«Τό καταλληλότερον ράπισμα»
Μάρτιος 1919. Ὁ ἑλληνικός στρατός ἔχει ἀπελευθερώσει τό Κιλκίς καί τή Δοϊράνη καί τίς ἐνδιάμεσες περιοχές, ἡ Μοίρα ἐπιστρέφει στή Θεσσαλονίκη καί ἀπό ἐκεῖ στίς 21 Μαρτίου φτάνει στήν κωμόπολη Πόρνα Σερρῶν (σημερινό Γάζωρο). Τήν 25η Μαρτίου ἀνατίθεται στόν ἔφεδρο ἀνθυπολοχαγό Β. Κανελλόπουλο, δάσκαλο, νά ἐκφωνήσει τόν πανηγυρικό τῆς ἡμέρας στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ.
Γράφει στό ἡμερολόγιό του, πού τό ἐπιγράφει «ἡμερολόγιο ἐκστρατείας», μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς συγκινητικά:
«...Πόλεμοι φοβεροί, τρομακτικοί ἐπί βυζαντινῶν ἐγένοντο εἰς τούς ἰδίους τόπους τῆς Μακεδονίας, ἀλλά καθ᾽ ὅλους τούτους ἐπεκράτει τό δίκαιον τοῦ ἑλληνισμοῦ. Βραδύτερον καί οὐχί πρό πολλῶν ἐτῶν μετεχειρίσθησαν διάφορα ψευδῆ ἐπιχειρήματα καί ψευδεῖς ἱστορίας ὅπως πείσωσι τούς ἀμαθεῖς ὅτι ἡ Μακεδονία δέν κατῳκεῖτο ἄλλοτε ἀπό Ἕλληνας ἀλλά ἀπό Βουλγάρους. Ἄλλ᾽ ἐάν ὑποθέσωμεν ὅτι σήμερον εἶναι τελείως ἔρημη ἡ Μακεδονία, δέν ὑπάρχει δηλαδή οὐδείς ζῶν ἄνθρωπος ὅπως ἀποδείξῃ τήν ἀείποτε ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας, ὑπάρχουν ἄλλοι μάρτυρες, ὑπάρχουν οἱ αἰώνιοι ἄψυχοι καί κεκρυμμένοι μάρτυρες οἱ ἀποδεικνύοντες τό δίκαιον τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ποιοί εἶναι οὗτοι; Εἶναι τά ὑπό τήν γῆν ταύτην κεκρυμμένα διάφορα ἀρχαῖα νομίσματα, πλάκες, ἀγάλματα κτλ. ἀναγράφοντα ἑλληνιστί ὀνόματα ἑλλήνων βασιλέων ἤ διάφορα ἱστορικά γεγονότα. Ἡ ἄψυχη αὕτη μαρτυρία εἶναι τό καταλληλότερον ράπισμα κατά τῶν Βουλγάρων. Μεθ᾽ ὅλα ὅμως ταῦτα τά ἐπιχειρήματα, ἅτινα οὐδέν κέρδος προσέφερον εἰς αὐτούς, ἤρχισαν τήν βίαν, τό κάψιμον δηλαδή αἰφνιδίως ἑλληνικῶν χωρίων, τήν κατεδάφισιν βυζαντινῶν ναῶν -τῶν ἄλλων τούτων εἰλικρινῶν μαρτύρων τοῦ ἑλληνισμοῦ- τάς δολοφονίας, τάς πιέσεις ἐν γένει διά τήν ἀλλαγήν τῆς γλώσσης. Καί εἰς τινά μέν μέρη, ἐλάχιστα, κατώρθωσαν νά ἀλλάξουν πρός στιγμήν τήν γλῶσσαν τῶν κατοίκων τούτων προσωρινῶς. Ἕν μόνο πράγμα δέν κατώρθωσαν καθώς δέν κατώρθωσαν καί οἱ Τοῦρκοι: τήν ἀλλαγήν τῆς συνειδήσεως. Ἡ ἑλληνική καρδία ἦτο καί παρέμεινε ἀκεραία ἑλληνική. Τήν καλυτέραν ὅμως ἀπάντησιν περί τῆς ἀκμῆς τῆς φυλῆς τήν ἔδωσαν καί πρός τούς Τούρκους καί πρός τούς Βουλγάρους τά ἑλληνικά ὅπλα. Ἡ ἑλληνική ἀνδρεία καί ὁ ἑλληνικός πατριωτισμός κατά τήν τελευταίαν ἑπταετίαν (σ.σ. 1912-1919) ὑπερέβη πάντα ὑπολογισμόν. Ἀποτέλεσμα τῆς πρωτοφανοῦς ταύτης ἐντάσεως τῆς ἑλληνικῆς ἀνδρείας εἶναι αἱ ἀλλεπάλληλοι ἐν εἴδει κομβολογίου νίκαι: Σαραντάπορον, Κιλκίς, Δοϊράνη, Μπιζάνι, Μπέλλες, Σκρά, Στρυμών κλπ. Ἐξεδιώχθησαν δέ κακήν κακῶς τελευταίως οἱ Βούλγαροι ἐκ τῆς Μακεδονίας ὡς φαρμακεροί ὄφεις οἵτινες ὁρμηθέντες ἀπό τάς ἀγρίας αὐτῶν φωλεάς ἠθέλησαν ὑπούλως νά κτίσωσι νέαν φωλεάν εἰς τόν ἀνθοβολοῦντα κῆπον τοῦ ἑλληνισμοῦ, τήν Μακεδονίαν...».
Μετά τήν ὁμιλία σημειώνει στό ἡμερολόγιό του:
«...Ἄκρα σιγή ἐβασίλευε, οὔτε ὁ ἐλάχιστος ψίθυρος ἠκούετο. Λόγῳ ὅμως τοῦ συνωστισμοῦ τοῦ μεγάλου συνέβησαν καί λιποθυμίαι, ἰδίως γυναικῶν. Ἀπό τοῦ μέσου ὅμως τοῦ λόγου μου καί ἐντεῦθεν καί ἰδία ἀπό τοῦ μέρους ὅπου ἀναλύονται ἐπί τό παραστατικώτερον αἱ ἐκ παραδόσεως ἐθνικαί ἐλπίδες τῶν Ἑλλήνων διά τήν Κωνσταντινούπολιν καί τήν Ἁγίαν Σοφίαν, τότε βλέπω ζωγραφισμένην καί ἀγωνιώδη τήν συγκίνησιν εἰς τά πρόσωπα ὅλων. Δάκρυα ἐν εἴδει πρωινῆς δρόσου κατέρχονται ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν πρός τάς παρειάς τῶν περισσοτέρων καί ἴδια γερόντων πλησίον μου ἱσταμένων καί οἵτινες κλαίουσι ὡς μικρά παιδία ἀρθρώνοντες σιγανῶς διαφόρους συγκεκομμένας ὑπό τῶν λυγμῶν λέξεις...».
Μ᾽ αὐτό τό ἡρωικό φρόνημα προχωροῦσε πάντοτε ὁ Στρατός μας, γι᾽ αὐτό καί ἔγραψε σελίδες δόξης.
Ἐπιμέλεια Γ.Μ.