Ἡ ἔλλογος

silence c   Συχνά περιοριζόμαστε στό χῶρο μας, κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, περιχαρακώνουμε τή σκέψη μας, προφυλάσσουμε τίς ἰδέες μας, μᾶς κυριεύει ἐσωστρέ­φεια. Πρόκειται, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκ­φραση, γιά μία ἀρρωστημένη ἐσωστρέφεια, γιά μία «πνευματική τρομοκρα­τία» πού ἀπαγο­ρεύ­ει νά ἔχεις ἄποψη γιά τήν πίστη, τή δική σου πίστη, γιά τήν πατρίδα, τή δική σου πατρίδα, γιά παράδοση, γιά ἱστορία, γιά πολιτισμό. «Μήν ἀσκεῖς τήν ἄλογον σιωπήν καί δημιουργεῖς ἔτσι ταραχή καί πικρί­α στούς ἄλλους», μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἐνῶ ὁ ἴδιος τόν σι­ω­πηλόν ἄνδρα τόν ὀνομάζει υἱό φιλοσοφίας. Τί λοιπόν; Φάσκει καί ἀντιφάσκει; Ὄχι βέβαια.
   Ὑπάρχει ἐσωστρέφεια πού μᾶς ὁδηγεῖ νά εἴμαστε ὁλότελα στραμμένοι στόν ἑ­αυ­τό μας καί νά κωφεύουμε ὅταν κάποιος μᾶς μιλᾶ ἤ νά μή βλέπουμε τί γίνεται γύρω μας. Ὑπάρχει ὅμως καί ἐσωστρέφεια ὅ­που τό κέντρο εἶναι ὁ Θεός καί ἐμεῖς κωφεύουμε γιά νά μποροῦμε νά Τοῦ λέμε «λά­λει, Κύριε, καὶ ὁ δοῦλος Σου ἀκούει.». Ἐντείνουμε τήν προσοχή μας, γιά νά μποροῦμε νά ἀκοῦμε προσεκτικά, κινούμαστε σέ βαθειά ἐσωτερική σιωπή καί ἀκινησία, ὥστε νά μποροῦμε νά προσλαμβάνουμε καί τό παραμικρό μήνυμα. Σάν χορδή καλοκουρδισμένη, πού βρίσκεται ἐκεῖ ἕτοιμη νά τήν ἀκουμπήσουμε γιά νά παράξει ἦχο.
   Μπορεῖ νά σιωποῦμε ἀπό φόβο ἤ δειλία, ἀπό ἔλλειψη θάρρους ἤ ἀπό βαθύ ἐσωτερικό κενό. Μπορεῖ νά σιωποῦμε ἐνῶ μέ­σα μας ἐπικρατεῖ μεγάλη σύγχυση, ταρα­χή, θόρυβος, στενοχώρια, οἴηση. Μπορεῖ, ὅμως, ἡ σιωπή νά εἶναι «καρπός βασιλικῆς καί εὐγενικῆς παιδείας», καρπός σύνεσης, μητέρα τῆς προσοχῆς, κρίκος τῆς πύλης τοῦ οὐρανοῦ, κλειδί τοῦ παραδείσου.
   «Μάζεψα τά πιό ὄμορφα, τά πιό σοφά λόγια, γιά νά κατανοήσω πώς στήν κορυφή τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἁρμονίας καί τῆς σοφίας βρίσκεται ἡ σιωπή», λέει ἕνας ποιητής. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἔλλογος σι­ωπή δέν εἶναι ἀρνητικό στοιχεῖο στήν πνευ­ματική μας ζωή. Δέν εἶναι ἀνενεργός στάση, ὀκνηρό ἔργο, φυγόπονη ἀπραξία, ἀλλά ἐπιλεγμένη ἐργασία αὐτογνωσίας, δυναμική στάση ζωῆς. Οἱ γνήσια σιωπηλοί ἄνθρωποι ζοῦν τό ἄρωμα μίας ἄλλης ζωῆς πού ἀνοίγει ὁρίζοντες ἔντονης πνευματικῆς δραστηριότητας.
   Εἶναι σημαντικό νά γνωρίζουμε πῶς καί πότε θά μιλήσουμε, πότε θά σιωπήσου­με, γιατί καί πόσα θά ποῦμε.
   Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ λόγος δέν εἶναι πάντοτε οὐσιαστικός κρίκος ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων. Πολλές φορές μάλιστα κάποιος ὑποφέρει ὅταν τόν συναντήσει ἤ τοῦ τηλεφωνήσει κάποιος πολύλογος. Θά τόν κουράσει, θά τόν καθυστερήσει ἀπό τή δουλειά του, θά τοῦ ἀφαιρέσει χρόνο πού θά τοῦ ἦταν πολύτιμος. «Πολύ νά μιλᾶς καί πολλά νά πεῖς δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα», λέει ὁ τραγικός ποιητής Σοφοκλῆς, ἐνῶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος μᾶς συμβουλεύει: «Γιά τά λόγια σου φτιά­ξε ζυγαριά καί μέτρο· γιά τό στόμα σου θύρα πού θά τό κρατᾶ κλειστό. Ἄν ἔχεις κάποιο λόγο συνετό νά πεῖς, ἀποκρίσου στόν πλησίον σου· ἄν ὄχι, κλεῖσε καλύτερα τό στόμα σου μέ τό χέρι σου». «Ἐξέταζε καλῶς ἐ­κεῖ­να πού ἔρ­χονται εἰς τήν καρδίαν σου διά νά εἰπῆς, προτοῦ περάσουν εἰς τήν γλώσσαν», μᾶς συστήνει ὁ ἅ­γι­ος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «καί θέλεις εὕρει πολ­λά πού εἶναι καλλίτερο νά μή βγοῦν ἀπό τό στόμα σου, ἀλλά πρός τούτοις ἤξευρε ὅτι καί ἀπό ἐκεῖνα πού στοχάζεσαι πώς εἶναι καλά νά πεῖς εἶναι καλλίτερον νά τά ἐνταφιάσεις εἰς τήν σιωπήν καί θέλεις τό γνωρίσεις ἀφοῦ περάσει ἐκείνη ἡ συνομιλία».
   Ἡ ἔλλογος σιωπή εἶναι καρπός μυστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό. Ἡ ἐπικοινωνία μαζί του μᾶς φωτίζει καί μᾶς ἠρεμεῖ. Δέν λυπεῖ, δέν στενοχωρεῖ, δέν μᾶς γεμίζει φοβίες καί ἀγωνίες. Ἀπεν­αντίας μᾶς ἐ­λευθερώνει ἀπό τίς ἀδυναμίες μας καί μᾶς κατευθύνει ἀκόμη καί στά ἔργα τοῦ σώματος. Ὁ χριστιανός πού ξέρει, ἔχοντας ἀδιάλειπτη ἐσωτερική ἐπικοινωνία μέ τό Ἀφεντικό τῆς καρδιᾶς του, πότε θά μιλήσει, πότε θά σιω­πήσει, μπορεῖ μέ τήν ὅλη βιοτή του νά δώσει φτερά, νά δείξει δρόμους, νά ἀποκαλύψει πτυχές τοῦ κόσμου ἄγνωστες στούς πολλούς. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού μιλοῦν ἀπό τό πρωί ὥς τό βράδυ χωρίς νά λένε τίποτα τό περιττό, τίποτα τό ἀνώφε­λο. Μακάρι αὐτοί νά μή σιωπήσουν ποτέ! Ἄν ὅμως κάποιος δέν ἔχει τίποτα καλύτερο νά πεῖ ἀπό τή σιωπή, ἄς γνωρίζει ὅτι «ἡ σιωπή εἶναι μεγάλη δύναμις τοῦ Ἀοράτου πολέμου καί μία βεβαία ἐλπίς τῆς νίκης. Ἡ σιωπή εἶναι πολύ ἠγαπημένη ἀπό ἐ­κεῖ­νον πού δέν θαρρεύει εἰς τόν ἑαυτόν του, ἀλλά ἐλπίζει εἰς τόν Θεόν. Εἶναι διαφυλακτική τῆς ἱερᾶς προσευ­χῆς καί θαυμαστή βοήθεια εἰς τήν γύμνασιν τῶν ἀρε­τῶν· πρός τούτοις εἶναι σημεῖον φρονιμάδας».

Σ. Τσιάρα – Λιάπτση