Ἐκκλησιᾶς τό μανουάλι δίπλα στά ἀναμμένα κεριά τόσων νεομαρτύρων.

Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Δημήτριος καί Στατήρα, ἄρδευσαν τήν παιδική ψυχή μέ τήν ἁγία βιοτή τους κι ἔθεσαν μέσα της θεμέλιο καί γνώμονα ζωῆς τόν λόγο τοῦ Εὐ­αγγελίου: «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολὰς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου» (Ἰω 14,21).
Ὅταν μεγάλωσε ὁ Μιχαήλ, παντρεύτηκε καί ἀπ᾽ τήν πατρίδα του, τά Ἄ­γρα­φα, πῆγε στή Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐργαζό­ταν ὡς «ψωμοπώλης». Ἡ καθημερινότη­τά του συνυφασμένη μέ τή ζωή τῆς Ἐκ­κλη­σίας. Μέ πόθο συμμετεῖχε στίς ἀκο­λου­θίες, μέ δίψα ρουφοῦσε τόν θεῖο λόγο. Σάν νά ἔσπευδε νά προλάβει νά βρεθεῖ ἕτοιμος στήν κλήση τοῦ μαρτυρίου.
Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Ἀπό τό μεσονύκτιο στόν ναό ὁ Μιχαήλ, γιά νά ψηλαφήσει τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, γιά νά κραταιωθεῖ μέ τή δύναμή του. Τήν ἑπόμενη μέρα πηγαίνει καί πάλι στόν ναό γιά τήν ἑσπερινή ἀκολουθία κι ἐπι­στρέ­φει στό ἐργαστήριό του. Σέ λίγο κα­τα­φτάνει ἕνα παιδί μίας γειτονικῆς οἰκο­γένειας Ἀγαρηνῶν, γιά νά ἀγοράσει ψωμί. Κι ὁ Μιχαήλ μέ τήν ἱεραποστολική καρδιά, συζητώντας μαζί του, τοῦ μιλᾶ γιά τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ διαδοχή τῶν γεγονότων ἀναμενόμενη, ἀλλά καί ραγδαία. Τό παιδί τόν προδίδει καί σέ λίγο συναθροίζεται πλῆθος Ἀγαρηνῶν γιά νά τόν συλλάβουν καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν κριτή τῆς πόλης. Ἐ­κεῖνος ἀρχίζει τήν ἀνάκριση, μά ὁ Μιχαήλ στίς ἀ­παντήσεις του προτάσσει τήν πρώτη του ἰδιότητα, τόν μεγαλύτερο τίτλο τιμῆς πού φέρει: «Εἶμαι Χριστιανός!». Κι ἐνῶ λέ­ει πώς γράμματα δέν ξέρει, καταθέτει μέ παρ­ρησία τή μαρτυρία του. Ὁ λόγος του ἐκτενής, ξεκάθαρος, χειμαρρώδης. Ὁμο­λο­γεῖ τήν πίστη του στήν τριαδικότητα καί ἀϊδιότητα τοῦ Θεοῦ, ἀναφέρεται σέ ὅλο τό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας καί στό ἀ­ει­πάρθενο τῆς Θεοτόκου καί ἀποκαλύπτει τήν πλάνη τῶν μωαμεθανῶν. Ὁ ἀγράμματος «ψωμοπώλης», πού σοφίστηκε ἐντρυφώντας στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, θεολογεῖ. Κι ὁ κριτής πού καταγράφει τήν ἀπολογία τοῦ μάρτυρα, προσβεβλημένος ἀπ᾽ τή διατράνωση τῆς ἀλήθειας, ἀπειλεῖ. Ὁ Μιχα­ήλ ὅμως περιφρονεῖ τίς ἀπειλές, ἕτοιμος νά ὑποστεῖ τά πάντα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ κριτής τόν ραβδίζει σκλη­ρά καί τόν φυλακίζει. Οἱ χριστιανοί ἀγωνιοῦν καί τόν ἐπισκέπτονται στή φυλακή. Ὁλόρθος, ἀτάραχος, προσευχόμενος ὁ μάρτυς. Ὁ Χριστός τοῦ χαρίζει ζωντανή τήν παρουσία του, τοῦ μιλᾶ, τόν ἐνθαρρύνει. Κι ἐκεῖνος εὐφραίνεται νά καταθέτει: «Μέ περιέλαβεν ὑπερβολική ἀγάπη καί χαρά ἀνεκλάλητος εἰς τόσον, ὁπού δέν ἠδυνάμην νά κρατήσω τόν ἑαυτόν μου καί μόνον ἐπρόσμενα πότε νά ἔλθη ἐκείνη ἡ εὐ­λογημένη ὥρα νά χωρισθῶ ἀπό τοῦτον τόν κόσμον καί νά ἑνωθῶ μέ τόν Χριστόν μου». Καρπός καί ἀποκορύφωμα τούτη ἡ κατάθεση τῆς ἀγαπητικῆς σχέσης μέ τόν Κύριο πού καλλιέργησε ὁ ἅγιος σέ ὅλη τή ζωή του.
Τόν παραπέμπουν σέ ἄλλο κριτή μέ μεγαλύτερο ἀξίωμα, ὁ ὁποῖος διαβάζει τήν ὁμολογία του καί τόν ἀνακρίνει. Στίς ἐρωτήσεις του ἀποστομωτική ἡ ἀπάντηση: «Μήν ἐρωτᾶς, κριτά, ἄν ἀληθεύουνε αὐτά, διότι εἶναι φανερώτερα ἀπό τόν ἥλιον. Ἐ­γώ τά ἐδιδάχτηκα πατροπαραδότως ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Πρῶτος δέ διδάσκαλός μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός». Εὐλογημένα τά χέρια πού ἔσπειραν τῆς ἀλήθειας τόν σπόρο στήν παιδική ψυχή! Τοῦτος ὁ σπόρος, σάν βλαστήσει, προετοιμάζει μάρτυρες, ἀναδεικνύει ἁγίους!
Ἀναλώνεται ὁ κριτής σέ ὑποσχέσεις κι ἀπειλές, μά ὁ μάρτυς ἐπείγεται: «Λοιπόν μή χάνεις καιρόν, ἀλλά παράδοσόν με εἰς τόν Θεόν μίαν ὥραν πρότερον, ὅτι θέλω καί ἀγαπῶ νά γίνω θυσία τοῦ Κυρίου μου, νά ψηθῶ ὡς ἄρτος ἡδύς, νά βαλθῶ εἰς τήν Τράπεζαν τῆς Ἁγίας Τριάδος καί νά προσ­φερθῶ ὡς εὐῶδες θυμίαμα εἰς αὐτήν». Τό­σο ἐξεπλάγη ὁ κριτής, πού ἀναλύθηκε σέ δάκρυα... Κι ὕστερα, σάν νά ξύπνησε ἀπ᾽ τόν ὕπνο, ἐξέδωσε τήν καταδικαστική ἀπόφαση: «Ὁ Μιχαήλ ὁ ἀπό χριστιανῶν γονέ­ων νά παραδοθῆ εἰς τό πῦρ, κατά τήν κα΄ Μαρτίου, ἡμέρα Πέμπτη τῆς ἑβδομάδος ὥρα ἐνάτη». Τέσσερις μέρες μετά τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, μεταβαίνει ὁ μάρτυς στήν ἀνάσταση!
Τόν ὁδηγοῦν δεμένο στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου... Ὅλη ἡ πόλη συγκεντρωμένη ἐκεῖ. Οἱ χριστιανοί προσευχόμενοι, οἱ ἀγαρηνοί θηρία ἀνήμερα. Μά τούτη τήν ὥρα ἐκεῖ καί οἱ ἄγγελοι, ἐκεῖ καί οἱ μάρτυρες, προσμένοντας νά ὑποδεχτοῦν τόν νικητή στή χαρά τοῦ οὐρανοῦ!
Ἡ φωτιά μπροστά στόν μάρτυρα ἀ­ναμμένη... Ὅμως μία ἄλλη πυρκαγιά, αὐτή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἄσβεστη καίει μέσα του, πυροδοτεῖ τό εἶναι του, πυρακτώνει τήν ὕπαρξή του! Σέ λίγο, ἀλείφουν τό σῶ­μα του μέ θειάφι καί τό παραδίδουν στίς φλόγες. Ἀμέσως ἄναψε ὅλος σάν κερί καί ἔστεκε καιόμενος ὥρα πολλή ὑμνώντας τόν Θεό. Ἔτσι ὅπως τό πόθησε ἡ πυρωμέ­νη του καρδιά, ἔγινε ὁλοκαύτωμα, θυμί­αμα εὐῶδες γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου του...
Ἐσύ, διαβάτη, πού περνᾶς ἀπό τούς δρόμους τῆς ἁγιοτόκου Θεσσαλονίκης, σάν θά βρεθεῖς στόν ναό τῆς Ὑπαπαντῆς, στάσου ν᾽ ἀνάψεις ἕνα κερί στό προσκυνητάρι τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μιχαήλ Μαυρουδῆ, ἐκεῖ στόν τόπο πού μαρτύρησε. Ζήτησε τήν πρεσβεία του, παρακαλώντας νά ξεχύσει στά χρόνιά μας τά δύσκολα καί σκοτεινά λίγο ἀπ᾽ τό φῶς καί τή δροσιά τοῦ οὐρανοῦ!

Γρηγόριος