Ἡ ματωμένη κληρονομιά τῶν μαρτύρων -δοξασμένη καί ἁγία- παραδίδεται ἀπό γενιά σέ γενιά. Ἀπό τά ριζά τοῦ Σταυροῦ ἀείρροα πηγάζει. Ὅσοι ἀξιώνονται νά συμμετέχουν σ᾽ αὐτή τήν ἱερή σκυταλοδρομία συγκαταλέγονται ἐπάξια στό τιμημένο γένος τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ. Τά λάφυρά του γίνονται τό βιός τους. Δέν μένουν ποτέ φτωχοί. Δέν εἶναι ποτέ ἡττημένοι. Πορφυροντυμένοι μέ τοῦ μαρτυρίου τους τά διάσημα πορεύονται νικητές. Ἡ ζωή τους μέσα στόν κόσμο μαρτυρεῖ «τὴν νίκην τὴν νικήσασα τὸν κόσμον» (βλ. Α´ Ἰω 5,4), τήν πίστη τους στόν Χριστό.
Υἱός τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, ὁ νεαρός Βασιλίσκος καταγόταν ἀπό τήν κώμη Χουμαλιά, στόν Εὔξεινο Πόντο τῆς Ἀμάσειας. Μέ ἱερότητα παρέλαβε τή βαμμένη μέ αἷμα παρακαταθήκη τοῦ θείου του, ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος. Τόν ἐνέπνευσε ὁ Μεγαλομάρτυρας. Τοῦ ἄναψε τόν καυτό πόθο τοῦ μαρτυρίου. Ντυμένος τή λαμπρή στολή τῆς εὐσεβείας ἔλαμπε ὁ Βασιλίσκος ἀνάμεσα στούς ἄλλους νέους. Μαζί του καί ὁ Εὐτρόπιος μέ τόν Κλεόνικο συναγωνίζονταν στήν ἀρετή. Ἦταν μέσα στούς πρώτους πού τιμώρησε ὁ ἡγεμόνας Ἀγρίππας στά Κόμανα τῆς Καππαδοκίας. Τή φυλακή τους τήν ἔνιωσαν σάν τό πιό τιμημένο παλάτι καί καρτεροῦσαν τήν ὥρα τῆς συνάντησής τους μέ τόν «Βασιλέα τῶν βασιλευόντων». Τούς δύο τούς ὑποδέχτηκε ὁ Βασιλεύς στόν Οὐρανό μέ τή χαρά τοῦ μαρτυρίου. Τόν Βασιλίσκο ὅμως τόν ἐπισκέφτηκε στό ἴδιο τό κελί του. Τόν θάμπωσε καί τόν ἐνίσχυσε ἡ ἐπιφάνεια τοῦ παντοκράτορος Κυρίου. Ἡ ἐντολή ἦταν: νά ἐπισκεφθεῖ τούς οἰκείους του γιά νά τούς ἀποχαιρετήσει, πρίν μαρτυρήσει.
Ἀνερμήνευτη γιά τούς οἰκείους του ἦταν ἡ εὐφροσύνη τοῦ εὐλογημένου νέου. Μέ ποιά λόγια νά τούς ἀποχαιρετήσει; Μέ ποιόν τρόπο νά παρηγορήσει τίς πονεμένες τους καρδιές; Ἄφησε νά τούς ζεστάνει τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, νά τούς ἐνθαρρύνει ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Κι ὅταν οἱ δήμιοι τόν ἅρπαξαν γιά νά τόν ἁλυσοδέσουν διπλά, ἕνα ἱερό καύχημα κυριάρχησε στήν οἰκογένειά του. Ἀποστέλλουν τόν ἐκλεκτό τους Βασιλίσκο πολίτη στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τά χέρια του δεμένα. Τά πόδια του κλεισμένα σέ σιδερένια ὑποδήματα μέ μυτερά καρφιά. Βιάζοντάς τον νά τρέχει τόν ἔσυραν στό κριτήριο. Τιμή του νά ἔχει τά πόδια τρυπημένα, ὅπως τοῦ λατρευτοῦ του Ἐσταυρωμένου. Τό αἷμα του ἔβαψε τή γῆ. Ἴχνη ἅγια ἄφησε τῆς βαθειᾶς εὐγνωμοσύνης στόν Εὐεργέτη του. Σταμάτησαν γιά νά δειπνήσουν στήν κώμη Δακνών. Τόν κρέμασαν σέ ἕνα ξερό πλατάνι, μήπως καί ξεψυχήσει καί τόν ξεφορτωθοῦν. Ὁ κόπος καί ὁ πόνος δέν τόν κατέβαλε. Μέ καθαρό τό πνεῦμα του προσευχήθηκε. Ὁ Κύριος τόν τίμησε μέ ἔκτακτο σημεῖο: Μπροστά στά μάτια ὅλων πρασίνισε ὁ γεροπλάτανος κι ἀνάβλυσε ὁλόδροσο νερό στή ρίζα του κοντά. Σάν νεκρανάσταση τό ἔζησαν οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου. Μές στήν αὐλή τῆς Τραϊανῆς ζωντάνεψε τό νεκρωμένο δένδρο. Τόν κύκλωσαν μέ θαυμασμό. Ἀσπάζονταν τήν πίστη του, ἀκόμη κι αὐτοί οἱ στρατιῶτες. Ἄγγιζαν τά ἐνδύματά του καί θεραπεύονταν, ἀκόμη καί δαιμονισμένοι. Ἡ Τραϊανή μέ ὅλο τόν οἶκο της πίστεψε στόν Χριστό. Τόν ἔστεψε βασιλικά τόν μάρτυρά του ὁ Βασιλεύς τῶν αἰώνων. Θαυματουργοῦσε στόν κάθε τόπο. Τρεῖς μέρες χωρίς τροφή εὐαγγελιζόταν «τὴν ἡτοιμασμένην Βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου».
Στά Κόμανα ὁ ἡγεμόνας πεισματικά τόν ὁδήγησε στόν ναό τοῦ Ἀπόλλωνα γιά νά θυσιάσει. Τιμωρία του ὁ θάνατος. «Εἶναι βασιλική προσταγή! Γιατί δέν θυσιάζεις στούς θεούς;», ὀργίστηκε ὁ ἡγεμόνας. «Θυσιάζω στόν Θεό θυσίαν αἰνέσεως», ἀπάντησε ὁ εὐκλεής στρατιώτης καί πλησίασε στόν βωμό. Ἐκείνη τήν κρίσιμη ὥρα «ἄνθραξ εὐσεβείας» ἀναδείχτηκε ὁ ταπεινός Βασιλίσκος. Ἀπέθεσε πύρινη τήν προσευχή του. Ὁ Οὐρανός κατέκαψε τόν ναό, σύντριψε τό εἴδωλο. Ἐπινίκιος ἀντιλάλησε ὁ ψαλμός ἀπό τά χείλη τοῦ μάρτυρα: «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ». Ὁ οὐράνιος Βασιλιάς κατατρόπωσε τόν ἐπίγειο ἄρχοντα.
Ὁ φόβος καί ὁ θυμός ὁδήγησαν στήν καταδικαστική ἀπόφαση. Νά θανατωθεῖ μέ ἀποκεφαλισμό ἔξω ἀπό τήν πόλη. «Ὁ Βασιλίσκος ἐκτομῇ δοὺς τὴν κάραν, πατεῖ νοητοῦ βασιλίσκου τὴν κάραν». Ὁ ἀθλοθέτης Κύριος τόν στεφανώνει νικητή στόν θρόνο τῆς Χάριτος. Στίς 22 Μαΐου ὑποδέχεται «ὁ Βασιλέας τῶν ὅλων» ἔνδοξο τόν μάρτυρα στή Βασιλεία του.
Τό λείψανό του εἶναι ἐνταφιασμένο στά Κόμανα στά θέμελα ἑνός ὀρθόδοξου ναοῦ. Στόν ναό αὐτό, περίπου ἕναν αἰώνα μετά, ἔφθασε μία νύχτα τοῦ 407 ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν δρόμο γιά τήν ἐξορία του. Ὁλόφωτη λειωμένη λαμπάδα ὁ μεγαλομάρτυρας μετά τούς διωγμούς. Τόν ἐνθάρρυνε ἀδελφικά ὁ ἅγιος Βασιλίσκος: «Θάρσει, ἀδελφὲ Ἰωάννη, αὔριον γὰρ ἅμα ἐσόμεθα». Τόν ὑποδέχτηκε ἡ χορεία τῶν μαρτύρων θριαμβευτικά. Οἱ δύο μάρτυρες ἀέναα δοξάζουν τόν ἀναστημένο Νικητή τοῦ θανάτου. Τή ματωμένη τους σκυτάλη ποιά χέρια θά τήν παραλάβουν;
Οὐρανοδρόμος
"Ἀπολύτρωσις", Μάιος 2019